Πολιτική
Το ΚΚΕ και η εργατική τάξη - πού βρίσκεται η συντηρητικοποίηση;

«Τους δοκίμασες, τώρα με το ΚΚΕ ανοίγουμε το δρόμο της ανατροπής…» ήταν το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του κόμματος. Όμως το βράδυ της 20 Σεπτέμβρη το ΚΚΕ έμεινε στάσιμο σε ποσοστό σε σχέση με τις εκλογές του Γενάρη (5,55% έναντι 5,47%) ενώ σε απόλυτους αριθμούς έχασε περίπου 38.000 ψήφους. Τι συνέβη λοιπόν; 
 
Η Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) του ΚΚΕ στην ανακοίνωσή της για τα αποτελέσματα, στην πρώτη κιόλας παράγραφο της ανακοίνωσης, εκτιμάει ότι: «Αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει το συνολικό αρνητικό ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, τη γενικότερη υποχώρηση του εργατικού λαϊκού κινήματος σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, το επίπεδο της ταξικής πάλης στη χώρα μας και διεθνώς». Και στη συνέχεια με ακόμα πιο έντονη διατύπωση: «Το γενικό εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει σταθεροποίηση της αναδίπλωσης, της παθητικής αναμονής και συντηρητικοποίησης ενός μεγάλου τμήματος του λαού».
 
Με εκτιμήσεις σαν τις παραπάνω η ηγεσία του ΚΚΕ πάει να κλείσει μια συζήτηση που ανοίγει φυσιολογικά στον κόσμο του ΚΚΕ. Πώς είναι δυνατόν, με μια κυβέρνηση που υπογράφει μνημόνια που υποσχόταν να τα σχίσει, το κόμμα της αριστερής αντιπολίτευσης να χάνει ψήφους αντί να κερδίζει; Στις αναλύσεις της η ηγεσία συνηθίζει να παρουσιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν το «νέο ΠΑΣΟΚ». Όμως, όταν το πραγματικό ΠΑΣΟΚ έκανε τις δεξιές στροφές του, ήταν το ΚΚΕ που κέρδιζε από τα αριστερά. 
 
Αυτό έγινε το 1985-89 με το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα του Α. Παπανδρέου με τον Σημίτη υπουργό Οικονομίας. Και συνέβη ξανά στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όταν το ΠΑΣΟΚ είχε γίνει ανοιχτά «εκσυγχρονιστικό» με επικεφαλής πλέον τον Σημίτη –όπως μαρτυρούν τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών του ’98 και των ευρωεκλογών του ’99. Είναι η «συντηρητικοποίηση» και η «αναδίπλωση» μεγαλύτερη και πιο έντονη το 2015 από ότι ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν το ΠΑΣΟΚ υποσχόταν «ακόμα καλύτερες μέρες» ή στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όταν το Χρηματιστήριο γνώριζε τις δόξες του; Η απάντηση είναι απλά και καθαρά, όχι. Η εξήγηση για τα φτωχά αποτελέσματα βρίσκεται αλλού, στην πολιτική της ίδιας της ηγεσίας του ΚΚΕ. 
 
Το κίνημα που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση το Γενάρη είχε προσδοκίες για την δικαίωση των αγώνων που είχε δώσει, ενάντια στη φτώχεια, τις απολύσεις και τη λιτότητα αλλά και ενάντια στην καταστολή, τον ρατσισμό και τους φασίστες. Και δεν περίμενε σεμνά και ταπεινά στη γωνία. Άρχισε να δίνει μάχες –στην ΕΡΤ, στα λιμάνια, στα νοσοκομεία, στην εκπαίδευση, μάχες αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές. H ηγεσία επέλεξε σχεδόν κάθε φορά είτε να απέχει είτε να ρίχνει ένα κουβά κρύο νερό σε αυτό τον κόσμο, πότε επειδή είχε «αυταπάτες», πότε γιατί ήταν «τυχοδιώκτης». 
 
Αποχή
 
Η συμπύκνωση αυτής της αντιμετώπισης ήταν η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ στη μάχη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη. Το ΚΚΕ κάλεσε σε αποχή, την ίδια στιγμή που ολόκληρη η άρχουσα τάξη έριχνε το βάρος της για να εκβιάσει το «Ναι» στο δημοψήφισμα, με την ανοιχτή στήριξη και ενθάρρυνση της ΕΕ. 
 
Εκείνες τις μέρες πήραμε μια γεύση τι σημαίνει λύσσα του ταξικού αντίπαλου: οικονομικός εκβιασμός (κλειστές τράπεζες, απειλές για γενικευμένο λοκ-αουτ), ιδεολογικός βομβαρδισμός από τα ΜΜΕ και κάθε λογής θεσμό της «κοινωνίας των πολιτών» -από τον ΣΕΒ μέχρι και τον τελευταίο εμπορικό σύλλογο. Το ΟΧΙ ήταν η απάντηση των εργατών/τριών σε αυτή ακριβώς την πρόκληση. 
 
Αυτό το έβλεπαν οι ψηφοφόροι και τα μέλη του ΚΚΕ που πήγαν στην κάλπη του δημοψηφίσματος και έριξαν το ψηφοδέλτιο του ΟΧΙ. Δεν το είδε η ηγεσία του όμως, που επέμεινε στην ίδια γραμμή και στη συνέχεια. Πώς να πείσει, λοιπόν, ο Δ. Κουτσούμπας όταν καλούσε από το βήμα της κεντρικής προεκλογικής συγκέντρωσης στο Σύνταγμα: «Την Κυριακή στην κάλπη Κάπα Κάπα Εψιλον για να σπάσει το κλίμα απογοήτευσης, να χτυπηθεί η μοιρολατρία του ‘τίποτα δε γίνεται, τίποτα δεν κουνιέται’. Η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση τώρα πρέπει να γίνουν πείσμα, να γίνουν δύναμη, να μην οδηγήσουν σε αποχή από αυτή τη μάχη». Η ηγεσία της αποχής που έχει κάνει την απογοήτευση θεωρία, έστειλε τελεσίγραφο στον κόσμο που «παρασύρθηκε από τα ψεύτικα διλήμματα» ότι δεν έπρεπε να κάνει… αποχή αλλά να ψηφίσει ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. 
 
Με αυτά τα μυαλά, η ηγεσία του ΚΚΕ ξόδεψε περισσότερο κόπο για να επιτίθεται σε όποιον θεωρούσε ότι γίνεται «ανάχωμα» στην προοπτική να αυξήσει τα εκλογικά ποσοστά της. Με αυτό τον τρόπο αντιμετώπισε την κρίση και τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλεπάλληλες επιθέσεις σε βάρος της Λαϊκής Ενότητας, σε βαθμό που να δημιουργείται η εντύπωση ότι ο κύριος αντίπαλος βρισκόταν εκεί και όχι στο αντίπερα ταξικό στρατόπεδο. Αντίστοιχα, σε μικρότερη κλίμακα ισχύουν για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πόσο μελάνι έχει ξοδέψει πχ για να καταγγείλει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι με το μεταβατικό της πρόγραμμα μένει «εντός πλαισίων του καπιταλισμού»; 
 
Παρά τα μεγάλα λόγια του 19ου συνεδρίου και τις κριτικές που τα τελευταία χρόνια εμφανίζει για την στρατηγική του ΕΑΜ στην Αντίσταση, το ΚΚΕ είναι ένα αριστερό κόμμα του κοινοβουλευτικού δρόμου. Να, για παράδειγμα, πώς απάντησε ο Δ. Κουτσούμπας στην συνέντευξή του στον Αλφα (15/9) για το πώς βλέπει ο λαός να παίρνει την εξουσία: «Με την ψήφο και με τους αγώνες του και με το να βρίσκεται στο δρόμο και να στηρίζει και στον τόπο δουλειάς να παλεύει σ' αυτή την κατεύθυνση, με μια κυβέρνηση που θα έχει και θα την εξουσιοδοτεί να έχει κοινωνικοποιημένη την παραγωγή, θα πρέπει να ελέγχει, να ασκεί εργατικό έλεγχο, να φτιάξει νέους θεσμούς, δημοκρατικής, λαϊκής συμμετοχής απ' τα κάτω μέχρι τα πάνω». 
 
Δυο μέρες μετά (17/9), σε αντίστοιχη συνέντευξη στον ΑΝΤ1, απαντούσε ως εξής στο ερώτημα πώς θα χρησιμοποιούσε το ΚΚΕ ένα μεγάλο ποσοστό, θα έκανε τότε κυβέρνηση; «Αν αποφάσιζε ο ελληνικός λαός να έρθει στην εξουσία, που σημαίνει θα έδινε και αντίστοιχες δυνατότητες στο ΚΚΕ, τότε και το ΚΚΕ θα είναι πανέτοιμο να συμμετάσχει σε μια τέτοια λαϊκή πραγματική διακυβέρνηση, σε μια τέτοια εξουσία, όπου ο λαός όμως πραγματικά θα μπορεί να σχεδιάζει την οικονομία, θα υπάρχει -αυτό που λέμε εμείς- επιστημονικός πανεθνικός κεντρικός σχεδιασμός έτσι ώστε να αναπτυχθεί η οικονομία σε όφελος του και όχι σε όφελος των μονοπωλίων».
 
“Συνθήκες”
 
Με άλλα λόγια, η Λαϊκή Συμμαχία θα φτιάξει μια κυβέρνηση που θα φέρει την Λαϊκή Εξουσία. Αλλά οι συνθήκες δεν υπάρχουν ακόμα, δηλαδή οι ψήφοι. Μέχρι να έλθουν, η ηγεσία του ΚΚΕ καλεί την εργατική τάξη να «βγάλει τα συμπεράσματά» της. 
 
Ουσιαστικά το ΚΚΕ βλέπει τη Λαϊκή Εξουσία να έρχεται μέσα από την κάλπη και γι' αυτό η στρατηγική του υπερκαλύπτεται από άλλα ρεφορμιστικά κόμματα του κοινοβουλευτικού δρόμου, παλιότερα το ΠΑΣΟΚ, σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η στρατηγική αδυναμία το κάνει να ψάχνει τακτικούς χειρισμούς άλλοτε στην προσαρμογή (στη δεκαετία του 1980) και άλλοτε στο σεχταρισμό, όπως σήμερα. Η ηγεσία του δεν είναι υπερβολικά αριστερή, όπως θα ήθελε να πιστεύει, είναι συντηρητική. Και όσο περισσότερο κατηγορεί την εργατική τάξη για συντηρητισμό, τόσο πιο πολύ βρίσκεται σε φαύλο κύκλο.
 
Ο ρόλος της επαναστατικής αριστεράς, όμως, δεν είναι να ανταποδίδει το σεχταρισμό παραμένοντας απλά σε κριτικές για τη στάση του ΚΚΕ. Ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει μέσα από την κοινή δράση στις σκληρές μάχες που έχουμε μπροστά μας. Γιατί εκεί, στους κοινούς αγώνες μας, όλοι και όλες μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν χρειάζονται συντηρητικές ηγεσίες.