Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Το Δικαστήριο

Η ινδική ταινία «Δικαστήριο» ξεχωρίζει καθαρά από τις εξόδους της περασμένης βδομάδας, και αναδεικνύει τις τεράστιες δυνατότητες του Ασιατικού κινηματογράφου, δίνοντας μια πανοραμική και μαζί διεισδυτική ματιά της ινδικής κοινωνίας και των πολύπλοκων διαιρέσεων μέσα σ’αυτή. 
Ένας λαϊκός τραγουδοποιός συλλαμβάνεται και κατηγορείται ότι με το ανατρεπτικό του τραγούδι προέτρεψε σε αυτοκτονία έναν εργάτη του αποχετευτικού δικτύου που πέθανε από ασφυξία στη διάρκεια της βάρδιας του μέσα στους υπονόμους της Βομβάης. Η υπόθεση εκδικάζεται σε μια αίθουσα δικαστηρίου και ενώ προδιαθέτει για ένα δικαστικό δράμα με ινδικό φολκλόρ, ο δημιουργός της ταινίας, ο 28χρονος Τσαϊτάνια Ταμάν έχει διαφορετικό σκοπό. Μετατρέπει την αίθουσα του δικαστηρίου της Βομβάης σε καθρέφτη της ινδικής κοινωνίας. 
 
Η Ινδία είναι μια χώρα που γνωρίζει ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και την ίδια στιγμή οι κοινωνικές, εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές αντί να αμβλύνονται, οξύνονται κι αυτό είναι σαφέστατο μέσα κι έξω από τη δικαστική αίθουσα της ταινίας.  
 
Ο κατηγορούμενος είναι ένας  65χρονος εργάτης που έχασε τη δουλειά του όταν έκλεισε ο μύλος όπου εργαζόταν και βιοπορίζεται δίνοντας υπαίθριες συναυλίες μαζί με τους μαθητές του. Ανήκει στους ντάλιτ, τους «ανέγγιχτους» που αποτελούν την κατώτατη κάστα, τον πάτο της πυραμίδας της Ινδικής κοινωνίας. Οι κάστες υπήρξαν προ-καπιταλιστική κοινωνική διαίρεση της Ινδικής «υπο-ηπείρου», βασισμένη στο γενεαλογικό δέντρο και άρα αιώνια και αμετάβλητη. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες χρησιμοποίησαν και ενίσχυσαν την ιεραρχία των καστών που τόσο εξυπηρετούσε την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Το εξοργιστικό είναι ότι και μετά την ανεξαρτησία, οι κάστες καταργήθηκαν μόνο στα χαρτιά. Οι κυβερνήσεις της Ινδίας δεν έκαναν ουσιαστικά τίποτα για να σταματήσουν τις ανισότητες, με αποκορύφωμα το δεξιό εθνικιστικό κόμμα που κυβερνά σήμερα, το οποίο καταστέλλει συστηματικά κάθε μειοψηφία και κάθε καταπιεσμένο κομμάτι που εξεγείρεται. Αυτό ακριβώς κάνει και στην περίπτωση του περιπλανόμενου καλλιτέχνη, είναι ένας ενοχλητικός επαναστάτης που πρέπει να τιμωρηθεί και να σιωπήσει.
 
Στους ντάλιτ ανήκει ασφαλώς το θύμα και η οικογένειά του, από την οποία γίνονται γνωστές οι συνθήκες της άθλιας δουλειάς του στους υπονόμους και τελικά του θανάτου του. 
 
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι ο φακός του σκηνοθέτη ακολουθεί και τους άλλους 3 εμπλεκόμενους στην δίκη. Τη δημόσια κατήγορο, μια γυναίκα που καταπιέζεται τρελά με τους ρόλους της συζύγου, της μητέρας και της εργαζόμενης κι όμως είναι τόσο συντηρητική που ονειρεύεται μια γερή καμπάνα για τον αιρετικό κατηγορούμενο για να τελειώνει. 
 
Στον αντίποδα, ο διορισμένος από το κράτος συνήγορος υπεράσπισης που ανήκει σε μεσαία κοινωνική τάξη και έχει μια άνετη και μοντέρνα ζωή (ακούει τζαζ μουσική, ψωνίζει κρασί και διάφορα γκουρμέ σε ντελικατέσσεν της Βομβάης), υπερασπίζεται τον απόκληρο κατηγορούμενο με μαχητικό τρόπο. Τέλος, ο δικαστής που είναι βραχμάνος, δηλαδή ανήκει στην ανώτερη κάστα, έχει τη βούληση να τηρήσει στοιχειωδώς τους κανόνες της δικαιοσύνης (που σε πολλά σημεία ακολουθεί το Βρετανικό δίκαιο από εποχής αποικιοκρατίας), όμως αυτό δεν αρκεί για να απονεμηθεί ουσιαστική δικαιοσύνη σε μια χώρα όπου η τάξη του σκοπεύει να εξακολουθήσει να θησαυρίζει σε βάρος των εργατών και της φτωχολογιάς. 
 
Τέσσερις τουλάχιστον διαφορετικοί κόσμοι, τέσσερις διαφορετικές γλώσσες που μιλιούνται: Αγγλικά λόγω Βρετανικού δικαίου, Γκουτζαράτ που μιλάει ο δικαστής, Χίντι (επίσημη γλώσσα), Μαράθι (διάλεκτος της περιοχής). Το χάος δεν είναι μόνο επικοινωνιακό αλλά και πολιτικό και κοινωνικό. Η καθημερινότητα στη Βομβάη που χάρη στο σινεμά της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται στις οθόνες των θεατών της Δύσης.