Ιστορία
20 χρόνια από το θάνατό του: Ξαφνικά, όλοι θυμήθηκαν τον Ανδρέα

3 Σεπτέμβρη 1974. Ο Ανδρέας Παπανδρέου παρουσιάζει την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ

Είκοσι χρόνια έκλεισαν στις 23 Ιουνίου από το θάνατο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου. Φέτος ανήμερα της επετείου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Παυλόπουλος εγκαινίασε έκθεση προς τιμήν του μέσα στη Βουλή με πρωτοβουλία και παρόντος του Αλέξη Τσίπρα. 
 
Μια μέρα νωρίτερα σε εκδήλωση που οργάνωσε το ΙΣΤΑΜΕ παρευρέθηκαν οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ που διαδέχτηκαν τον Ανδρέα στη θέση του πρωθυπουργού. Ο Κώστας Σημίτης, που είχε χαρακτηρίσει την πρώτη δεκαετία του Ανδρέα «χαμένη δεκαετία». Και ο Γιώργος Παπανδρέου, στο τέλος της θητείας του οποίου, το ΠΑΣΟΚ οδηγήθηκε από το 44% στην εκλογική και οργανωτική κατάρρευση και τη διάσπαση. Μπροστά σε ένα μικρό ακροατήριο κυρίως ηλικιωμένων ανθρώπων η Φώφη Γεννηματά, νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μίλησε σε ένα κλίμα που τα ΜΜΕ χαρακτηρίσαν «ενωτικό» αλλά έμοιαζε πιο πεθαμένο κι από τον ίδιο τον Ανδρέα.
Τόσο, που στον ανταγωνισμό για την ανάδειξη του πιο «άξιου συνεχιστή» μπήκε και ο Σταύρος Θεοδωράκης που δήλωσε: «Ο Ανδρέας -όπως τον φωνάζαμε τότε- απελευθέρωσε το 50% των Ελλήνων. Αυτούς που δεν ήταν δεξιοί, αυτούς που δεν είχαν λεφτά, αυτούς που δεν είχαν τα μέσα…»
 
Για τη Νέα Δημοκρατία, πάλι, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν και είναι ο πρώτος υπεύθυνος για την οικονομική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Είναι εκείνος που με την πρώτη πρωθυπουργική του θητεία το διάστημα 1981-89 ακολούθησε την πολιτική «παροχών», το «Τσοβόλα δώστα όλα», που τάχα δημιούργησε το χρέος. Και εκείνος που «διέκοψε την εξυγίανση που επιχείρησε το 1990-93 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης». 
 
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Αυτός που το 1981 «απελευθέρωσε» τους (όπως τους αποκαλούσε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ) «μη-προνομιούχους» δεν ήταν ο Ανδρέας, ήταν ίδιος τους ο εαυτός. Ήταν η μεγάλη έφοδος του κόσμου από τα κάτω, μια έφοδος που άρχισε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, οδήγησε στην κατάρρευση της χούντας και στη συνέχεια στο ρωμαλέο νεολαιίστικο και εργατικό κίνημα της Μεταπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ ιδρύθηκε και μεγάλωσε πατώντας πάνω σε αυτό το κύμα αγώνων και ριζοσπαστικοποίησης προβάλλοντας ότι είναι το ίδιο «κίνημα» και μάλιστα βρίσκεται πέρα από την σοσιαλδημοκρατία και τον σταλινισμό. Όπως δήλωνε ο Aνδρέας το 1976: "Mια τρίτη πορεία, ένας τρίτος δρόμος είναι για μας μια σύνθετη στρατηγική. Απορρίπτουμε το μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας, γιατί ωραιοποιεί τον καπιταλισμό. Απορρίπτουμε το μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού ο οποίος στην διαμόρφωση μιας γιγάντιας κρατικής συσσώρευσης βραχυκύκλωσε την δημοκρατία". 
 
Οι αλλαγές της πρώτης τριετίας όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση το 1981 -ανάμεσα σε άλλα η αύξηση των μισθών, η καθιέρωση της ΑΤΑ, η δωρεάν μετακίνηση στις συγκοινωνίες το πρωί, η δημιουργία του ΕΣΥ, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, η αποποινικοποίηση της μοιχείας, το δικαίωμα ψήφου από τα 18 χρόνια, η νομική εξίσωση των γυναικών με τους άντρες –  ήταν το τίμημα που αναγκάστηκε να πληρώσει η άρχουσα τάξη σε αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» που πρότεινε ο Ανδρέας σαν εναλλακτική λύση απέναντι στην κατάρρευση της δεξιάς και την άνοδο της Αριστεράς. 
 
Το τίμημα ενός συμβιβασμού, που όμως «μεσομακροπρόθεσμα» (μια λέξη που χαρακτήριζε την πλούσια εσωκομματική αργκό στο ΠΑΣΟΚ) ωφέλησε τους καπιταλιστές και όχι την εργατική τάξη και τους «μη προνομιούχους». Η μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ προς τα δεξιά ξεκίνησε το 1983 όταν προσπάθησε με νόμο να περιορίσει τις απεργίες και κορυφώθηκε μετά τις εκλογές του 1985 όταν νέος υπουργός Εθνικής Οικονομίας τοποθετήθηκε ο Σημίτης που ξεκίνησε τον περιορισμό της ΑΤΑ, την αύξηση των τιμολογίων των Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας, την αύξηση κατά 50% της τιμής των εισιτηρίων στα μέσα μεταφοράς, την δραστική μείωση των κοινωνικών δαπανών. Οι λεγόμενες «προβληματικές» επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν τότε φορτώνοντας στο κράτος τα χρέη των εργοστασιαρχών ενώ εκείνοι παίρνοντας αποζημιώσεις ξελάσπωναν. 
 
Θυσίες
Ακόμα και ο λόγος της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ αρχίζει να αναφέρεται στην ανάγκη για μικρότερο κράτος, σε θυσίες που πρέπει να γίνουν για να σταθεροποιηθεί η οικονομία. Το αρχικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ ίδιο συνδικάτο» έδωσε τη θέση του σε ένα «διετές πρόγραμμα σταθεροποίησης του οποίου την εφαρμογή θα ελέγχει επιτροπή της ΕΟΚ». Ακολούθησε υποτίμηση της δραχμής που μείωσε κι άλλο το εισόδημα των εργαζομένων. Όμως η επίθεση της κυβέρνησης συνάντησε τέραστιες αντιστάσεις.
 
Δεκάδες σωματεία και ομοσπονδίες οργάνωσαν απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στα νέα μέτρα. Στη ΓΣΕΕ, η παράταξη του ΠΑΣΟΚ, η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε με ένα μικρό της κομμάτι να στηρίζει την κυβέρνηση και το άλλο να συμμαχεί με το ΚΚΕ και το ΚΚΕες - μέχρι που το κύμα της εργατικής αντίστασης πέτυχε να αναγκάσει το 1987 τον Σημίτη σε παραίτηση και να μπλοκάρει για ένα σύντομο διάστημα τη λιτότητα. 
 
Όλη αυτή η επίθεση είχε τη σφραγίδα του Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1989, το ΠΑΣΟΚ μπλεγμένο στα σκάνδαλα μέσα από τη σχέση που ανέπτυξε το ίδιο διάστημα με τα λεγόμενα «νέα τζάκια» της ελληνικής οικονομίας (που τότε ακούγαν στο όνομα Κοσκωτάς, μετά Σάλλας, Κόκκαλης κλπ) έχασε τις εκλογές με τον κόσμο απογητευμένο από την πορεία της «αλλαγής». Δυστυχώς η πολιτική των δύο ΚΚΕ του στέρησε μια αριστερή διέξοδο. Αφού ενώθηκαν στον ενιαίο Συνασπισμό συμμάχησαν με …τη Νέα Δημοκρατία. Κερδισμένος προσωρινά βγήκε ο Μητσοτάκης που εκλέχθηκε πρωθυπουργός, αλλά για λίγο.  
 
Το 1993 ο Ανδρέας μπόρεσε να ξαναγίνει πρωθυπουργός πατώντας πάνω στο νέο μεγάλο κύμα αγώνων που συγκλόνισε την Ελλάδα το διάστημα 1990-93. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος συντηρούσε τη λογική «αφήστε τους να πέσουν σαν ώριμο φρούτο» και πρόσφερε μπόλικη «εθνική ενότητα» στην εθνικιστική εκστρατεία της κυβέρνησης για το Μακεδονικό, οι αγώνες της εργατικής τάξης ενάντια στο σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της ΝΔ, με αποκορύφωση την απεργία της ΕΑΣ, γκρέμισαν το Μητσοτάκη. Αυτή τη φορά το τίμημα που είχε να πληρώσει ή άρχουσα τάξη ήταν η επανακρατικοποίηση των λεωφορείων. 
 
Όμως ο Ανδρέας για ακόμη μια φορά είχε ανάψει αριστερό φλας για να στρίψει δεξιά. Η πολιτική λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων που εφαρμόστηκε από τις κυβερνήσεις Σημίτη από το 1996 και μετά δεν ήταν ανατροπή της πολιτικής Παπανδρέου αλλά η συνέχισή της. Η βάση για τον σημιτικό «εκσυγχρονισμό» - της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων, της φούσκας των χρηματιστηρίου, είχε τεθεί στην πραγματικότητα ήδη από το 1992 όταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ψήφιζε μαζί με τη ΝΔ τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. 
 
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε στην Καθημερινή ο Θάνος Bερέμης: «H τελευταία θητεία του Aνδρέα, παρά τα μεγάλα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, υπήρξε η πιο εποικοδομητική. H οριστική στροφή του ΠAΣOK προς τη Σοσιαλδημοκρατία, ο πραγματισμός και η φιλοευρωπαϊκή του πολιτική εμφανίζουν τότε νέα πρόσωπα στην πολιτική, όπως ο Aλέκος Παπαδόπουλος, και αναδεικνύουν ως διάδοχό του τον αντίποδά του, τον Kώστα Σημίτη. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος πρόκρινε άλλον υποψήφιο, η επιλογή Σημίτη από το κόμμα υπήρξε απότοκος της στροφής που μόνος του ο Aνδρέας είχε προετοιμάσει».
 
Ήταν αυτή τη στρατηγική επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου που είκοσι χρόνια μετά, ο ΓΑΠ υπερασπίστηκε μέχρι τελικής πτώσης. Παρόλο που αδιαμφισβήτητα ο Ανδρέας ήταν διαφορετικής κλάσης πολιτικός από τον γιο του, θα ήταν άδικο να χρεώσει κανείς μόνο στον ΓΑΠ την κατάρρευση του κόμματος που έφτιαξε ο πατέρας του.
 
Ρεφορμιστικό
Η απάντηση για το που βρίσκεται σήμερα το ΠΑΣΟΚ είναι στην ίδια τη φύση αυτού του κόμματος. Σε αντίθεση με τις αναλύσεις που το ταύτιζαν με τη ΝΔ σαν ένα ακόμα αστικό κόμμα ή το χαρακτήριζαν «μικροαστικό», το ΠΑΣΟΚ ήταν σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό του Λένιν ένα ρεφορμιστικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης (σύντομα εντάχθηκε και με τη βούλα στη Β’ Διεθνή), ένα κόμμα αστικό-εργατικό. Ένα κόμμα που εκτινάχτηκε τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 πετυχαίνοντας να ριζώσει μέσα στα συνδικάτα και στις γειτονιές αλλά που με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια ακολούθησε αστική πολιτική. 
 
Το μεγάλο ατού στην πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ότι μπορούσε πατώντας πάνω στην οργανωμένη σχέση του ΠΑΣΟΚ με την εργατική τάξη να καναλιζάρει τη μαχητικότητα και τη ριζοσπαστικότητα της σε πιο ήσυχα νερά δίνοντας οράματα και μικρά ανταλλάγματα. Αλλά ταυτόχρονα αυτή ήταν και η μεγάλη του αδυναμία που οδηγούσε σε συχνές άγριες ανταρσίες της βάσης: το 1985-87, το 1991-93, το 2001 με τον Γιαννίτση, και το 2010-11 με τα μνημόνια. Αυτή η διαλεκτική αντίθεση που ακολούθησε τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ σε όλη την ιστορική του πορεία μισού αιώνα καθόρισε και την κατάληξή του τα τελευταία χρόνια.
 
Η αιτία γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να ανακάμψει από τον τελευταίο γύρο βρίσκεται στην πλήρη αδυναμία του να προσφέρει μια ανανέωση στο «κοινωνικό συμβόλαιο» του Ανδρέα. Γιατί, πρώτον, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του συστήματος και ταξικής πόλωσης οι καπιταλιστές δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοια συμβόλαια. Και γιατί, δεύτερον, σε συνθήκες ραγδαίας ριζοσπαστικοποίησης και ανόδου του κινήματος το ΠΑΣΟΚ ταυτίστηκε και παραμένει ταυτισμένο με τις νεοφιλελεύθερες επιταγές. 
 
Σήμερα, ακριβώς για τους ίδιους λόγους, η απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να παίξει το ρόλο του ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζει ακριβώς τα ίδια προβλήματα και αντιθέσεις. Αλλά θα ήταν αφελής ντετερμινισμός να νομίζει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσει αυτόματα την πορεία του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα βλέπουμε ηγεσίες στην Αριστερά, να επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος που έκαναν και με το ΠΑΣΟΚ, πιστεύοντας ότι αν το καταγγείλεις σε μια ανακοίνωση ή το βρίζεις όλη μέρα στα κανάλια, τέλειωσες μαζί του. Κάθε άλλο.
 
Οι δυνατότητες για την αριστερά πέρα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτές φτάνει, πρώτο, να αποφύγει τον σεχταρισμό της καταγγελίας και της αυτοαπομόνωσης και να κερδίσει τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην κοινή δράση ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης. Και φτάνει, δεύτερο, να δώσει διέξοδο διατυπώνοντας μια ξεκάθαρη εναλλακτική πρόταση αντικαπιταλιστικής ρήξης, διαγραφής του χρέους, εξόδου από την ευρωζώνη και την ΕΕ, κρατικοποίησης των τραπεζών και των κλειστών επιχειρήσεων και εργατικού ελέγχου.