Πολιτισμός
Κινημαογράφος: “Η γιορτή της Μπαμπέτ”, του Γκαμπριέλ Αξελ

Σε επανέκδοση παίζεται ήδη στα σινεμά η «Γιορτή της Μπαμπέτ» που βραβεύτηκε το 1988 με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Σε μια μικρή κοινότητα της Βόρειας Δανίας τον 19ο αιώνα ζει ένας προτεστάντης ιεροκήρυκας με τις δυο κόρες του. Όλη τους η ζωή είναι δομημένη γύρω από τα ασκητικά προτάγματα του προτεσταντισμού, την πίστη και την φιλανθρωπία που κηρύσσει στην θρησκευτική σέκτα που έχει ιδρύσει και λειτουργεί. Αυτή η προσήλωση οδηγεί τις κόρες του Φιλίππα και Μαρτίνα στο να αρνηθούν τις επίγειες απολαύσεις, ακόμα και τον έρωτα και την οικογένεια όταν βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα, με έναν αξιωματικό η μια και με έναν Γάλλο τενόρο η άλλη, προκειμένου να μείνουν μαζί του. 
 
Κομμούνα Παρισιού
Χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1871 η μονότονη καθημερινότητά τους διακόπτεται από τον ερχομό στο χωριό της Μπαμπέτ, φυγάδας από τις σφαγές που ακολούθησαν την Kομμούνα του Παρισιού. Την περιθάλπτουν και τη δέχονται σαν οικονόμο του φτωχικού σπιτιού τους. 
 
Και ενώ οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της σέκτας μετά το θάνατο του πατέρα – ιεροκήρυκα έχουν μπει σε ανοιχτή κρίση, που οι δυο αδελφές προσπαθούν μάταια να αποσωβήσουν, η παρουσία της Μπαμπέτ κάνει μια διαφορετική αίσθηση, όχι στη θρησκευτική τελεολογία, αλλά στην απλή καθημερινότητα: Στο μαγείρεμα της φτωχικής σούπας, στο παζάρι με τον ψαρά και τον μπακάλη, στο πλύσιμο και το σερβίρισμα, η Μπαμπέτ αφήνει ένα άλλο στίγμα. 
 
Όταν έρχονται τα νέα ότι η Μπαμπέτ έχει κερδίσει 10.000 φράγκα σε ένα Γαλλικό λαχείο, αν και περιμένουν ότι θα επιστρέψει στο Παρίσι, τους προτείνει να ετοιμάσει ένα πλήρες Γαλλικό δείπνο προς τιμήν του θανόντα πατέρα τους. Οι αδελφές αισθάνονται νευρικά σε σχέση με το πολυτελές δείπνο που βρίσκεται σε αντίφαση με την ιδεολογία λιτότητας που διέπει τη ζωή τους και προτρέπουν τους καλεσμένους να μην μιλήσουν καθόλου για αυτό. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο.
 
Η Μπαμπέτ μαγειρεύει ένα εκπληκτικό δείπνο, στο οποίο εκτός από τα φίνα υλικά, κρασιά, σκεύη που έχει προμηθευτεί, δίνει τον καλύτερο εαυτό της, με αποτέλεσμα οι πουριτανοί συνδαιτημόνες όχι μόνο ευχαριστούνται γευστικά, αλλά σκανδαλίζονται από την τέρψη των επίγειων απολαύσεων και αρχίζουν να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με θετικό πνεύμα και κατανόηση. Στο τέλος η Μπαμπέτ αποκαλύπτει στις δυο αδελφές ότι η ίδια υπήρξε σεφ στο διάσημο «καφέ ανγκλέ» του Παρισιού. Για να τους το ετοιμάσει ξόδεψε όλα τα χρήματά της, αλλά δεν σκοπεύει να επιστρέψει στη Γαλλία, αλλά να μείνει μαζί τους για πάντα.
 
Απολαύσεις
Η ταινία ενθουσίασε για τις γαστριμαργικές απολαύσεις που παρελαύνουν στην οθόνη, από τη χελωνόσουπα και το χαβιάρι μέχρι τα ορτύκια και τους μπαμπάδες με ρούμι, ενώ πολλοί αναφέρθηκαν στην θρησκευτικότητά της. 
Όμως η κινητήρια δύναμη της ταινίας κατά τη γνώμη μας είναι η αντίθεση ανάμεσα στον ασκητισμό που προτάσσει η θρησκεία και την επίγεια απόλαυση –εδώ του φαγητού- που εισάγει η Μπαμπέτ με πολύ προκλητικό τρόπο, καταφέρνοντας μάλιστα να «σπάσει» την εγκράτεια των πουριτανών, να τους αγγίξει και να τους μεταμορφώσει, έστω και για λίγο. 
 
Για τις θρησκευόμενες κυρίες, το σώμα είναι εργαλείο για να υπηρετούν τον κύριο, αλλά η Μπαμπέτ υπήρξε επαναστάτρια, είχε λάβει μέρος στην Κομμούνα και γνωρίζει ότι «νηστικό αρκούδι δε χορεύει», ότι υπάρχει διαλεκτική ανάμεσα στην ύλη και και το πνεύμα. Αυτή η αντίληψη ταιριάζει και με το όλο ύφος της πρωτοποριακής Κάρεν Μπλίξεν, σε ένα διήγημα της οποίας βασίστηκε το σενάριο. 
 
Όλο το στήσιμο της ταινίας υπηρετεί την αφήγηση και οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, από την γνωστή από τις ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ, Στεφάν Οντράν στο ρόλο της Μπαμπέτ, μέχρι τη Μπίμπι Άντερσον και τους ηλικιωμένους κυρίους που τους υποδύονται ηθοποιοί από ταινίες του Καρλ Ντράγιερ, «πατέρα» του Δανέζικου και γενικά του υπερβατικού κινηματογράφου, φόρο τιμής στον οποίο αποτίει η «Γιορτή της Μπαμπέτ».