Τιέν Αν Μεν 1989

Ένα εκατομμύριο διαδηλωτές στο Πεκίνο την ώρα που ο Γκορμπατσόφ επισκεπτόταν την Κίνα

Το 1989 η Κίνα είχε κάνει τα πρώτα βήματα στη πορεία που θα την μετέτρεπε μια παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη. Εκείνη τη χρονιά η άρχουσα τάξη της Κίνας και το κράτος της θα αντιμετώπιζαν τη μεγαλύτερη πρόκληση στην εξουσία τους από το 1949. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το φάντασμα του κινήματος της Τιενανμέν – της αχανούς κεντρικής πλατείας του Πεκίνου- στοιχειώνει τη σκέψη της και επηρεάζει τις αποφάσεις της.

Πρόσφατα οι εικόνες από την ηρωική απεργία στα εργοστάσια της Γουε Γουεν έκαναν το γύρο του κόσμου. Μια μελέτη έχει καταγράψει 1.171 απεργίες από τα τέλη του 2011 μέχρι τα τέλη του 2013. Οι διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, για κάθε λογής ζήτημα μετριόνται σε χιλιάδες. Η ηγεσία του ΚΚΚ τρέμει στην ιδέα ότι αυτά τα αναρίθμητα ρυάκια αντίστασης θα γεννήσουν μια νέα Τιενανμέν.

Η ηγεσία του ΚΚΚ υπό τον Τενγκ Χσιάοπινγκ είχε αποφασίσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 να βάλει τον κινέζικο κρατικό καπιταλισμό στην παγκόσμια αγορά. Αυτό σήμαινε μια σειρά οικονομικές μεταρρυθμίσεις: από το περιορισμένο, αρχικά, άνοιγμα στις επενδύσεις δυτικών πολυεθνικών, μέχρι την κατάργηση μιας σειράς κρατικών ελέγχων στην αγροτική οικονομία.

Αυτή η πολιτική στέφθηκε με τέτοια επιτυχία που ξάφνιασε και τους εμπνευστές της. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας επιταχύνθηκαν, δυο και τρεις φορές γρηγορότερα από τις προβλέψεις. Η επιτυχία έφερε «υπερθέρμανση» της οικονομίας – εκτόξευση των τιμών, ιδιαίτερα των τροφίμων, και πληθωρισμό. Τα μέτρα για την αντιμετώπισή του έφεραν κλεισίματα και απολύσεις.

Η πρωτοβουλία για το κίνημα ήρθε από τα πανεπιστήμια. Άσχημες συνθήκες διαβίωσης και διδασκαλίας σε εστίες και αμφιθέατρα, καταπιεστικοί κανονισμοί, ιδεολογικές αναζητήσεις ήταν το εκρηκτικό μείγμα. Η αφορμή ήταν ο θάνατος του Χου Γιαομπάνκ, ενός «μεταρρυθμιστή» στην ανώτατη ηγεσία της Κίνας. Θεωρούνταν ως ο εμπνευστής της χαλάρωσης πολλών καταπιεστικών κανονισμών και νόμων – δίκαια ή άδικα δεν έχει σημασία. Τη μέρα της κηδείας του δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και άλλος κόσμος πήγε να τον τιμήσει στην πλατεία Τιενανμέν.

Η κυβέρνηση κατήγγειλε τους «αντεπαναστάτες φοιτητές». Απείλησε με καταστολή. Στις 28 Απρίλη περίπου 150.000 διαδηλωτές μπήκαν στην πλατεία. Οι μισοί, σύμφωνα με περιγραφές της εποχής, ήταν εργάτες που είχαν κατέβει από τα εργοστάσια και τα γιαπιά. Μια βδομάδα πριν, η αστυνομία είχε ξυλοκοπήσει άγρια φοιτητές και φοιτήτριες που έκαναν καθιστική διαμαρτυρία σε μια είσοδο του «Ζονγνκντατάι» της έδρας της κομματικής και κεντρικής ηγεσίας δίπλα στην περίφημη «Απαγορευμένη Πόλη» των παλιών αυτοκρατόρων. Η είδηση είχε κυκλοφορήσει σαν πυρκαγιά στους χώρους δουλειάς και είχε εξαγριώσει τους εργάτες.

Η διαδήλωση τέλειωσε με καλέσματα για πανεθνικές διαδηλώσεις στις 4 Μάη. Είναι μια μέρα με μεγάλη συμβολική σημασία: στις 4 Μάη 1919, οι φοιτητές του Πεκίνου έκαναν μεγάλες αντιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις που σημάδεψαν την αρχή της πρώτης Κινέζικης Επανάστασης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας είχε γεννηθεί μέσα από αυτό το κίνημα.

Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές πλημμύρισαν το κέντρο του Πεκίνου εκείνη τη μέρα, με διαδηλώσεις να γίνονται σε 400 πόλεις σε όλη τη χώρα.

Το καθεστώς μετά τις πρώτες απόπειρες καταστολής των «αντεπαναστατών φοιτητών», βρέθηκε διχασμένο για το τι θα κάνει στη συνέχεια. Όμως, και το φοιτητικό κίνημα είχε το ίδιο πρόβλημα – τι θα κάνουμε μετά;

Απεργία πείνας

Η επίσκεψη του Γκορμπατσόφ, Γενικού Γραμματέα του ΚΚΣΕ (η ΕΣΣΔ δεν είχε καταρρεύσει ακόμα) πρόσφερε ένα μέσο για την αναζωογόνηση του κινήματος. Στις 13 Μάη, 200 φοιτητές και φοιτήτριες ξεκίνησαν απεργία πείνας στην πλατεία Τιενανμέν, σύντομα έγιναν 1.000. Δίπλα τους κατασκήνωσαν χιλιάδες συμπαραστάτες –σε μια καλο-οργανωμένη κατάληψη με περιφρούρηση, φορτηγά με ντουντούκες για ομιλίες, σταθμούς πρώτων βοηθειών, συνεργεία καθαριότητας.

Θα ήταν η πρώτη επίσκεψη Ρώσου γενικού γραμματέα από το 1962, όταν ο Χρούτσεφ επισκέφτηκε τον Μάο. Το καθεστώς υπολόγιζε σε μια μεγάλη προπαγανδιστική επιτυχία, με τον Ντενγκ και τον Γκορμπατσόφ να χαιρετάνε τα ευτυχισμένα πλήθη στην πλατεία. Προφανώς δεν έγιναν έτσι τα πράγματα.

Ακόμα πιο σημαντικό ήταν η τεράστια ανταπόκριση που βρήκαν τα καλέσματα των απεργών πείνας. Μισό εκατομμύριο διαδήλωσαν στην πλατεία τη μέρα που κατέφτασε ο Γκορμπατσόφ, ένα εκατομμύριο την επόμενη. Το ανησυχητικό, για το καθεστώς, ήταν η αυξανόμενη συμμετοχή των εργατών στις διαδηλώσεις – κατέφταναν οργανωμένοι ανά εργοστάσιο ή μεγάλο εργοτάξιο. Μια άλλη πηγή ανησυχίας ήταν η εξάπλωση του κινήματος σε άλλες πόλεις – στην κεντρική πλατεία της Σαγκάης είχαν «κατασκηνώσει» τριάντα χιλιάδες διαδηλωτές.

Η απάντηση ήταν η κήρυξη του στρατιωτικού νόμου στις 19 Μάη. Ο στρατός άρχισε να κινείται στο Πεκίνο, πυροδοτώντας μια έκρηξη. Εκατομμύρια βγήκαν στους δρόμους – κάποιοι υπολογισμοί μιλάνε για πέντε εκατομμύρια, το μισό πληθυσμό της πόλης. Εκατοντάδες οδοφράγματα υψώθηκαν. Όχι για να σταματήσουν τα τανκς – δεν μπορούσαν – αλλά για να επιβραδύνουν τα πεζοπόρα τμήματα και να δώσουν τη δυνατότητα στους διαδηλωτές να συναδελφωθούν με τους φαντάρους. Αυτό κι έγινε σε πολλές περιπτώσεις.

Όπως περιέγραφε ένας αυτόπτης μάρτυρας: «Όλο το κέντρο της πόλης, σε απόσταση χιλιομέτρων σε κάθε κατεύθυνση, βρίσκεται υπό τον έλεγχο των φοιτητών και των εργατών. Παντού περνάνε φορτηγά με τις καρότσες τους γεμάτες φοιτητές και εργάτες… Κι όλοι τραγουδάνε τη Διεθνή, ξανά και ξανά».

Η πρώτη απόπειρα του καθεστώτος να καταστείλει το κίνημα είχε αποτύχει. Όμως, καμιά άρχουσα τάξη δεν παραιτείται με την πρώτη αποτυχία από την εξουσία.

“Πόσο μακριά θα φτάσουμε;”

Για το κίνημα συνέχιζε να τίθεται το ίδιο ερώτημα. Που, και πόσο μακριά θέλουμε να φτάσουμε; Τα «επίσημα» αιτήματα της ηγεσίας του περιλάμβαναν την απομάκρυνση κάποιων υπουργών, μέτρα κατά της διαφθοράς, κυβερνητική δήλωση που θα ζητάει συγγνώμη για την καταγγελία του κινήματος ως «αντεπαναστατικού».

Στα δυτικά ΜΜΕ προβαλλόταν συχνά ένα πρόχειρο ομοίωμα του Αγάλματος της Ελευθερίας που είχαν φτιάξει οι φοιτητές στην πλατεία. Η αλήθεια είναι ότι οι φοιτητές, ήθελαν δημοκρατία – όμως όσο ασαφής κι αν ήταν αυτή η έννοια στα μυαλά τους, οι ηγέτες της Δύσης είχανε πιο σαφή κριτήρια. Ο Έντουαρντ Χηθ, ο πρώην συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας δήλωσε ότι: «Αυτά που ζητάνε οι φοιτητές δεν ανταποκρίνονται στις δικές μας ιδέες περί δημοκρατίας».

«Μεταρρυθμιστές» και «παραδοσιακοί», «νέοι» και «γέροι» – όλες οι τάσεις και οι «φυλές» του καθεστώτος ενώνονταν απέναντι στην απειλή από τα κάτω. Κι η Δύση τους έκλεινε το μάτι: τελειώστε με κάποιο τρόπο με αυτή την ιστορία, έχουμε μπίζνες να κάνουμε!

Το κίνημα αποκτούσε κοινωνικό περιεχόμενο. Είναι αμέτρητες οι δηλώσεις ανώνυμων και επώνυμων εργατών που κατέγραφαν δημοσιογράφοι εκείνες τις μέρες. Ένας οδηγός λεωφορείων για παράδειγμα έλεγε: «Αυτοί οι τύποι εκεί πάνω δεν είναι κομμουνιστές. Είναι σαν τους παλιούς φεουδάρχες που φοβούνται το λαό και μας περιφρονούν».

Το Αυτόνομο Συνδικάτο Εργατών του Πεκίνου άρχισε να αναπτύσσεται εκείνες τις μέρες, η «γκονγκζιλιάν» (ομοσπονδία στα κινέζικα). Οι ιδρυτές του ήταν νέοι εργάτες από χαλυβουργίες, σιδηροδρόμους, οικοδομές. Σε μια προκήρυξή τους στις 17 Μάη κατάγγειλαν τα προνόμια της γραφειοκρατίας, τα πανάκριβα ταξιδάκια στο εξωτερικό για τις κουστωδίες της, με ερωτήσεις όπως «πόσα ξοδεύει ο Ντενγκ για το γήπεδο του γκολφ» ή πόσα είχε τσεπώσει ο γιόκας του από μίζες. Και η προκήρυξη διακήρυττε:

«Έχουμε υπολογίσει προσεκτικά, με βάση το Κεφάλαιο του Μαρξ, το ποσοστό εκμετάλλευσης των εργατών. Ανακαλύψαμε ότι οι “υπηρέτες του λαού” καταβροχθίζουν όλη την υπεραξία που παράγεται από τον ιδρώτα και το αίμα μας… Υπάρχουν μόνο δυο τάξεις: των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων. Η ιστορία δεν έχει πει ακόμα τη τελευταία της λέξη».

Το συνδικάτο εγκατέστησε το αρχηγείο του στην πλατεία, οργάνωσε ένα «εργατικό σώμα περιφρούρησης», για να τηρεί την τάξη και να προστατεύει τους φοιτητές και τέσσερις «ταξιαρχίες πρόθυμων να πεθάνουν» για την αντίσταση σε τυχόν επίθεση του στρατού και της αστυνομίας. Δεν ήταν λόγια του αέρα: αυτοί πράγματι πάλεψαν και έπεσαν σχεδόν μέχρι τον τελευταίο όταν ξεκίνησε η σφαγή.

Η ιδέα της γενικής απεργίας, που πρότεινε και το ανεξάρτητο συνδικάτο, άρχισε να συζητιέται πιο σοβαρά στους κόλπους της φοιτητικής ηγεσίας χωρίς να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα: οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν το κίνημα σαν μέσο πίεσης για μεταρρύθμιση του καθεστώτος, όχι για την ανατροπή του. Τελικά το καθεστώς δεν άφησε χρόνο για να ωριμάσουν αυτές οι προτάσεις και οι προβληματισμοί.

Το βράδυ της 3ης Ιούνη τα τανκς άρχισαν να συγκλίνουν προς την πλατεία, όπου έφτασαν τις πρώτες ώρες της 4ης Ιούνη. Το πρώτο φως της ημέρας αποκάλυψε εκατοντάδες καμένα οδοφράγματα, κι ανάμεσά τους καμένα τανκ και στρατιωτικά οχήματα. Η αντίσταση ήταν άγρια, αλλά τελικά κάμφθηκε.

Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα λουτρό αίματος. Εκατοντάδες εκτελέστηκαν, περίπου τριάντα χιλιάδες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. «Οι αγορές βγάζουν στεναγμό ανακούφισης καθώς ο Ντενγκ επικρατεί» έγραφε η Γουόλ Στρητ Τζέρναλ. Όπως, όμως, έγραφε η εργατική προκήρυξη εκείνο τον Μάη «η ιστορία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη» – δηλαδή η εργατική τάξη δεν έχει πει την τελευταία της λέξη.