Ο στρατηγός Πραϊούτ Τσαν-ότσα κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην Ταϊλάνδη στα τέλη Μάη, χωρίς να συζητήσει με τη μεταβατική κυβέρνηση, ούτε με οποιονδήποτε εκλεγμένο. Στρατεύματα κατέλαβαν όλους τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αναπτύχθηκαν επίσης στις μεγάλες διασταυρώσεις της πρωτεύουσας Μπανγκόκ.
Ο στρατός κάλεσε τους τοπικούς αξιωματούχους στα βορειανατολικά να δώσουν το παρών σε ένα στρατόπεδο. Τα βορειανατολικά αποτελούν σημαντική βάση για το δημοκρατικό κίνημα των Κόκκινων πουκάμισων. Ο Πραϊούτ ισχυρίζεται πως δεν πρόκειται για πραξικόπημα.
Αν ο στρατός ενδιαφερόταν πραγματικά να διασφαλίσει την ειρήνη, όπως λένε, θα είχαν δράσει εξίσου κατά των αντιδημοκρατικών συμμοριών που δρουν υπό την ηγεσία του Σουτέπ Ταουγκσουμπάν. Αυτές οι συμμορίες εισέβαλαν σε υπουργεία και χρησιμοποίησαν βία στους δρόμους ώστε να χτυπηθεί η αξιοπιστία των εκλογών του Φλεβάρη.
Με το που έγινε γνωστό το πραξικόπημα, ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις. Οργανώθηκαν κυρίως σε περιοχές της πρωτεύουσας Μπανγκόκ αλλά και στο Τσιανγκ Μάι και σε άλλες πόλεις. Τα πλήθη δεν υπάκουσαν στους στρατιώτες που τους έλεγαν να γυρίσουν σπίτια τους. Μεσόκοπες γυναίκες κατσάδιαζαν νεαρούς φαντάρους. Οι διαδηλώσεις ήταν αυθόρμητες αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ήταν και ανοργάνωτες. Εδώ και χρόνια οικοδομούνται δίκτυα βάσης από ακτιβιστές υπέρ της δημοκρατίας. Συμμετέχει απλός κόσμος της εργατικής τάξης, αν και όχι με την οργανωμένη μορφή των συνδικάτων. Όσο περισσότερο δυναμώνουν οι κινητοποιήσεις, τόσο περισσότερο αυτοί που παίρνουν μέρος ή παρακολουθούν το τι συμβαίνει, κερδίζουν αυτοπεποίθηση. Η επικοινωνία αυτών των δικτύων οργανώνεται κάποιες φορές μέσω των κοινωνικών δικτύων αλλά το στόμα με στόμα είναι επίσης πολύ σημαντικό. Η ελπίδα είναι ότι αυτό το κίνημα θα δυναμώσει και θα φτάσει στην οργανωμένη εργατική τάξη. Όμως κάτι τέτοιο χρειάζεται χρόνο. Κάποιες φορές είναι «δυο βήματα μπρος, ένα βήμα πίσω». Έχουν ήδη γίνει πολλές συλλήψεις και ο στρατός προσπαθεί να τσακίσει το κίνημα.
Οι διαδηλώσεις σπάνε μια σειρά μύθους. Πρώτον, η εξέγερση στην Μπανγκόκ δείχνει πως οι δημοκρατικές ιδέες και το κίνημα των «Κοκκινων πουκάμισων» έχουν επιρροή στην πρωτεύουσα. Μέχρι πρόσφατα τα ΜΜΕ θεωρούσαν δεδομένο πως τα Κόκκινα πουκάμισα είχαν συγκεντρωμένη την επιρροή τους μόνο στην ύπαιθρο.
Ο στρατός είναι σύμμαχος αυτών που θέλουν να καταστρέψουν τη δημοκρατία στην Ταϊλάνδη. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα καθώς η κυβέρνηση της Γινγκλούκ Σιναουάτρα κατεδαφιζόταν σταδιακά από τα δικαστήρια και οι εκλογές παρεμποδίζονταν από τραμπούκους. Τώρα, εκτιμάει πως οι φίλοι του έχουν δημιουργήσει αρκετό χάος ώστε να νομιμοποιείται η στρατιωτική παρέμβαση. Προκειται για ένα πραξικόπημα σε αργή κίνηση. Είναι το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα εδώ και οχτώ χρόνια και έρχεται σε συνέχεια τριών δικαστικών πραξικοπημάτων. Όλα μαζί δεν κατάφεραν μέχρι στιγμής να σταματήσουν την υποστήριξη στα λαϊκιστικά κόμματα που δημιούργησε ο Τακσίν Σιναουάτρα. Η αδερφή του υπήρξε η τελευταία εκλεγμένη πρωθυπουργός που ανατράπηκε.
Ο στρατηγός Πραϊούτ έχει βάψει τα χέρια του με αίμα. Πριν από τέσσερα χρόνια επέβλεπε τη δολοφονία 90 διαδηλωτών που ανήκαν στα Κόκκινα πουκάμισα, με πυροβολισμούς στη μέση του δρόμου.
Αυτοί που θελουν να αγνοούν το ρόλο των απλών ανθρώπων ισχυρίζονται ότι η κρίση είναι απλώς μια σύγκρουση στο εσωτερικό της ελίτ. Λένε πως ξέσπασε κυρίως λόγω του ζητήματος για το ποιος θα διαδεχθεί τον ηλικιωμένο βασιλιά ως αρχηγός του κράτους.
Ωστόσο, το κίνημα των Κόκκινων πουκάμισων, που δυνάμωσε μετά το πραξικόπημα του 2006, είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό κίνημα στην ταϊλανδική ιστορία. Ο βασιλιάς πάντα ήταν αδύναμος και δειλός. Ο στρατηγός Πραϊουτ, την ώρα που διέπραττε το τελευταίο πραξικόπημα, ούτε καν ισχυρίστηκε ότι έχει την εντολή ή την έγκριση του βασιλιά.
Η μακρόσυρτη κρίση στην Ταϊλάνδη είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στο συντηρητικό, πελατειακό τρόπο πολιτικής και σε έναν πιο σύγχρονο. Ο Τακσίν Σιναουάτρα, ένας δισεκατομμυριούχος πολιτικός, έκανε σοβαρές προσπάθειες να εκσυγχρονίσει τον ταϊλανδικό καπιταλισμό ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά του μετά την οικονομική κρίση του 1996 στην Ασία.
Υποστηρικτές του στρατού είναι μια βρόμικη συμμαχία που αποτελείται από το Δημοκρατικό Κόμμα, ολόκληρη τη συντηρητική ελίτ, τις μεσαίες τάξεις, τους περισσότερους πανεπιστημιακούς και ηγέτες ΜΚΟ. Ανάμεσά τους και ορισμένοι γραφειοκράτες συνδικαλιστές από τις κρατικές επιχειρήσεις, όπως η αεροπορική Thai, η εταιρεία ηλεκτρισμού και οι σιδηρόδρομοι.
Το πραξικόπημα θέλει να ανοίξει δρόμο για έναν μη εκλεγμένο «μεταβατικό» πρωθυπουργό που θα μπορούσε να μείνει στη θέση του για μήνες.
Θέλει επίσης να ανοίξει δρόμο για το μαγείρεμα της δημοκρατικής διαδικασίας ώστε μη εκλεγμένες δυνάμεις να μπορούν να ελέγχουν την οποιαδήποτε εκλεγμένη κυβέρνηση.
Αποτελεί τμήμα του περιορισμού της δημοκρατίας και φίμωσης των απλών αγροτών και εργατών που ψήφισαν το κόμμα του Τακσίν Σιναουάτρα και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των Κόκκινων Πουκάμισων.
Ο δρόμος για τη δημοκρατία θα ανοίξει πραγματικά όταν αρκετοί από τα Κόκκινα Πουκάμισα συνειδητοποιήσουν ότι το κόμμα του Τακσίν Σιναουάτρα και η ηγεσία του κινήματός τους δεν είναι διατεθειμένη να δώσουν αυτή τη μάχη.
Ο Τακσίν Σιναουάτρα είναι ένας δισεκατομμυριούχος που δεν θέλει να δώσει ανένδοτο αγώνα για τη δημοκρατία. Το χτίσιμο ενός ανεξάρτητου δημοκρατικού κινήματος βασισμένου στα Κόκκινα πουκάμισα με καθαρούς δεσμούς με την προοδευτική εργατική τάξη και την αγροτιά είναι ένα καθήκον που ήδη έχει καθυστερήσει πολύ.