Ιδέες
Η Λουίζ Μισέλ και η Κομμούνα

Κλείνουν φέτος 110 χρόνια από το θάνατο της Λουίζ Μισέλ, της πρωταγωνίστριας της Παρισινής Κομμούνας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι την είχαν συνοδέψει τότε, το Γενάρη του 1905, στην τελευταία της κατοικία στο νεκροταφείο Levallois-Perret του Παρισιού. Ήταν λογικό. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τη σφαγή της Κομμούνας, η Λουίζ Μισέλ συνέχιζε να είναι ένας ζωντανός θρύλος για τους εργάτες και τις εργάτριες σε ολόκληρο τον κόσμο.
 
Η Λουίζ Μισέλ γεννήθηκε το 1830 στο Βρονκούρ της ανατολικής Γαλλίας. Ήταν νόθο παιδί ενός αριστοκράτη και μιας καμαριέρας. Σπούδασε δασκάλα, αλλά αρνήθηκε να ορκιστεί “στο όνομα του αυτοκράτορα” κι έτσι αρχικά δεν κατάφερε να διοριστεί σε κάποιο δημόσιο σχολείο. Ασχολήθηκε ενεργά με τα δικαιώματα των γυναικών. Με ιδέες πιο κοντά στον αναρχισμό τον οποίο υιοθέτησε αργότερα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας το 1871 και υπήρξε αντιπρόσωπος της Μονμάρτρης στην Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων. Οργάνωσε ένα κινητό νοσοκομείο μόνο με γυναίκες που φρόντιζαν τους τραυματίες υπό τα πυρά των πολυβόλων. Αλλά δεν έμεινε εκεί.
 
Πολέμησε μέχρι και την τελευταία στιγμή τις δυνάμεις της αντεπανάστασης, μαζί με ένα Τάγμα Γυναικών, με το όπλο στο χέρι. “Εμείς οι γυναίκες του Παρισιού”, έγραφε η ίδια τότε, “θα δείξουμε στη Γαλλία και στον υπόλοιπο κόσμο, ότι αυτή τη στιγμή του υψίστου κινδύνου, την ώρα που η αντίδραση παραβιάζει τις πύλες, καταλαβαίνουμε πως τα αδέλφια μας δίνουν το αίμα και τη ζωή τους στα οδοφράγματα και τα τείχη του Παρισιού, για την υπεράσπιση της Κομμούνας, για την υπεράσπιση του λαού δηλαδή...”.

Ατρόμητη

Στο δικαστήριο στο οποίο οδηγήθηκε μετά τη σύλληψή της, η Λουίζ Μισέλ ήταν όχι μόνο ατρόμητη αλλά και προκλητική απέναντι στους δικαστές της. 
 
“Αν δεν είστε δειλοί, σκοτώστε με”, τους φώναζε. “Με κατηγορείτε ότι είμαι οπαδός της Κομμούνας. Ασφαλώς και είμαι! Γιατί η Κομμούνα ήθελε, πάνω απ’ όλα, την κοινωνική επανάσταση και η κοινωνική επανάσταση είναι η πιο ακριβή μου επιθυμία. Ακόμα περισσότερο, είναι τιμή για εμένα να ανήκω σε αυτούς που προώθησαν την Κομμούνα... Ανήκω ολοκληρωτικά στην κοινωνική επανάσταση. Αν με αφήσετε να ζήσω, δε θα πάψω να ζητάω εκδίκηση”.
 
Οι δικαστές δεν τόλμησαν να τη στείλουν στη λαιμητόμο. Αντί γι' αυτό την καταδίκασαν σε ισόβια εξορία στη Νέα Καληδονία, μια από τις μακρινές γαλλικές αποικίες. Εκεί συνδέθηκε με τον τοπικό πληθυσμό, του Κανάκ και στάθηκε στο πλευρό τους όταν συγκρούστηκαν με τους Γάλλους αποικιοκράτες. Το 1880 η γαλλική κυβέρνηση έδωσε γενική αμνηστία και η Λουίζ Μισέλ μπόρεσε να γυρίσει στη Γαλλία. Δεν έπαψε στιγμή “να ζητάει εκδίκηση” και να πρωτοστατεί σε κάθε επαναστατική δραστηριότητα στη Γαλλία, πράγμα που της κόστισε δεκάδες διώξεις, τέσσερις νέες φυλακίσεις και μια δολοφονική απόπειρα εναντίον της. Η “Κόκκινη Παρθένα”, όπως την αποκαλούσε ο λαός του Παρισιού, συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής της να παλεύει για την κοινωνική επανάσταση.
 
Η Παρισινή Κομμούνα του 1871, η “έφοδος στον ουρανό” όπως την αποκάλεσε ο Μαρξ, ήταν η πρώτη νικηφόρα εργατική επανάσταση στην ιστορία. Και έδειξε, στις μόλις 72 μέρες που άντεξε, το “χάσμα” που χωρίζει την αστική από την εργατική εξουσία.
H επανάσταση ήταν το αποτέλεσμα αλλεπάλληλων προδοσιών της γαλλικής αστικής τάξης. Ως σκληρή μοναρχία με αρχηγό για 18 χρόνια τον Λουδοβίκο Bοναπάρτη είχε την προηγούμενη χρονιά οδηγήσει τη χώρα στον γαλλοπρωσικό πόλεμο με χιλιάδες θύματα και αιχμαλώτους, φέρνοντας τους Πρώσους έξω από το Παρίσι. Αλλά και ως “δημοκρατία” -μετά την κατάρρευση της μοναρχίας το Σεπτέμβρη του 1870 και την άνοδο της συντηρητικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αδόλφο Θιέρσο- αποφάσισε να παραδώσει την πρωτεύουσα στον εχθρό για να αφοπλίσει τους εργάτες που την υπερασπίζονταν.
 
Η επιχείρηση αφοπλισμού κατέληξε σε φιάσκο: στις 18 Μάρτη του 1871 οι εργάτες αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα, οι στρατιώτες τα έστρεψαν ενάντια στους αξιωματικούς τους. Η κυβέρνηση κατέφυγε στις Βερσαλλίες παίρνοντας μαζί της όλο το πλούσιο Παρίσι. Όλοι αυτοί πίστευαν ότι χωρίς τους γραφειοκράτες του κρατικού μηχανισμού, χωρίς αστυνομία και αφεντικά, η πόλη θα κατέρρεε από την πείνα, τις αρρώστιες, τις ληστείες. Διαψεύστηκαν. Μέσα σε δυο μέρες όλα λειτουργούσαν ρολόι.
Στις 26 Μάρτη οι πολίτες του Παρισιού από τα είκοσι διαμερίσματα της πόλης εκλέξανε την Κομμούνα, ένα όργανο αυτοδιοίκησης, που, όπως έγραψε ο Μαρξ στον “Εμφύλιο Πόλεμο στην Γαλλία”, την εισήγηση στο Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς: “Το πραγματικό της μυστικό ήταν ότι αποτελούσε ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της παραγωγικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, την ανοιχτή, τελικά, πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας…”.
 
“Στρατηγείο” των εργατών και των εργατριών του Παρισιού έγινε το Δημαρχείο της πόλης. Εκεί, για 72 μέρες, γίνονταν οι συγκεντρώσεις και οι συνεδριάσεις, εκεί παίρνονταν οι αποφάσεις, γράφονταν και εκδίδονταν τα διατάγματα της νέας κυβέρνησης. Από εκεί ξεκινούσαν όλες οι εντολές για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα πάνω από 500 οδοφράγματα που είχαν στηθεί σε όλη την πόλη ενάντια στις δυνάμεις της αντίδρασης που οργάνωναν την αντεπανάσταση.
 
Η επανάσταση προσπάθησε να σαρώσει όλους τους μηχανισμούς του καταπιεστικού αστικού κράτους. Ο στρατός και η αστυνομία αντικαταστάθηκαν από εργατικές πολιτοφυλακές. Τα σύμβολα του παλιού καθεστώτος γκρεμίστηκαν. Η λαιμητόμος κάηκε, η στήλη του Βαντόμ (μια τεράστια μαρμάρινη κολόνα που δόξαζε τις νίκες του γαλλικού στρατού) κατεδαφίστηκε. Η εκκλησία χωρίστηκε από το κράτος, ενώ, σε μια πρωτοφανή ένδειξη διεθνισμού, ένας Γερμανός εργάτης διορίστηκε στη θέση του υπουργού Εργασίας -ενώ το Παρίσι εξακολουθούσε να είναι περικυκλωμένο από τα γερμανικά στρατεύματα.

Ανακλητοί αντιπρόσωποι

Η Κομμούνα συγκροτούνταν από αντιπροσώπους που εκλέγανε τα διαμερίσματα. Το σημαντικό δεν ήταν μόνο ότι ήταν εργάτες. Πληρώνονταν σαν εργάτες ενώ ήταν άμεσα ανακλητοί από τους εκλογείς τους. Η Κομμούνα ήταν και νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα. Οι εργάτες αποφάσιζαν μέσω των αντιπροσώπων τους και υλοποιούσαν τις αποφάσεις τους.
 
Τα μέτρα της Κομμούνας ήταν απλά και μονόπλευρα ταξικά. Οι αρτεργάτες διαδήλωσαν ενάντια στη νυχτερινή εργασία. Η Κομμούνα κατάργησε την νυχτερινή εργασία. Χιλιάδες ήταν οι άστεγοι. Η Κομμούνα φρόντισε να στεγαστούν όλοι, στα παλάτια και τα μέγαρα των πλουσίων που επίταξε. Δεκαεννιά στους είκοσι κατοίκους του Παρισιού ζούσαν στο νοίκι και εκατοντάδες χιλιάδες χρωστούσαν γιατί είχαν μείνει άνεργοι στη διάρκεια του πολέμου. Με ένα διάταγμα μόλις τριών γραμμών μετά από συζήτηση μικρότερης της μιας ώρας, η Κομμούνα έσβησε τα παλιά χρέη και έβαλε μορατόριουμ στα νέα.
 
Η Κομμούνα ήταν ένα πανηγύρι των καταπιεσμένων. Μια νέα κοινωνία γεννιόταν και μέσα σε αυτή οι άνθρωποι έβρισκαν ξανά την ατομικότητά τους, κάτι που η Λουίζ Μισέλ περιέγραφε πολύ γλαφυρά στις “Αναμνήσεις” της: “Ο κόσμος ήθελε να τα αγκαλιάσει όλα μεμιάς: τις τέχνες, τις επιστήμες, την λογοτεχνία, τις ανακαλύψεις. Η ζωή έβραζε. Όλοι βιάζονταν να ξεφύγουν απ’ τον παλιό κόσμο”.
 
 

Eρωτευμένη με την επανάσταση

 
“Ήμουνα ερωτευμένη με την επανάσταση”, έγραφε στις “Αναμνήσεις” της η Λουίζ Μισέλ. Δεν ήταν η μόνη. Οι γυναίκες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση της Παρισινής Κομμούνας. Από την πρώτη μέρα, όταν έβαλαν τα σώματά τους μπροστά στους στρατιώτες, καλώντας τους να στρέψουν τα όπλα στους αξιωματικούς τους. Μέχρι την τελευταία, συμμετέχοντας στις διάφορες τοπικές επιτροπές, εφοδιάζοντας τα οδοφράγματα με ρούχα και φαγητό, φροντίζοντας τους τραυματίες, φτιάχνοντας συχνά και κρατώντας μόνες τους, με το όπλο στο χέρι, γυναικεία οδοφράγματα.
 
Δεν ήταν μόνο ο Μαρξ που στον “Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία” έλεγε: “Οι γυναίκες του Παρισιού δίνουν χαρούμενα τη ζωή τους στα οδοφράγματα και στον τόπο της εκτέλεσης”. Την ίδια στιγμή, ο ανταποκριτής μιας αστικής εφημερίδας -εχθρικής στη Κομμούνα- έγραφε: “Έχω δει τρεις επαναστάσεις, αλλά σε καμιά οι γυναίκες δεν είχαν συμμετάσχει με τόση αποφασιστικότητα… Φαίνεται ότι θεωρούν αυτή την επανάσταση δικιά τους και την υπερασπίζουν σαν να υπερασπίζουν το δικό τους μέλλον”.
 
Στο δίτομο έργο του “Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871”, ο Λισαγκαρέ, ένας από τους αγωνιστές της Κομμούνας, περιγράφει το ρόλο των γυναικών ως εξής: “... δεν συγκρατούν τους άντρες τους, αντιθέτως, τους σπρώχνουν στη μάχη, τους πηγαίνουν στα χαρακώματα εσώρουχα και σούπα, όπως έκαναν όταν εκείνοι ήταν στη δουλειά. Πολλές μάλιστα δε θέλουν να επιστρέψουν, αλλά παίρνουν το τουφέκι. Στις 4 Απριλίου, στο ύψωμα του Σατιγιόν, αρχίζουν το τουφεκίδι -οι καντινιέρισσες, ντυμένες απλά, σαν εργάτριες [πεθαίνουν κατά δεκάδες]. Στις 3 Απριλίου, στο Μεντόν, στο 66ο, η πολίτισσα Λασέζ θα παραμείνει όλη μέρα στο πεδίο της μάχης, φροντίζοντας τους τραυματίες μόνη σχεδόν, χωρίς γιατρό.
 
Επιστρέφοντας, σημαίνουν προσκλητήριο. Έχοντας σχηματίσει μια επιτροπή στο δημαρχείο του 10ου, τοιχοκολλούν συγκινητικές αφίσες: «Πρέπει να νικήσουμε ή να πεθάνουμε. Εσείς που λέτε ‘τι σημασία έχει ο θρίαμβος της Υπόθεσής μας αν πρέπει να χάσω αυτούς που αγαπώ', μάθετε πως ο μόνος τρόπος για να τους σώσετε είναι να ριχτείτε στον αγώνα». Προσφέρουν τον εαυτό τους στην Κομμούνα, ζητούν όπλα, θέσεις μάχης και αγανακτούν με τους άνανδρους”.
 
Η Διεθνής Ημέρα Γυναικών στις 8 Μάρτη καθιερώθηκε για να τιμήσει και τις γυναίκες της Παρισινής Κομμούνας.