Αντιρατσιστικό κίνημα
21 Μάρτη: Ιθαγένεια για όλα τα παιδιά
Διαδήλωση για την ιθαγένεια, 30 Μάρτη 2013
Η απόκτηση ιθαγένειας για 200.000 παιδιά, μετανάστες δεύτερης γενιάς έχει πρακτικά σταματήσει: 3.103 άτομα πήραν ιθαγένεια για λόγους γέννησης ή φοίτησης στην Ελλάδα το 2011, 5.542 το 2012, και μόλις 928 το 2013 - οπότε το ΣτΕ και ο Σαμαράς σταμάτησαν την χορήγηση, έστω και με το σταγονόμετρο, που έδινε ο νόμος Ραγκούση.
Μια από τις βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι η άμεση κατάθεση νομοσχεδίου που θα δίνει ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά. Πρόσφατα η υπουργός Μετανάστευσης T. Χριστοδουλοπούλου δήλωσε ότι θα υπάρξει διαβούλευση πριν κατατεθεί ο νόμος και ότι «ελπίζει σύντομα να έρθει στη Βουλή».
Δήλωσε επίσης ότι «θα λάβουμε υπόψη σοβαρά την απόφαση του ΣτΕ, γιατί δεν θέλουμε να νομοθετήσουμε στον “αέρα”. Θα λάβουμε επίσης υπόψη και το νομοσχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και το νομοσχέδιο που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα από διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, θα καταρτίσουμε το νομοσχέδιο και θα το εμφανίσουμε στη Βουλή».
Όμως, η απόφαση του ΣτΕ, όπως και το νομοσχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση Σαμαρά το Νοέμβρη του 2014 (και ευτυχώς δεν έφτασε ποτέ στην Βουλή) κινούνται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση της «ιθαγένειας για όλα τα παιδιά». Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, για την ακρίβεια ακόμη δεξιότερα, κινείται και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Καμμένος που δεν δέχεται ιθαγένεια για τη δεύτερη γενιά μεταναστών, αλλά μόνο για την …3η γενιά, και αυτή με προϋποθέσεις.
Η «διαβούλευση» με τους αντιδραστικούς θεσμούς και τα αντιδραστικά κόμματα δεν πρέπει να σημάνει ούτε την αναβολή επ’ αόριστον στις «καλένδες» ούτε ένα νομοσχέδιο προϊόν συμβιβασμών και υποχωρήσεων, τύπου Ραγκούση, που μέσα από όρους και προϋποθέσεις θα στερεί το δικαίωμα στην ιθαγένεια.
Ήδη σε συνέντευξή της στην Καθημερινή η υπουργός Μετανάστευσης φάνηκε να υιοθετεί μια από τις βασικές ιδέες του νομοσχέδιου του Σαμαρά, την αναδρομικότητα, δηλώνοντας ότι «τα παιδιά αφού φοιτήσουν σε ελληνικό σχολείο θα παίρνουν την ιθαγένεια αναδρομικά. Θέλουμε να αποφύγουμε την τουριστική ιθαγένεια, δηλαδή να αποκτά ένα παιδί ιθαγένεια και μετά να γυρίζει στην πατρίδα του και να την επικαλείται όποτε χρειαστεί».
Για την Αριστερά, η απόκτηση του δικαιώματος στην ιθαγένεια (δηλαδή της υπηκοότητας) δεν κρίνεται με «εθνικούς όρους», δηλαδή πόσο «μετέχουν της ελληνικής παιδείας» ή αν θα επιλέξουν να μείνουν στην Ελλάδα. (Αλήθεια, με την «λογική» της υπουργού Μετανάστευσης μήπως θα έπρεπε να κόβεται η ιθαγένεια και στα παιδιά των ντόπιων που εγκαταλείπουν τη χώρα για να πάνε να ζήσουν μετανάστες στο εξωτερικό;)
Κρίνεται με βάση την απόκτηση του δικαιώματος όλων των παιδιών μεταναστών που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε αυτή την χώρα να έχουν ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα με τα παιδιά των ντόπιων που μεγαλώνουν μαζί τους και δίπλα τους.
Η ιθαγένεια μπορεί να είναι ένα κατεξοχήν αστικό πολιτικό δικαίωμα, όμως αφορά σε ποσοστό σχεδόν 100% τα παιδιά της εργατικής τάξης. Οι δικαιούχοι της ιθαγένειας δεν είναι άλλοι από τα παιδιά των μεταναστών εργατών που δούλεψαν και δουλεύουν εξοντωτικά στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια.
Η εργατική τάξη και τα συνδικάτα, το φοιτητικό και μαθητικό κίνημα, σύσσωμη η Αριστερά οφείλει και πρέπει να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή της μάχης για την υπεράσπιση του πολυεθνικού χαρακτήρα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και της διεθνιστικής προοπτικής αυτής της τάξης. Για χορήγηση ιθαγένειας σε όλα τα παιδιά χωρίς όρους και προϋποθέσεις, σήμερα και σίγουρα όχι αναδρομικά.
Χωρίς προϋποθέσεις
Το ελληνικό κράτος ήταν το ίδιο μοχθηρό απέναντι στα παιδιά των μεταναστών, όσο ήταν και με τους γονείς τους.
Μέχρι τα προεδρικά διατάγματα για την διαδικασία νομιμοποίησης των μεταναστών το 1997, τα παιδιά των μεταναστών θεωρούνται παράνομα και απελαύνονται μαζί με τους γονείς τους.
Όλα αυτά τα χρόνια με εγκυκλίους και υπουργικές αποφάσεις το ελληνικό κράτος απαιτεί από τους καθηγητές να μην κάνουν δεκτούς τους μετανάστες μαθητές στα σχολεία και να καλούν την αστυνομία. Τα ίδιο ακριβώς ζητάνε από τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, όσον αφορά τις υγειονομικές τους ανάγκες.
Με αποφάσεις τους τα συνδικάτα στην Παιδεία και την Υγεία αρνούνται να εφαρμόσουν αυτές τις αποφάσεις και επιβάλλουν στην πράξη –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- ότι τα παιδιά και οι γονείς τους γίνονται δεκτά.
Η νομιμοποίηση χιλιάδων μεταναστών και των οικογενειών τους από το 1997 σημαίνει ότι τα παιδιά των μεταναστών μπορούν να έχουν και «νόμιμα» πλέον δικαίωμα στην μόρφωση. Παρόλο που και οι νέοι νόμοι αποκλείουν τα παιδιά που οι γονείς τους δεν πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις νομιμοποίησης, στην πράξη το εκπαιδευτικό κίνημα απαιτεί και πετυχαίνει την πρόσβαση στην δημόσια εκπαίδευση και για αυτά.
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000, τα παιδιά που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήρθαν μαζί με τους γονείς στην Ελλάδα, αλλά και όσα γεννήθηκαν εδώ τα χρόνια που ακολούθησαν, αρχίζουν σταδιακά να ενηλικιώνονται. Και να ανεβαίνουν τον δικό τους Γολγοθά.
Σύμφωνα με την τότε επικρατούσα νομοθεσία, κλείνοντας τα 18 έτη, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς θα πρέπει να πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τους γονείς τους, αλλιώς κρίνονται “παράνομοι”. Σε συνέντευξη που έδωσε πέρσι στην Εργατική Αλληλεγγύη ο Mc Yinka καλλιτέχνης, μετανάστης δεύτερης γενιάς περιγράφει με ζοφερά χρώματα την δική του εμπειρία:
«Γεννήθηκα στην Ελλάδα το 1981 και μεγάλωσα στα Πατήσια. Στα τέλη της δεκαετίας του '90, εκείνη την περίοδο που έγιναν οι μαζικές νομιμοποιήσεις, οι γονείς μου έκαναν την κίνηση να μπούνε στο νέο νομοθετικό πλαίσιο για τους μετανάστες. Εγώ μεγαλώνοντας, πίστευα ότι εφόσον έχω γεννηθεί εδώ πέρα, δεν έχω σχέση με όλο αυτό το πράγμα, θεωρούσα ότι είμαι αυτόματα Έλληνας, το θεωρούσαμε αυτονόητο αυτό.
Αλλά μετά καταλαβαίνεις ότι δεν είναι αυτονόητο. Ύστερα από πέντε-έξι χρόνια μετέωρος που δεν μπορούσα να μπω σε μια διαδικασία να νομιμοποιηθώ -εγώ “κρυβόμουνα”, τον αδελφό μου κόντεψαν να τον απελάσουν- καταφέραμε τελικά με τα χίλια ζόρια να μπούμε σε μια διευθέτηση, ξεκινήσαμε μια ολόκληρη διαδικασία, μαζεύοντας χαρτιά από παντού για να αποδείξουμε ότι είμαστε εδώ όλα αυτά τα χρόνια για να μπούμε σε καθεστώς οικονομικού μετανάστη, όλα αυτά το 2004. Και έκτοτε τρέχουμε για άδειες διαμονής, ανανέωση, ένσημα, δεν σου φτάνουν αυτά τα ένσημα, η άδεια διαμονής βγαίνει ληγμένη, μπερδέματα, γραφειοκρατία, άγχος, μια αποστροφή προς το όλο θέμα».
Το ίδιο διάστημα συνδικάτα, κοινότητες μεταναστών και αντιρατσιστικές οργανώσεις απαιτούν «όχι στον ρατσισμό από την κούνια» απαιτώντας αυτονόητα πράγματα όπως να εκδίδεται πιστοποιητικό γέννησης από τους Δήμους για τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα. Το 2009 δίνεται στα παιδιά μεταναστών αρχικά πεντάχρονη άδεια διαμονής που μπορούσε μετά να γίνει αορίστου χρόνου και έτσι τα παιδιά μπαίνουν σε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος.
Με το σταγονόμετρο
Στις 26 Γενάρη του 2010 οι κινητοποιήσεις για την ιθαγένεια κορυφώνονται με ένα μεγάλο συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας που απαιτεί ιθαγένεια για όλα τα παιδιά χωρίς όρους και προϋποθέσεις, όπως αυτούς που υποστήριζε στις εξαγγελίες της η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο νόμος Ραγκούση, που τελικά ψηφίστηκε τον Μάρτη του 2010, έδωσε ιθαγένεια με το σταγονόμετρο.
Αυτό συνέβη λόγω των πολλαπλών προϋποθέσεων-εμποδίων, όπως το παράβολο 700 ευρώ ή η απαιτούμενη νομιμότητα και των δύο γονέων, που μάλιστα στην περίπτωση της γεννήσεως προέβλεπε να είναι συνεχούς πενταετούς διάρκειας. Λόγω κρίσης πολλοί μετανάστες είτε είχαν εκπέσει της νομιμότητας εξαιτίας της αδυναμίας τους να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα, είτε αδυνατούσαν να πληρώσουν παράβολο ίσο με ενάμισι μισθό -και πολλαπλάσιο αν είχαν πάνω από ένα παιδί.
Η προϋπόθεση του νόμου που για την υποβολή της αίτησης απαιτούσε από τους γονείς νόμιμη άδεια παραμονής σε ισχύ σήμανε τη στέρηση του δικαιώματος ιθαγένειας για δεκάδες χιλιάδες παιδιά. Έτσι, με το νόμο Ραγκούση από ένα σύνολο 200.000 μεταναστών δεύτερης γενιάς κατάφεραν να πάρουν τελικά ιθαγένεια λίγα παραπάνω από 6.000 παιδιά.
Η απόφαση του ΣτΕ να βγάλει το 2011 αντισυνταγματικό το νόμο Ραγκούση ήταν ένα νέο ρατσιστικό πισωγύρισμα. Η ορολογία που χρησιμοποίησε η πλειοψηφία του Δικαστηρίου για την αιτιολόγηση της απόφασης (ότι «τα έθνη δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι ούτε δημιουργήματα εφήμερα») αλλά και η επιχειρηματολογία ότι οι νόμιμοι μετανάστες είναι στην πραγματικότητα λαθραίοι καθότι “νομιμοποιήθηκαν εκ των υστέρων” είναι μια ακόμα απόδειξη του θεσμοθετημένου ρατσισμού του ελληνικού κράτους.
Ο νέος μεταναστευτικός κώδικας που ψηφίστηκε το 2014 έφερε τα παιδιά δεύτερης γενιάς πίσω στο καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος» προβλέποντας δύο διαδοχικές πεντάχρονες άδειες παραμονής, και υποκριτικά δίνοντάς τους τη «δυνατότητα» να αιτηθούν δικαίωμα στην ιθαγένεια στα 18 τους χρόνια. Πρακτικά για ένα παιδί δεύτερης γενιάς που γεννήθηκε πχ. το 1999 στην Ελλάδα, σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένει μέχρι το 2017 για να κάνει αίτηση και μετά να περιμένει μέχρι το 2027…