Οικονομία
Mπορούμε να φύγουμε από το Ευρώ;

Διαδήλωση στη ΔΕΘ, Σεπτέμβρης 2014

Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο δίμηνο έδειξε ότι για να απαλλαχτεί η ελληνική οικονομία από το βάρος του δημοσίου χρέους χρειάζεται σύγκρουση με την ευρωζώνη, αφού μέσα στην ευρωζώνη δεν υπάρχουν περιθώρια να σπάσει η λιτότητα.
 
“Όμως η έξοδος από το ευρώ δε θα  οδηγήσει σε κοινωνική καταστροφή”; είναι το ερώτημα που επανέρχεται συνεχώς.
 
Η εικόνα της οικονομίας ως σύνολο είναι ότι το εισόδημα που δημιουργήσαμε (μέσα από τα προϊόντα που εγχωρίως παράξαμε) μέσα στο 2014 ήταν στα 185 δις ευρώ. 135 δις ευρώ ήταν το εισόδημα που χρησιμοποιήσαμε (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, κυβέρνηση) για να αγοράσουμε  μέρος της εγχώριας παραγωγής μας και άλλα 50 δις είναι το εισόδημα που έρχεται από το εξωτερικό για να πληρωθεί η υπόλοιπη εγχώρια παραγωγή μας (τα αγαθά που εξάγουμε). 
 
 Επίσης 50 περίπου δις είναι το εισόδημα που ξοδεύουμε για τις εισαγωγές που κάνουμε. 
 
 Δηλαδή το εισόδημα από τις εξαγωγές (σε ευρώ, δολάρια, άλλα ξένα νομίσματα) καλύπτει την αξία των σημερινών εισαγόμενων αγαθών. Και αυτό δεν αλλάζει με την αλλαγή του εγχώριου νομίσματος. Όπως π.χ. σήμερα μπορούμε χωρίς εξωτερικό δανεισμό να ψωνίζουμε τις σημερινές εισαγόμενες ποσότητες πετρελαίου, φαρμάκων, τεχνολογικού εξοπλισμού, καταναλωτικών αγαθών, την ίδια δυνατότητα θα έχουμε και στην περίπτωση εξόδου από το ευρώ και αλλαγής νομίσματος -επιστροφής στη δραχμή. Θα συνεχίσουμε να παράγουμε τα ίδια αγαθά προς εξαγωγή και συνεπώς θα συνεχίσουμε να εισπράττουμε τα 50 δις ευρώ από το εξωτερικό και να καλύπτουμε τα 50 δις ευρώ που κοστίζουν οι εισαγωγές μας. 
 
Πίεση
 
 Όταν δεν υπάρχουν εμπορικά ελλείμματα δεν υπάρχει πίεση για υποτίμηση προκειμένου να ακριβύνουν τα εισαγόμενα και να φτηνύνουν τα εξαγόμενα. 
 
 Μπορεί να επιλέξουμε την αναλογία 1 ευρώ=1 δρχ. Οι μισθοί και οι τιμές των προϊόντων, αλλά και τα δάνεια και οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα μετατραπούν σε ισόποσες αξίες δρχ. 
 
Τα χρέη προς το ευρωσύστημα (δημόσιο χρέος, ρευστότητα από ELA) θα διαγραφούν μονομερώς. Ο δανεισμός από το εξωτερικό επιχειρήσεων και τραπεζών θα μετατραπεί σε εθνικό νόμισμα.
 
Τα σημερινά ευρώ θα παρακρατηθούν από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και θα χρησιμοποιηθούν για να πληρωθούν τα εισαγόμενα προϊόντα μέχρι να γυρίσει η πρώτη χρονιά και να υπάρξει κανονικότητα στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Μέσα στη χώρα, με νόμο, οι ανταλλαγές θα γίνονται σε δραχμές, ο κόσμος δε θα αργήσει να προσαρμοστεί, άλλωστε πριν 15 χρόνια έτσι συναλλάσσονταν. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο φόβος της υποτίμησης του νέου νομίσματος, που μπορεί να εξηγηθεί ότι δεν είναι πραγματικός κίνδυνος, δεν προκύπτει από την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, είναι φόβος.
 
 Αλλά δεν υπάρχουν άλλες δυνάμεις που θα επιδιώξουν υποτίμηση για να κερδοσκοπήσουν;
 
 Θα πρέπει να υπάρχουν έλεγχοι στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων για να μην αυξήσουν τις τιμές οι εισαγωγείς και πάμε σε ένα κύμα πληθωρισμού, αλλά να περιοριστούν οι εισαγωγείς στις τιμές που προκύπτουν από την επίσημη ισοτιμία του νέου νομίσματος. Όσοι έμποροι προχωρήσουν σε απόκρυψη των εμπορευμάτων για να αυξηθούν οι τιμές των προϊόντων, δηλ. σε μαύρη αγορά, θα πρέπει να απαλλοτριώνονται και να περνάει ο έλεγχος στους εργαζόμενους των επιχειρήσεων. 
 
 Θα υπάρχει επίσης καθ’ όλη την περίοδο μετάβασης, έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα προς τράπεζες του εξωτερικού για να αποφευχθεί το «bank run» (πριν τη μετάβαση). Τα ρευστά διαθέσιμα σε ευρώ χρειάζονται για την κάλυψη των εισαγωγών μέχρι να ομαλοποιηθούν τα έσοδα από τις εξαγωγές. Το κράτος μπορεί να απαγορεύσει τις κερδοσκοπικές εκροές καταθέσεων που ποντάρουν στην μελλοντική υποτίμηση.
 
 Συμπερασματικά, η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ο εργατικός έλεγχος σε όλες τις  τράπεζες, αλλά και στις επιχειρήσεις που επιδιώκουν ένα καθεστώς μαύρης αγοράς για να κερδοσκοπήσουν, μπορούν να λύσουν τα προβλήματα που δημιουργεί η έξοδος από το ευρώ, δηλ. να αποφύγουμε την υποτίμηση της δραχμής, που φέρνει τη μείωση στην αγοραστική δύναμη χωρίς να διασφαλίζει την απασχόληση και την ανάπτυξη.
 
Επιχείρημα
 
Όσοι είναι υπέρ της υποτίμησης του νέου νομίσματος, την ανταγωνιστική υποτίμηση, χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι έτσι θα επιτύχουμε μεγέθυνση και απασχόληση, αφού θα υποκαταστήσουμε με τα φτηνά μας προϊόντα τα ακριβά εισαγόμενα, αλλά θα πουλάμε και στο εξωτερικό περισσότερα, επίσης γιατί θα είναι φθηνότερα. 
 
Είναι λάθος να βάζει η αριστερά τέτοιες πολιτικές. Αν όλοι φροντίζουν να πουλάνε στους άλλους, αν δεν μπορούν τα εισοδήματά τους να απορροφήσουν την παραγωγή τους, τότε θα πρέπει να βρεθούν κάποιοι από άλλο πλανήτη για να αγοράσουν τα προϊόντα όλων. 
 
Άλλωστε δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η υποτίμηση του νομίσματος θα επιτύχει. Τον έλεγχο των τιμών τον έχουν οι Έλληνες καπιταλιστές, οι οποίοι έδειξαν την περίοδο της εσωτερικής υποτίμησης ότι δεν είναι διατεθειμένοι να ρίξουν τις τιμές παρά το γεγονός ότι έπεσαν οι μισθοί. Και σε συνθήκες ονομαστικής υποτίμησης το πιο πιθανό είναι ότι θα ανεβάσουν τις τιμές των προϊόντων σε δραχμές για να μη χάσουν σε διεθνή αξία από τις ανταλλαγές των προϊόντων τους. Τελικά χαμένοι θα είναι μόνο οι εργαζόμενοι που θα αγοράζουν λιγότερα προϊόντα από αυτά που μπορούν να αγοράσουν σήμερα.
 
Ακόμη όμως κι αν πετύχει η ονομαστική υποτίμηση σε μια χώρα, σε βάρος της αγοραστικής δύναμης της εργατικής τάξης, θα ακυρωθεί η επιτυχία μόλις οι άλλες χώρες κάνουν το ίδιο, ενώ οι εργαζόμενοι θα έχουν μπει σε ένα ανταγωνιστικό αγώνα δρόμου, χωρίς τέλος, σηκώνοντας «αναγκαστικά» το λάβαρο του εθνικισμού, όχι του εργατικού διεθνισμού.
 
Η λύση δεν είναι η ανταγωνιστική υποτίμηση για τους εργαζόμενους στην περιφέρεια της Ευρώπης, στην Ευρώπη και τον κόσμο, γιατί οδηγεί σε φτωχοποίηση, ύφεση και διαίρεση.
 
 Η αύξηση των μισθών και των δημοσίων επενδύσεων μπορεί να δημιουργήσει αύξηση της ζήτησης και μεγάλη αύξηση της παραγωγής. Οι δαπάνες που μπορούν να γίνουν αν η μηχανή της τράπεζας της Ελλάδας αρχίσει να δουλεύει, δανείζοντας από το τίποτα, όπως άλλωστε κάνει κι ο Ντράγκι στο ευρωσύστημα, θα δημιουργήσουν αντίστοιχη παραγωγή και απασχόληση, άρα τα αντίστοιχα εισοδήματα, που με τη σειρά τους θα γίνουν νέες δαπάνες σε ένα επόμενο κύκλο παραγωγής και απασχόλησης. 
 
 Παραμένει στην παραπάνω κευνσιανή συλλογιστική το επόμενο μεγάλο πρόβλημα. Όποια μηχανή και να πάρει μπροστά, είτε του Ντράγκι, είτε της Τράπεζας της Ελλάδας που θα δανείσει δραχμές επενδύοντας στα μελλοντικά εισοδήματα που θα προέλθουν από τη μελλοντική παραγωγή και τελικά θα κλείσουν και τα ανοίγματα της Τράπεζας της Ελλάδας ή των αρχικών  κρατικών ελλειμμάτων, δεν διασφαλίζει την αύξηση της παραγωγής που προβλέπουν οι πολλαπλασιαστές του Κέυνς. 
 
Προϊόν
 
 Η διάθεση για μεγαλύτερη παραγωγή στον καπιταλισμό έχει σαν προϋπόθεση την εξασφάλιση της κερδοφορίας, που όμως είναι ακόμη χαμηλά, παρά τις επιθέσεις στους μισθούς, μέσα από την προηγούμενη διαδικασία της μείωσης της ζωντανής εργασίας ως προς το συσσωρευμένο κεφάλαιο που χρησιμοποιεί αυτή η εργασία για να παράγει το ετήσιο προϊόν. 
 
Η μείωση της κερδοφορίας και η επενδυτική απεργία που συνεπάγεται, είναι  ουσιαστικά το αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα από την προηγούμενη σωρευτική επένδυση σε νεκρή εργασία. Αυτόν το στόχο επιδιώκει ο κάθε καπιταλιστής μέσα από την ανταγωνιστική του σχέση με τους άλλους καπιταλιστές και τελικά αποδεικνύεται η αχίλλειος πτέρνα του συστήματος, η ρίζα της ύφεσης και των αποτυχιών του χρηματοπιστωτικού τομέα και τελικά και της κρατικής χρεοκοπίας.
 
Οι πολλαπλασιαστές δεν δουλεύουν όταν αυτή η προϋπόθεση δεν ισχύει. Χρειάζεται εργατικός έλεγχος στο σύνολο της παραγωγής, εκεί που παίρνονται οι σημαντικές αποφάσεις για επενδύσεις για να παρακάμψουμε το φρένο της επενδυτικής απεργίας και να περάσουμε σε μια πολιτική αύξησης της παραγωγής μέχρι την πλήρη απασχόληση. Χρειάζεται μια συνολική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης υπέρ των εργατών που έχει όριο μια άλλη κοινωνία, σοσιαλιστική στην οικονομία και στους θεσμούς.
Γιάννης Θεοχάρης,
αντιπρόεδρος Σωματείου 
Εργαζομένων Ιντρακόμ