Θεωρία
Γιατί να διαβάσουμε - Τρότσκι: Λογοτεχνία και Επανάσταση
Το βιβλίο του Λέοντα Τρότσκι “Λογοτεχνία και Επανάσταση”, όταν πρωτοεκδόθηκε μετά την επικράτηση της επανάστασης, το 1922-23, δημιούργησε ένα τεράστιο κύμα συζητήσεων. Φαντάζει περίεργο, πώς είναι δυνατόν ο ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού, και ένας από τους οργανωτές των τεράστιων αναγκαίων οικονομικών και πολιτικών αλλαγών για την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας να καταπιάνεται με τα ζητήματα της τέχνης και της κουλτούρας.
Ωστόσο σήμερα είναι πιο προφανές από ποτέ πως ο Τρότσκι καταλάβαινε ότι η επανάσταση στη Ρωσία δεν μπορούσε να κριθεί μόνο με τους όρους της οικονομίας και της πολιτικής, αλλά έπρεπε να κατανοηθεί σαν μια συνολικότερη αλλαγή σε όλα τα πεδία της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής.
Μέσα στις επαναστατικές συνθήκες η συζήτηση για την τέχνη αντικατόπτριζε όλες τις αντιφάσεις της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας. Καινούργια λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, μέσα από νέες πρωτόγνωρες μορφές, αναζητούσαν να επαναπροσδιορίσουν την τέχνη σε σχέση με τα γιγάντιο ιστορικό γεγονός. Ο Τρότσκι προσπάθησε και σε αυτή τη συγκυρία να εξοπλίσει τους επαναστάτες με την ανάπτυξη της θεωρίας και της πράξης του Μαρξισμού που θα περιλάμβανε και την αντιμετώπιση των νέων αυτών φαινομένων της μετεπαναστατικής περιόδου και την πολιτιστική πολιτική σαν μέρος της όλης επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής.
Ξεκινώντας με την διεισδυτική ανάλυση και την παρουσίαση των ρευμάτων της τέχνης τόσο στην προεπαναστατική περίοδο, κατά την διάρκεια της επανάστασης αλλά και μετά ο Τρότσκι προσπαθεί να δείξει τη σχέση του καλλιτέχνη με το δημιούργημά του αλλά και της τέχνης με την κοινωνία συνολικά και φυσικά με την επαναστατική διαδικασία.
Ο Τρότσκι δεν δέχεται πως ένα έργο τέχνης είναι απλά θέμα της φαντασίας και του ταλέντου κάποιου ατόμου. Αντιθέτως εξηγεί διεξοδικά πως “η ατομικότητα του καλλιτέχνη είναι μια εσωτερική συγχώνευση παροδικών και θεσμοθετημένων στοιχείων που υπάρχουν στη φυλή, στο έθνος, στην τάξη” και πως τελικά η μοναδικότητα ενός έργου “εκφράζεται στο μοναδικό χαρακτήρα αυτής της συγχώνευσης”. Ταυτόχρονα ο Τρότσκι βάζει στο προσκήνιο και τον αναγνώστη/θεατή. Όπως δηλαδή ο καλλιτέχνης είναι μια συγχώνευση διαφορετικών στοιχείων, έτσι και ο θεατής “διαβάζει” ένα έργο σύμφωνα με τη δική του “συγχώνευση”, ίσως όχι εκφρασμένη καλλιτεχνικά ή επιλεκτική όπως του δημιουργού, αλλά παρόλα αυτά μοναδική. “Έτσι μπορεί να φανεί πως αυτό που λειτουργεί σαν γέφυρα δεν είναι το μοναδικό αλλά το κοινό”.
Ακριβώς λοιπόν γιατί ένα έργο τέχνης είναι ένα κοινωνικό προϊόν χρειάζεται να το βλέπουμε και να το διαβάζουμε σύμφωνα με τις συγκεκριμένες υλικές συνθήκες που υπήρχαν κατά την διάρκεια της δημιουργίας του.
Χρησιμοποιώντας -με αυτόν τον απίστευτα δημιουργικό λόγο του- συνεχή παραδείγματα ο Τρόσκι εξηγεί ότι οι κοινωνικές αλλαγές σπρώχνουν στην αλλαγή και των παλιών μορφών τέχνης που μετασχηματίζονται σε νέες.
“Η τέχνη, άμεσα ή έμμεσα, αντανακλά τη ζωή των ανθρώπων που κάνουν ή ζουν τα γεγονότα. Αυτό αληθεύει για όλες τις τέχνες, από την πιο μνημειακή ως την πιο εσώτερη. Αν η φύση, ο ερωτάς ή η φιλία δε συνδεόταν με το κοινωνικό πνεύμα μιας εποχής, η λυρική ποίηση θα είχε από καιρό πάψει να υπάρχει. Μια βαθιά ανατροπή στην ιστορία, τραντάζει την ατομικότητα, τοποθετεί την αντίληψη των βασικών θεμάτων της λυρικής ποίησης κάτω από καινούργιο πρίσμα και σώζει έτσι την τέχνη από μιαν αιώνια επανάληψη”.
Νόμοι της Τέχνης
Αυτό που εξηγεί είναι πως μπορεί η τέχνη να είναι προϊόν κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας όμως αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αντανακλά απαραίτητα, άμεσα και ορατά τις ανάγκες της ταξικής πάλης. “¨Ένα έργο”, τονίζει ο Τρότσκι, “πρέπει να κρίνεται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους, δηλαδή με τους νόμους της τέχνης”. Με αυτό τον τρόπο ο Τρότσκι προσπαθεί να αντιπαρατεθεί με τις ιδέες που ήθελαν την εξαφάνιση της παλιάς τέχνης ως τέχνης αστικής.
Όπως εξηγεί διεξοδικά, η αστική τέχνη υπήρξε ριζοσπαστική όταν οι ιδέες του Διαφωτισμού ανέτρεπαν τους παλιούς φεουδάρχες. Αλλά και αργότερα στην περίοδο κρίσης της αστικής τάξης υπάρχουν αξιόλογα έργα τέχνης. “Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι και στην ταξική κοινωνία υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά”. Χαρακτηριστικά όπως το αίσθημα της αγάπης, ο έρωτας, ο φόβος, η αγωνία μπροστά στο θάνατο μπορούν σε μια συγκεκριμένη στιγμή να ανυψωθούν εικαστικά πάνω από τους περιορισμούς της ζωής εκείνης της εποχής.
Παρόλο που η περασμένη τέχνη έχει τον ταξικό χαρακτήρα που καθορίζεται από την εκμετάλλευση της άρχουσας τάξης την κάθε περίοδο, ακριβώς γιατί είναι δημιούργημα εκείνης της περιόδου, αντικατοπτρίζει και την πρόοδο της ανθρωπότητας σε αυτή την αντιφατική της πορεία. Όπως εξηγεί: “Αυτό που θα πάρουν οι εργάτες από τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Πούσκιν ή τον Ντοστογιέφσκι θα είναι μια πιο σύνθετη ιδέα για την ανθρώπινη προσωπικότητα. (...) Σε τελευταία ανάλυση ο εργάτης θα γίνει πλουσιότερος”.
Το ερώτημα ωστόσο που ερχόταν εκείνη την περίοδο από τους ίδιους τους καλλιτέχνες ήταν πώς θα μπορέσουν να δημιουργήσουν μια “προλεταριακή τέχνη” που θα εκφράζει πλέον την επαναστατημένη εργατική τάξη και τα συμφέροντά της.
Σε ένα από τα σημαντικότερα δείγματα μαρξιστικής ανάλυσης ο Τρότσκι εξηγεί πως σε αντίθεση με την αστική τάξη που είχε την δυνατότητα να δημιουργεί την δική της κουλτούρα ακόμα και πριν την πτώση της φεουδαρχίας, η εργατική τάξη δεν μπορεί να σπάσει την καταπίεσή της πριν την επανάσταση. Αλλά και αμέσως μετά η εργατική τάξη δεν θα έχει ξεπεράσει αυτές τις αδυναμίες της. Όπως θα είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει την προηγούμενη τεχνολογία και την επιστημονική έρευνα για να χτίσει το δικό της κράτος το ίδιο θα συμβεί και με την τέχνη.
«Είναι σφαλερό να αντιπαραθέτουμε την αστική κουλτούρα και τέχνη με την προλεταριακή κουλτούρα και τέχνη. Προλεταριακή κουλτούρα και τέχνη δε θα υπάρξει πραγματικά ποτέ γιατί το προλεταριακό καθεστώς είναι πρόσκαιρο και μεταβατικό. Η ιστορική σημασία και το ηθικό μεγαλείο της προλεταριακής επανάστασης βρίσκονται στο γεγονός ότι αυτή εδώ βάζει τα θεμέλια μιας κουλτούρας που δε θα 'ναι κουλτούρα ταξική μα η πρώτη αληθινά ανθρώπινη κουλτούρα».
Είναι σε αυτό το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου που ο Τρότσκι μιλάει για την τέχνη και τη ζωή όταν το κράτος και οι τάξεις δεν θα υπάρχουν πια. Τότε δεν θα μιλάμε για την τέχνη του προλεταριάτου αλλά για την πανανθρώπινη τέχνη. Σε αντίθεση με τις απόψεις που λένε πως στη σοσιαλιστική κοινωνία θα χαθεί η ατομικότητα μέσα στο σύνολο, ο Τρότσκι απαντάει πως στην αταξική κοινωνία οι άνθρωποι θα δημιουργούν συνειδητά και έχοντας ικανοποιήσει τις ανάγκες τους και λύσει τις αντιφάσεις τους, “θα έχουν το πιο πλατύ πεδίο και τις πιο απεριόριστες ευκαιρίες να ασκηθούν”.
Σήμερα που η καλλιτεχνική δημιουργία έχει απλωθεί παντού, που η εμπορευματοποίησή της την έχει μετατρέψει σε ένα από τα ισχυρότερα όπλα προπαγάνδας, το “Λογοτεχνία και Επανάσταση” παραμένει επίκαιρο δίνοντας διεισδυτικές αναλύσεις και απαντήσεις, εξοπλίζοντας τους επαναστάτες με τα πιο σημαντικά αναλυτικά εργαλεία αλλά και δίνοντας κατευθύνσεις για το πώς αντιμετωπίζουμε την τέχνη και τους δημιουργούς σήμερα. Πρόκειται για ένα κλασικό βιβλίο/εγχειρίδιο του Μαρξισμού που πρέπει να διαβαστεί από όλους, όχι μόνο όσους ασχολούνται με την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και από όσους ψάχνουν μαρξιστικές εξηγήσεις για την λειτουργία της ταξικής κοινωνίας συνολικά.