Πολιτισμός
Κινηματογράφος: «Μανταρίνια» του Ζάζα Ουρουσάντζε

Τα «Μανταρίνια» είναι μια Εσθονογεωργιανή αντιπολεμική ταινία που κέρδισε τις εντυπώσεις αλλά και τις καρδιές των θεατών και παίζεται στις αίθουσες εδώ και σχεδόν ένα μήνα.
 
Μας μεταφέρει στη Γεωργία του 1992-93, όπου ξέσπασε μια από τις πολλές συρράξεις που πυροδοτήθηκαν από τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ, ο πόλεμος της απόσχισης της Αμπχαζίας από τη Γεωργία. Κουβαλώντας δεκαετίες εθνικής καταπίεσης και την πικρή κληρονομιά της σταλινικής πολιτικής στους λαούς της πρώην ΕΣΣΔ στην περιοχή του Καυκάσου, ο πόλεμος κατέληξε σε σφαγείο αμάχων, εθνοκάθαρση και εκτοπισμούς πληθυσμών και από τις δύο πλευρές (Γεωργιανούς και Αμπχάζιους).
 
Μεγάλο εύρημα της ταινίας είναι ότι «βλέπει» τον πόλεμο μέσα από τα μάτια ενός «ξένου», του Εσθονού γέροντα Ίβο. Ο Ίβο είναι μέλος της Εσθονικής κοινότητας που μετακόμισε τον 19ο αιώνα με άδεια του Τσάρου στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας λόγω της τρομακτικής φτώχειας που μάστιζε την Εσθονία. Οι Εσθονοί αγάπησαν το κλίμα της Αμπχαζίας και εγκαταστάθηκαν εκεί. 
 
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος για την απόσχιση της Αμπχαζίας, οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Εσθονία. Ο Ίβο ειναι ένας επό τους λιγοστούς που αρνείται να εγκαταλείψει τη χώρα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Είναι ξυλουργός και φτιάχνει καφάσια για τον γείτονά του,  τον Μάργκους, που έχει κτήμα με μανταρινιές και αγχώνεται να μην πάει χαμένη η σοδειά λόγω του πολέμου.
 
Έξω ακριβώς από τις αγροικίες τους λαμβάνει χώρα μια μικρής κλίμακας στρατιωτική σύγκρουση, που αφήνει δύο επιζώντες, τον Γεωργιανό Νίκα και τον Τσετσένο μισθοφόρο Άχμεντ, που πολεμά με τη μεριά των Αμπχάζιων. Έτσι, ο Ίβο αναλαμβάνει να περιθάλψει στο σπίτι του τους δυο «θανάσιμους» εχθρούς. Ένας Τσετσένος – μουσουλμάνος κι ένας Γεωργιανός –χριστιανός υποχρεώνονται από τις συνθήκες να συνυπάρξουν κάτω από τη στέγη ενός Εσθονού μετανάστη. Στη διάρκεια της αναγκαστικής συγκατοίκισης θα βρεθούν αντιμέτωποι με σημαντικά υπαρξιακά και οικουμενικά ερωτήματα: της θρησκευτικής πίστης, της πατρίδας, της κουλτούρας, της τιμής (και του λόγου της), του δικαίου και τελικά της θυσίας. 
 
Σε αργούς, χαμηλούς τόνους, ο Γεωργιανός Ζάζα Ουρουσάντζε κατεδαφίζει τα στερεότυπα που κυριαρχούν στα εγχειρίδια ιστορίας και στα μυαλά πολλών ανθρώπων (όπως του Νίκα και του Άχμεντ) για τα «ασυμφιλίωτα μίση» και τα «άσβηστα πάθη». Το αποτέλεσμα είναι μια βαθειά αντιπολεμική ταινία, που αν και αναφέρεται σε έναν πόλεμο που έγινε πριν από περισσότερα από είκοσι χρόνια, είναι εξαιρετικά επίκαιρη στην κρίσιμη εποχή που διανύουμε σήμερα.