Πολιτική
Ποιά είναι η λύση για το χρέος;

Διαδήλωση ενάντια στη ψήφιση του δεύτερου πακέτου προαπαιτούμενων στις 22 Ιούλη

Οταν το ζήτημα του χρέους άνοιγε το 2009-10, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κάλεσμα προς την κυβέρνηση Καραμανλή και στη συνέχεια την κυβέρνηση Παπανδρέου «να διεκδικήσει ευρωομόλογα», καθώς «το κοινό νόμισμα δεν συνοδεύεται από κοινούς μηχανισμούς δανεισμού (π.χ. ευρωομόλογο) και αλληλεγγύης» όπως χαρακτηριστικά έλεγε σε συνέντευξή του στον Ιό ο Γιάννης Δραγασάκης, το Φλεβάρη του 2010. 
 
Προσέθετε μάλιστα ότι «η επιλογή της αριστεράς δε μπορεί να είναι φυσικά επιστροφή στο καθεστώς της δραχμής. Πέρα από άλλους λόγους ιδεολογικούς αλλά και στρατηγικούς μια τέτοια επιστροφή θα είχε όλα τα αρνητικά χωρίς τα θετικά που είχε σε άλλες εποχές».
 
Την ίδια εποχή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κάνοντας τα πρώτα της βήματα, είχε ήδη βάλει στην ατζέντα της συζήτησης για το χρέος την πρόταση για μονομερή στάση πληρωμών και ολική διαγραφή του δημόσιου χρέους στα πλαίσια ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης δίπλα στην έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, την κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο, σαν εναλλακτική λύση στα μνημόνια.
 
Μέσα στις συνθήκες του εκρηκτικού εργατικού κινήματος ενάντια στα μνημόνια που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, η θέση αυτή κέρδισε έδαφος μετατοπίζοντας τις ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς, και επί του προκειμένου την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στη θέση για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» και «καμιά θυσία για το ευρώ», όπως εκφράστηκαν στο συνέδριό του το 2013.
 
Πριν από ένα περίπου χρόνο, στην παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος στη ΔΕΘ με την εκλογική νίκη να διαφαίνεται στον ορίζοντα, ο Αλέξης Τσίπρας υποσχέθηκε ότι θα προχωρήσει «στη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο», στα πλαίσια μιας «ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης για ένα νέο «ευρωπαϊκό Νιού Ντηλ». Το «καμιά θυσία για το ευρώ» είχε βγει από την ατζέντα. 
 
Διαιώνιση
 
Το τετράμηνο που ακολούθησε τη συγκρότηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η θέση για «μερική διαγραφή του χρέους»
μετατράπηκε σε  θέση «επιμήκυνσης», δηλαδή διαιώνισης του χρέους, με προτάσεις για «αέναα» ομόλογα ή ομόλογα με ρήτρα ανάπτυξης και αίτημα για μια διεθνή διάσκεψη για το χρέος, αργότερα. Το μόνο που κατάφερε να πετύχει τελικά ήταν ένα τρίτο μνημόνιο, παίρνοντας αόριστες υποσχέσεις, όπως νωρίτερα είχε πάρει και ο Σαμαράς, ότι το χρέος ίσως συζητηθεί, αν και εφόσον, τηρηθούν απαρεγκλίτως τα «προαπαιτούμενα».  
 
Σήμερα, με την καλοδεχούμενη ανταρσία που ξέσπασε, έστω και καθυστερημένα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ανοίγει ξανά πλατιά η συζήτηση για το ποια μπορεί και πρέπει να είναι η απάντηση της Αριστεράς στο ζήτημα του δημόσιου χρέους.
 
Στην πρόσφατη συνέντευξη τύπου της Λαϊκής Ενότητας στις 21 Αυγούστου ο Παναγιώτης Λαφαζάνης επανέφερε τη θέση για «ακύρωση των μνημονίων για να μπορέσει η χώρα να βγει από την κρίση» απαιτώντας τη «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους». 
 
Είναι ανάγκη των καιρών, αυτή η ανατροπή να πάει μέχρι το τέλος, στην μονομερή στάση πληρωμών και διαγραφή ΟΛΟΥ του χρέους. Η μερική διαγραφή είναι μια λάθος θέση γιατί είναι συνυφασμένη με τη διολίσθηση που ζήσαμε με την κυβέρνηση Τσίπρα. 
 
Αν αποδέχεσαι από την αρχή ότι πρέπει να πληρώσεις κάποιο μέρος του χρέους στους τοκογλύφους δανειστές σου, αμέσως γεννώνται τα ερωτήματα πόσο και ποιο θα είναι αυτό, ποιοι θα ωφεληθούν. Με το που τίθενται αυτά τα ερωτήματα, το παζάρι που ονομάζεται «διαπραγμάτευση» έχει ήδη ξεκινήσει. Η διαπραγμάτευση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε κάποιου τύπου συμβιβασμό - που ο «δανειστής» μέσα από τους χειρότερους εκβιασμούς να μετατρέψει πολύ εύκολα σε άνευ όρων συνθηκολόγηση. 
 
«Το ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί αφηρημένα» διαβάζουμε στο τεύχος 82 του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω σχετικά με το ζήτημα του χρέους, τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του 2010 (τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μόλις το 5,09% και όλα αυτά έμοιαζαν «ολίγον θεωρητικές» αναζητήσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς). 
 
«Ο σωστός τρόπος για να τεθεί, είναι ότι απαιτείται σύγκρουση με τους τραπεζίτες που έχουν δημιουργήσει αυτή την κατάσταση και το θέμα είναι αν η σύγκρουση αυτή θα γίνει αποφασιστικά ή μεσοβέζικα, με στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους ή με αναδιαπραγμάτευση και επιδίωξη ενός συμβιβασμού σε κάποιο επίπεδο κουρέματος του χρέους.
 
Διαφορά
 
Ο Συνασπισμός επίσημα προτιμάει τη δεύτερη εκδοχή και αυτό είναι η πραγματική διαφορά μας. Όποιος υπόσχεται ότι θα αναδιαπραγματευτεί και από την αρχή παραιτείται από το ισχυρότερό του όπλο, οδηγείται σε συμβιβασμούς που δεν θα είναι μακριά από εκεί που κατάληξε το ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο.
 
Τι νομίζουν όσοι υπερασπίζονται τέτοιες απόψεις; Ότι οι τραπεζίτες (Γερμανοί, Γάλλοι αλλά και Έλληνες) θα προχωρήσουν σε ένα συμβιβασμό που θα «σβήσει» π.χ. το 60% του χρέους γιατί θα πειστούν από τη δύναμη της λογικής; Είναι τόσο δύσκολο να γίνει αποδεκτό ότι θα χρειαστούν σκληρές ταξικές μάχες, θα χρειαστεί να αποκρουστούν εκβιασμοί και απάνθρωποι όροι των τραπεζιτών σε βάρος των εργαζόμενων; Ποιος θα δώσει αυτές τις μάχες και με τι εξοπλισμό; Μια Αριστερά που ξεκινάει από την αρχή με ψεύτικους «ρεαλισμούς» και ελπίζει να βρει βοήθεια από ένα πανευρωπαϊκό μεταρρυθμιστικό ρεύμα που κάποτε (σε ένα φανταστικό μέλλον) θα αλλάξει τους θεσμούς της ΕΕ, δεν θα προλάβει να αντέξει ούτε στις πρώτες αψιμαχίες.
 
Ο πρώτος και πιο ωμός εκβιασμός αφορά το ευρώ και την ΕΚΤ. Αν κάποιος νομίζει ότι ο Τρισέ ή ο διάδοχός του θα είναι ουδέτερος τεχνικός μεσολαβητής σε μια αναμέτρηση με τις τράπεζες για το χρέος, τότε είναι τουλάχιστο αφελής. Η Αριστερά πρέπει να έχει ξεκάθαρη απάντηση στο δίλημμα: υποκύπτουμε στην πειθαρχία του ευρώ ή προχωράμε να θέσουμε κάτω από έλεγχο την Κεντρική Τράπεζα στην Ελλάδα ώστε να αποκτήσουμε δυνατότητα δημόσιου έλεγχου στο τραπεζικό σύστημα; Χρειάζεται δημόσιος έλεγχος, ναι ή όχι, για να μην μπορούν οι τραπεζίτες να μετακυλήσουν τις δικές τους τοξικές αποτυχίες στις πλάτες του δημόσιου και των εργαζόμενων όπως γίνεται τώρα; Η αποχώρηση από το ευρώ, αν δεν γίνει με δική μας πρωτοβουλία, θα επιβληθεί ως κύρωση μόλις προχωρήσουμε σε δραστικά μέτρα απέναντι στις τράπεζες και το χρέος. Άρα η Αριστερά πρέπει να είναι προετοιμασμένη και να μην φρίττει στη σκέψη της ρήξης με την ΟΝΕ και την ΕΕ…»
 
Αυτή η εκτίμηση, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε βήμα-το βήμα τους τελευταίους μήνες, όσον αφορά στη στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, ευτυχώς, η ζωντανή εμπειρία των τελευταίων μηνών ανοίγει τη δυνατότητα η Αριστερά να μην επαναλάβει μια λάθος πολιτική που παρά τις όποιες καλές προθέσεις, στο τέλος οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα.

Ακριβοπληρωμένο

Σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς της Βουλής, το ελληνικό δημόσιο το διάστημα 1985-2009 (πριν ξεκινήσουν δηλαδή τα μνημόνια) είχε ήδη πληρώσει για τοκοχρεολύσια στους τραπεζίτες 622 δις ευρώ, περίπου 24 δις ευρώ κατά μέσο όρο ανά έτος.
 
Κι όμως παρά το ιλιγγιώδες αυτό νούμερο, το Μάρτη του 2009 το χρέος παρέμενε στα 310 δις ευρώ, περίπου στο 120% του ΑΕΠ.
 
Γιατί; Το ελληνικό δημόσιο συνέχιζε να πληρώνει τους τόκους που εκτοξεύονταν από τα νέα δάνεια που παίρνονταν για να καλύψουν τα προηγούμενα. Μια αναίσχυντη τοκογλυφία δηλαδή, που την έχουμε ήδη πληρώσει και με το παραπάνω.
Από το 2010 μέχρι το 2014, μέσα σε πέντε χρόνια συνεχούς άγριας λιτότητας και ταυτόχρονης συρρίκνωσης του ΑΕΠ, η τρόικα και οι τροϊκανές κυβερνήσεις «πέτυχαν» να αυξήσουν το χρέος στα 321 δις ευρώ και στο 174% του ΑΕΠ!
 
Πρόκειται για μια παταγώδη αποτυχία από την οποία μόνος ωφελημένος ήταν ξανά οι τράπεζες, στις οποίες κατέληξαν τα 250 δις ευρώ των νέων δανειακών συμβάσεων που σύναψε το ελληνικό δημόσιο το διάστημα 2010-14: Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των χρημάτων κατέληξε στους ίδιους τους δανειστές για την αποπληρωμή του χρέους, ενώ ένα μέρος του κατέληξε στις ελληνικές τράπεζες μέσα από πακέτα διάσωσης και αναχρηματοδότησης.
 
Σπασμένα
 
Ακόμα και να μην καταβαλλόταν όλα αυτά τα χρόνια ούτε ένα σεντ για τόκους και χρεολύσια, ο λαός δεν θα είχε κανένα απολύτως λόγο να πληρώνει εφ’ όρου ζωής τα σπασμένα των τραπεζιτών και του «επιχειρηματικού κόσμου» που επωφελήθηκε από όλη αυτή τη φούσκα - που κάθε άλλο παρά ελληνικό φαινόμενο είναι: Μια χρονιά πριν ξεσπάσει η κρίση, το 2007, το παγκόσμιο χρέος υπολογιζόταν στα 750 τρις δολάρια, ενώ τα τρέχοντα νούμερα για το παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν μόλις 70 τρις δολάρια.     
 
Το αίτημα για άμεση, μονομερή και οριστική διαγραφή ολόκληρου του χρέους - πέρα από  αιχμηρό πολιτικό εργαλείο που μπορεί να σηκώσει το εργατικό κίνημα απέναντι στους εκβιασμούς της ΕΕ, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και της ντόπιας άρχουσας τάξης – είναι ένα δίκαιο αίτημα.
 
Η «λύση» της επιμήκυνσης του χρέους οδηγεί στην αύξηση και επ’ αόριστον διαιώνισή του. Αξίζει να θυμίσουμε ότι μέσα στα χρόνια των μνημονίων έχουν ήδη γίνει τουλάχιστον δύο επιμηκύνσεις αποπληρωμής των δανείων και ομολόγων που λήγουν, και όχι μόνο δεν ελάφρυναν, αλλά μεγάλωσαν το χρέος. 
 
Εξίσου λάθος είναι η «λύση» του κουρέματος. Η συνέχιση της αποπληρωμής του χρέους, που εν τέλει θα θεωρηθεί από τους δανειστές «βιώσιμο» θα φέρει νέα μνημόνια. Και το ένα τρίτο του χρέους να κουρέψουν (με τη λογική ότι όλα, εξ αντικειμένου, δεν θα τα πάρουν ποτέ) για τον λαό αυτό θα σημαίνει επ’ αόριστο συνέχιση της λιτότητας για να πληρωθούν τα υπόλοιπα. Επιπλέον έχουμε ζοφερό παράδειγμα τι εννοούν οι «δανειστές» κούρεμα, το PSI το 2012.