Ήταν ένα δραματικό καλοκαίρι – η Ελλάδα, η κρίση με τους πρόσφυγες στην Ευρώπη, ο Κόρμπιν. Αλλά η μεγάλη ιστορία για την παγκόσμια οικονομία ήταν η κατάρρευση του κινέζικου χρηματιστηρίου. Οι δείκτες του χρηματιστηρίου βρίσκονταν στο ζενίθ τους τον περασμένο Ιούνιο, έκτοτε η πτώση των τιμών των μετοχών έχει εξαφανίσει αξίες ύψους 4,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Κατά κάποιο τρόπο αυτό δεν αποτελεί και μεγάλο θέμα. Το κινέζικο χρηματιστήριο δενείναι όπως αυτά στη Γουόλ Στριτ, στο Σίτι του Λονδίνου ή ακόμα και στο Χονγκ-Κονγκ. Κυριαρχείται από συναλλαγές σε μετοχές των μεγάλων κινέζικων εταιριών, οι περισσότερες από τις οποίες είναι ακόμα κρατικές, και έτσι είναι σχετικά προφυλαγμένες από τα πάνω και τα κάτω των παγκόσμιων χρηματαγορών.
Η πιο σημαντική λειτουργία του είναι πολιτική. Η ασυνήθιστη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας έχει επιτευχθεί χάρη στα πολύ υψηλά επίπεδα επενδύσεων που σήμερα αποτελούν
το μισό ΑΕΠ. Τα συνηθισμένα κινέζικα νοικοκυριά έχουν βοηθήσει σε αυτή τη χρηματοδότηση. Πρέπει να αποταμιεύουν για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ιατρική περίθαλψη
και παιδεία, αλλά οι κρατικές τράπεζες προσφέρουν πολύ χαμηλό επιτόκιο για αυτές τις καταθέσεις. Η κινέζικη κυβέρνηση τους προσφέρει την ευκαιρία να έχουν πολύ μεγαλύτερες αποδόσεις στοιχηματίζοντας σε μετοχές που ανεβαίνουν. Πολύ ενεργό μέρος του κινέζικου χρηματιστηρίου είναι άνθρωποι μεσαίων εισοδημάτων που αγοράζουν και πουλάνε μετοχές σε καθημερινή βάση.
Τον περασμένο Απρίλιο, η «Καθημερινή του Λαού» απέρριπτε τους φόβους ότι η χρηματιστηριακή φούσκα μεγάλωνε. «Οι κεφαλαιαγορές αποτελούν πραγματική αντανάκλαση του κινέζικου ονείρου», ισχυριζόταν. Το «κινέζικο όνειρο» είναι ένα από τα βασικά συνθήματα του προέδρου Ξι Γινπινγκ. Έτσι, όταν οι μετοχές ξεκίνησαν να πέφτουν, η κυβέρνηση παρενέβη ενεργά για να υποστηρίξει την αγορά. Αυτό έχει προχωρήσει τόσο έτσι ώστε όσοι κατηγορούνται ότι οι δηλώσεις τους προκαλούνε πτώση των τιμών αντιμετωπίζουν κατασταλτικά μέτρα. Την περασμένη βδομάδα ένας βασικός οικονομικός αναλυτής εμφανίστηκε στην κρατική τηλεόραση παραδεχόμενος ότι προκάλεσε «πανικό και χάος» στο χρηματιστήριο.
H κυβερνητική απάντηση δείχνει τη μεγάλη αντίφαση στις πολιτικές της παρούσας κινέζικης ηγεσίας. Από τη μία πλευρά, από τότε που έγινε πρόεδρος και γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος το 2013, ο Ξι έχει προσπαθήσει να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια του με ένα τρόπο που δεν έχει εμφανιστεί από τις ημέρες του Ντενγκ Ξιάοπινγκ στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Έχει για παράδειγμα εξαπολύσει μια καμπάνια ενάντια στη διαφθορά τόσο για να αυξήσει την δημοτικότητα του όσο και για να εξοντώσει τους κομματικούς του αντιπάλους.
Από την άλλη μεριά, ο Ξι έχει συνεχίσει να εγκρίνει την στρατηγική του Ντενγκ, να στηρίζεται περισσότερο στους μηχανισμούς της αγοράς παρά στον κρατικό έλεγχο και να ενσωματώνει την Κίνα στην παγκόσμια οικονομία.
Στην ίδια γραμμή, στις 11 Αυγούστου οι κινέζικες αρχές ανακοίνωσαν ότι θα επέτρεπαν στο ρενμίνμπι (κινέζικο νόμισμα) να διακυμαίνεται με λιγότερους περιορισμούς έναντι του δολαρίου.
Ο μακροπρόθεσμος στόχος πίσω από αυτή την κίνηση ήταν να αφήσει το ρενμίνμπι να μετατραπεί σε διεθνές νόμισμα αποταμίευσης που θα ανταγωνίζεται το δολάριο και το ευρώ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει πει ότι μπορεί να αποδόσει αυτή τη δυνατότητα στο ρενμίνμπι, μόνο όμως αν περιοριστεί ο κυβερνητικός έλεγχος στο νόμισμα.
Το Πεκίνο έλπιζε ότι το ρενμίμπι θα υποτιμηθεί ελαφρά έναντι του δολαρίου, δίνοντας έτσι ώθηση στις εξαγωγές. Αντίθετα, μπροστά στον πανικό του χρηματιστηρίου, έπεσε σαν πέτρα, αναγκάζοντας τις αρχές να ξοδέψουν 200 δισεκατομμύρια δολάρια για να περιορίσουν την υποτίμηση.
Πίσω από αυτές πολιτικές αμφιταλαντεύσεις βρίσκεται ένα μεγαλύτερο ερώτημα. Ο Ξι, όπως και οι προκάτοχοι του, υποτίθεται ότι είναι προσηλωμένος στο να απομακρύνει την Κίνα από το μοντέλο που την έκανε τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη και να αλλάξει τον προσανατολισμό του από υψηλές επενδύσεις – υψηλές εξαγωγές σε αύξηση
της εσωτερικής κατανάλωσης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου.
Χρέος
Αλλά αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα. Η ανάπτυξη της Κίνας μετά την Μεγάλη Ύφεση του 2008-09 έχει χρηματοδοτηθεί από το αυξανόμενο χρέος, το οποίο αυξήθηκε από το 130 στο 280% του ΑΕΠ σε αυτή την περίοδο. Στο χρηματιστήριο και στα ακίνητα έχουν δημιουργηθεί φούσκες.
Η κινέζικη ηγεσία προσπαθεί να απεξαρτήσει την οικονομία από τις επενδύσεις και τον δανεισμό χωρίς να βυθιστεί στην ύφεση. Το αποτέλεσμα είναι επιβράδυνση της ανάπτυης. Αυτό έχει επηρεάσει ιδιαίτερα άλλες «αναδυόμενες αγορές» του παγκόσμιου Νότου που τα προηγούμενα χρόνια είχαν βασίσει την ανάπτυξη τους στις εξαγωγές τροφίμων και πρώτων υλών στην Κίνα.
Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου δεν αντιπροσωπεύει καθ’ αυτή μια οικονομική κρίση. Αλλά δείχνει πως μπορεί μια κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο ακόμα και από ένα αυταρχικό καθεστώς όπως αυτό του Ξι. Και αρχίζει να εμπεδώνεται σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις παντού ότι τα προβλήματα της οικονομίας σηματοδοτούν την συνέχιση της στασιμότητας στην παγκόσμια οικονομία.