Τελευταίο Αντίο

H φετινή καλοκαιρινή επιστροφή στο πατρικό σπίτι ήταν διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Οι άνθρωποι που του έδιναν ζωή δεν ήταν πια εκεί. Δεν υπήρχε πια εκείνο το «καλώς τα μου» που έμενε ίδιο και απαράλλαχτο είτε ήσουν επτά, είτε δεκαεπτά, είτε σαράντα επτά.
Η καρδιά της μητέρας κατάρρευσε στα μέσα του Ιούνη. Λίγο πριν κλείσει τα 81. Λες και δεν μπόρεσε να χωρέσει άλλη στοργή και αφοσίωση. Επέμενε να φροντίζει η ίδια τον υπέργηρο πατέρα παλεύοντας με την άνοια του, αρνούμενη κάθε βοήθεια. Η σύνταξη έπρεπε να φυλαχτεί για τις δόσεις τις εφορίας που έρχονταν αμείλικτες ροκανίζοντας χρόνο με το χρόνο ό,τι απέμεινε από το εφάπαξ. Ο καημός της να στηρίζει τον μισοάνεργο γιό, που ακόμη και τώρα λίγο πριν τα 50 του, γυρνά κάθε χρόνο τα ορεινά χωριά δουλεύοντας ως αναπληρωτής καθηγητής. Τη μια χρονιά Ευρυτανία, την άλλη κεντρική Εύβοια, την άλλη πουθενά.
Ακολούθησε η σταδιακή κατάρρευση του πατέρα. Η άνοια προχώρησε πια με ραγδαίους ρυθμούς. Αν και ήταν ελάχιστες οι φορές που θυμόταν πια το ταίρι του, η απουσία της, του έγινε αφόρητη. Πόσο δύσκολο είναι να προσδιορίσεις τα αισθήματά σου όταν βλέπεις τους γονείς σου μέσα από τη πόρτα της κρεβατοκάμαρας, όπως τότε που ήσουν μικρός, να κλαίνε σφιχτά δεμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου νιώθοντας ότι πλησιάζει το τέλος.

Μεγάλωσαν στη δεκαετία του ‘40 και του ‘50 μέσα στην αυστηρότητα της επαρχίας και δεν μας είχαν συνηθίσει σε ανάλογες στιγμές τρυφερότητας. Πόσο δυνατή ήταν, όμως, αυτή η διάσταση στη ζωή τους! Πόσο οδυνηρά χαραγμένο καρφώθηκε στη μνήμη εκείνο το τελευταίο τηλεφωνικό «σ’ αγαπώ» μέσα από την καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου της Λαμίας!

Είχαμε την αυταπάτη ότι ένα γηροκομείο θα μπορούσε να είναι βοηθητικό όταν όλοι θα σκορπίσουμε μακριά, ο καθένας στη δουλειά του. Ιδιωτικός τομέας: χλιδάτες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και κοντά 1300€μηνιάτικα τροφεία. Σε ένα περίπου μήνα ο πατέρας βρίσκεται ουσιαστικά εγκαταλελειμμένος με ασιτία και αφυδάτωση. Ολοήμερες βάρδιες στο Νοσοκομείο Βόλου.

Η έλλειψη προσωπικού έχει μετατρέψει την ύπαρξη των συνοδών συγγενών σε απαραίτητο στοιχείο της περιποίησης αλλά και της επιβίωσής τους. Η αποκλειστική νοσηλεύτρια πανάκριβη. Το ταβάνι στάζει, τα στόρια χαλασμένα. Τα σακουλάκια από τους καθετήρες αλλάζονται μόνο λίγο πριν ξεχειλίσουν. Τα φάρμακα αφήνονται στο κομοδίνο ακόμη και σε ασθενείς που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν.

Ελάχιστες νοσηλεύτριες τρέχουν να καλύψουν έναν όροφο. Μαθαίνεις να περιποιείσαι τις πληγές από την κατάκλιση. Οι συγγενείς στο θάλαμο βοηθούμε ο ένας τον άλλο. Στιγμές αλληλεγγύης απέναντι στην απανθρωπιά των περικοπών. Τραγικό ο άνθρωπός σου να βιώνει την αθλιότητα μέσα σε ένα σύστημα υγείας για το οποίο πάλεψε επί δεκαετίες ως γιατρός.

Ήταν πρόσφυγας

Τίτλος αδάμαστης θέλησης για ζωή. Σπούδασε μέσα στη στέρηση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή καριέρα για να συντηρήσει τους γονείς του γυρνώντας στην επαρχία. Είχε ακραία αίσθηση του καθήκοντος. Ο ήχος της μηχανής ενός παλιού σκαραβαίου που φεύγει μέσα στην ησυχία της νύχτας συνόδευε πάντα την εικόνα του πατέρα. Πότε στις δέκα, πότε κοντά στις δώδεκα, πότε αργότερα. Φορτωμένος με το ιατρικό βαλιτσάκι, έφευγε έπειτα από κάποιο τηλεφώνημα, για κάποιο χωριό της Βόρειας Εύβοιας. Στα πιο απομακρυσμένα πήγαινε και η μητέρα για να μην τον αφήσει μόνο, αλλιώς τον περίμενε ως το πρωί.

Εκείνο που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε εμείς τα παιδιά ήταν εκείνο το «τουλάχιστον αυτή τη φορά πληρώθηκες;». Υποψιαζόμασταν την απάντηση όταν μετά από μέρες μας έφερναν στο σπίτι κοτόπουλα, αβγά ή ζυμωτό ψωμί. Ο καθένας ό,τι είχε πρόσφερε στον άλλο. Ο μόχθος όλων αυτών των ανθρώπων ανόρθωσε αυτή τη χώρα. Αυτούς τους ανθρώπους πετάνε στα αζήτητα, αφού τους καταληστεύσουν, οι τραπεζίτες και οι κάθε λογής μνημονιακοί απατεώνες είτε με «αριστερή» ευαισθησία είτε όχι.

Έσβησε στα τέλη του Σεπτέμβρη έχοντας αναρρώσει αλλά παραμένοντας κατάκοιτος. Στα πράγματά του ανάμεσα σε ιατρικά περιοδικά βρέθηκε η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Αναμνηστικό της προηγούμενης ματαίωσης και προδοσίας από τότε που στήνανε μαζί με τους συντρόφους του τη λαϊκή βιβλιοθήκη της Ιστιαίας και μαζί με χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα, αυτό που ονομάστηκε Μεταπολίτευση.

Αποχαιρετώντας για μια ακόμη φορά τη γενέθλια γη, ξεχνώ για λίγο τον υλισμό μου για να τους δω να αγκαλιάζονται ξανά. Γεμάτος ευγνωμοσύνη για όλα. Για τη στάση που κράτησαν στην ζωή, για την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο, αλλά και για τους καυγάδες μας για το αν πρέπει να πάμε στη συναυλία των Clash και αν πρέπει να συνταχθούμε με τη νεολαία που «τα έσπαγε» για το θάνατο του Καλτεζά. Για ό,τι μας άφησαν και για ό,τι καθόρισε το δικό μας αυτοπροσδιορισμό χαράσσοντας τη δική μας πορεία προς τις ανατροπές που μέλλονται για να ‘ρθουν.

Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στο προσωπικό των νοσοκομείων της Λαμίας και του Βόλου που μαζί με τους συναδέλφους τους σε κάθε πόλη, με αυτοθυσία κρατούν όρθιο, για λογαριασμό όλων μας, ό,τι έχει απομείνει από το σύστημα υγείας.
Ευχαριστώ την Εργατική Αλληλεγγύη που μου έδωσε μια ζεστή γωνιά για να ακουμπήσω τη θλίψη μου. Πού αλλού να την αναζητήσεις άλλωστε αν όχι στο σπίτι σου;

Σεραφείμ Ρίζος