110 χρόνια από τη γέννησή του, 67 από την εκτέλεσή του. Παντελής Πουλιόπουλος, οι ρίζες του επαναστατικού μαρξισμού στην Ελλάδα

Λίγο πριν τους πυροβολισμούς, ένας από τους κρατούμενους απευθύνει προς τους Ιταλούς στρατιώτες, στη γλώσσα τους, την επαναστατική έκκληση να γυρίσουν τα όπλα προς τους αξιωματικούς τους. Οι Ιταλοί στρατιώτες διστάζουν. Ο Παντελής Πουλιόπολος, ο σημαντικότερος αγωνιστής του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, εκτελείται τελικά από αξιωματικούς και καραμπινιέρους.

Ο Παντελής Πουλιόπουλος γεννήθηκε στη Θήβα το 1900, «με τον αιώνα» όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος. Το 1919 μπαίνει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι η εποχή της μικρασιατικής εκστρατείας, του αιματηρού ιμπεριαλιστικού πολέμου που είχε ξεκινήσει η ελληνική αστική τάξη ταιριάζοντας τα δικά της επεκτατικά συμφέροντα -που συμπυκνώνονταν στην «Μεγάλη Ιδέα»- με τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο Πουλιόπουλος στρατεύεται το 1920 και παρουσιάζεται στη Σμύρνη. Εκεί έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες.

Στο Μέτωπο έχουν ήδη δημιουργηθεί αντιπολεμικοί πυρήνες στρατιωτών. Πρωταγωνιστές είναι μέλη του ΣΕΚΕ που έχει ιδρυθεί το 1918. Οπως περιγράφει ο Δημήτρης Λιβιεράτος στο βιβλίο του «Παντελής Πουλιόπουλος, ένας διανοούμενος επαναστάτης»: «Με τους επιστρατευθέντες είχαν παρουσιαστεί και πολλοί νέοι του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Αρχισαν να δημιουργούν ´ομίλους´, όπως ονόμασαν τις ομάδες, σε κάθε στρατιωτική μονάδα. Στο Μέτωπο συγκεντρώθηκαν περίπου 200 άτομα από τους ομίλους. Στο Ναυτικό δημιουργήθηκαν όμιλοι σχεδόν σε όλα τα πλοία και το Ναύσταθμο που χρησίμευε σαν κέντρο. Τα αντιτορπιλικά ´Σφενδόνη´ και ´Βέλος´, που ταξίδευαν συνέχεια Πειραιά-Σμύρνη, γίνονταν τα μέσα αποστολής εφημερίδων και φυλλαδίων προς το Μέτωπο...» 

Οργανωτής

Ο Πουλιόπουλος στρατολογείται στον πυρήνα της Σμύρνης και σύντομα γίνεται ένας από τους βασικότερους οργανωτές του αντιπολεμικού κινήματος στο στρατό. Σε μία από τις προκηρύξεις που έγραψε και μοιράστηκε στο Μέτωπο, ανέφερε ανάμεσα σε άλλα: «Πρέπει να το νιώσουμε καλά. Ενόσω δεν ανοίγουμε τα μάτια μας για να ιδούμε το βάραθρο όπου μας οδηγεί το σημερινό σύστημα, ο πόλεμος ακατάπαυστα θα στέλνει στις λαϊκές μας μάζες το θάνατο και τη δυστυχία για να γεμίζει με το αίμα και τον ιδρώτα μας τις κάσες των πλουσίων...».

H πιο λαμπρή σελίδα μέσα στη φρίκη της «Μικρασιατικής Καταστροφής» ανήκει στην αντιπολεμική δράση των λίγων αυτών κομμουνιστών. Παρά το μικρό αριθμό τους, καταφέρνουν να εκφράσουν το αντιπολεμικό αίσθημα χιλιάδων επιστρατευμένων που είτε ανακαλύπτουν εκεί τη φρίκη του πολέμου είτε οδηγούνται, παρά τη θέλησή τους και για τιμωρία, στο σφαγείο. Οι 300 απεργοί σιδηροδρομικοί που ξεκίνησαν απεργία το Φλεβάρη του 1921 με κεντρικό αίτημα την καθιέρωση του 8ωρου και οι οποίοι συνελήφθησαν από την κυβέρνηση και στάλθηκαν στο μέτωπο, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι εξόριστοι σιδηροδρομικοί ενισχύουν τους αντιπολεμικούς ομίλους των φαντάρων. Γίνονται σύνδεσμοι ανάμεσα στις ομάδες, μεταφέρουν προπαγανδιστικό υλικό -εφημερίδες, μπροσούρες- βοηθούν τους λιποτάκτες κρύβοντάς τους μέσα στα βαγόνια ή ντύνοντάς τους με στολές σιδηροδρομικών υπαλλήλων για να ξεφεύγουν από τους ελέγχους.

Για αυτή τη δράση, ο Πουλιόπουλος μαζί με 25 περίπου ακόμα συντρόφους του, συλλαμβάνεται και κατηγορείται για «εσχάτη προδοσία». Τους κλείνουν στις φυλακές του Μπαρτζόβα στα περίχωρα της Σμύρνης. Το στρατοδικείο δεν γίνεται ποτέ. Η κατάρρευση του Μετώπου, στην πραγματικότητα «απεργία στρατιωτών» με ολόκληρες μεραρχίες απλά να παίρνουν το δρόμο του γυρισμού, τους δίνει τη δυνατότητα να δραπετεύσουν.

Με την επιστροφή της στην Αθήνα, η νέα αυτή γενιά επαναστατών που έχει ξεχωρίσει στο μέτωπο, ρίχνεται στη μάχη για να προσανατολίσει το ΣΕΚΕ στην οργάνωση της αντίστασης της εργατικής τάξης στις εργοδοτικές επιθέσεις. Συνδεδεμένο με την Τρίτη Διεθνή (Κομιντέρν) του Λένιν και του Τρότσκι ήδη από το 1920, το ΣΕΚΕ(Κ) βάζει μπροστά να υλοποιήσει στις ελληνικές συνθήκες την τακτική του «ενιαίου μετώπου» μέσα από τις «Επιτροπές Αμύνης» που είχαν στόχο την κοινή δράση όλων των συνδικάτων ανεξάρτητα από το αν ανήκαν στη ΓΣΕΕ ή όχι για την απόκρουση των επιθέσεων των αφεντικών.

Αυτή η προσπάθεια δεν περιορίζεται στα συνδικάτα. Ο Πουλιόπουλος και οι σύντροφοί του πρωταγωνιστούν στη συγκρότηση των Παλαιών Πολεμιστών, που θα μετατραπεί σε μαζικό κίνημα με δεκάδες χιλιάδες εργάτες και αγρότες να πλημμυρίζουν τις γραμμές τους, προκαλώντας διαρκείς πονοκεφάλους στις κυβερνήσεις. Οπως αναφέρει στο βιβλίο του «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα, 1923-1927» ο Δ. Λιβιεράτος για την πρώτη ομάδα που πήρε την πρωτοβουλία «Εβγαλαν μια προκήρυξη με τα αιτήματα των Παλαιών Πολεμιστών που ήταν ειρήνη, γη στους πολεμιστές, διανομή των τσιφλικιών ιδιωτών, κράτους, εκκλησίας, μοναστηριών. Είχε καθαρά αντιπολεμικό πνεύμα. Τη δημοσίευσαν στις εφημερίδες και την έστειλαν με τις οργανώσεις του ΣΕΚΕ (Κ), τα Εργατικά Κέντρα και όσους ανθρώπους ήξεραν στις επαρχίες. Καλούσαν τους Παλαιούς Πολεμιστές με αυτά τα αιτήματα να συγκροτήσουν ομάδες, Ενώσεις και να έρθουν σε επαφή μαζί τους. Η επιτυχία ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι περίμεναν. Οι Ενώσεις άρχισαν να ξεπετιούνται από παντού. Εκατοντάδες δημιουργήθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Οι πιο κεντρικές συστεγάζονταν στα γραφεία του Κόμματος και των Εργατικών Κέντρων».

Οι τοπικές Ενώσεις των Παλαιών Πολεμιστών οργανώνονται σε μια Πανελλήνια Ομοσπονδία. Ο Πουλιόπουλος εκλέγεται γραμματέας της Ομοσπονδίας στο πρώτο της Συνέδριο το Φλεβάρη του 1924. Ηταν μια φυσική εξέλιξη, είναι ο συγγραφέας της συγκλονιστικής διεθνιστικής διακήρυξης του συνεδρίου με τίτλο «Πόλεμος κατά του Πολέμου». «Εξω από τους άλλους δευτερεύοντες και περισσότερο παροδικούς λόγους, οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των κρατών προέρχονται από τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις μέσα σε κάθε χώρα και επιζητούνε την κατάκτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων πεδίων εκμεταλλεύσεως. Η πρόσφατη ιστορία μας απέδειξε τρανά πόσο ύπουλες και λαοπλάνες είναι οι δικαιολογίες περί ´εθνικής ενότητας´, ´αμύνης της χώρας´ κλπ...Οποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου για το καθένα εμπόλεμο κράτος, τ´ αποτελέσματά του είναι ολέθρια για τους λαούς, πάντα οι λαοί τόσο του νικητού όσο και του νικημένου βγαίνουν και οι δύο νικημένοι από τον πόλεμο...» είναι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του κειμένου. Η κυκλοφορία της εβδομαδιαίας εφημερίδας της Ομοσπονδίας θα φτάσει τα 20.000 φύλλα.

Πολιτική δράση

Αυτή η πολιτική στάση και δράση θα τον φέρει στην ηγεσία του κόμματος. Στις αρχές του 1924 ο Πουλιόπουλος εκπροσωπεί τους Παλαιούς Πολεμιστές στο Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ (Κ). Τον Ιούνη του ίδιου του χρόνου θα αντιπροσωπεύσει το κόμμα στο Πέμπτο Συνέδριο της Κομιντέρν. Ενώ στα τέλη του ίδιου χρόνου θα εκλεγεί, μόλις 24 χρονών, γραμματέας του κόμματος στο Τρίτο Εκτακτο Συνέδριό του, που θα υιοθετήσει και επίσημα τον τίτλο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. 

«Ενας χρόνος καταπληκτικής δραστηριότητας για τον Πουλιόπουλο», περιγράφει ο Λιβιεράτος, «Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αφήνει τις μελέτες του. Διαβάζει τους μαρξιστές θεωρητικούς στο πρωτότυπο. Στο μεταξύ έχει μάθει πολλές γλώσσες, μόνος του. Συνολικά κατέχει περί τις 10 γλώσσες. Αλλά και το πιο εκπληκτικό, εξελίσσεται σε έναν από τους καλύτερους νομικούς της εποχής του. Είναι από τους λίγους που αναφέρονται στους ρωμαϊκούς κώδικες στα λατινικά».

Το 1926 θα εκλεγεί ξανά, παμψηφεί, γραμματέας του Κόμματος. Οι εξελίξεις όμως στη Ρωσία, με την αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει για το μέλλον της επανάστασης ανάμεσα στην Αριστερή Αντιπολίτευση που έχει συγκροτηθεί γύρω από τον Τρότσκι και την ανερχόμενη σταλινική γραφειοκρατία, δεν αφήνει ανεπηρέαστο το κόμμα. Ο Πουλιόπουλος είναι ο πρώτος μέσα στο ΚΚΕ που υιοθετεί τις θέσεις της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Δεν είναι τυχαίο. Ο διεθνισμός του και η επιμονή του στον επαναστατικό μαρξισμό, του δίνουν τη δυνατότητα να διακρίνει το πού οδηγεί το κίνημα η σταλινική πτέρυγα.

Η επιλογή του αυτή τον οδηγεί τελικά στη διαγραφή του από το κόμμα το 1927. Μέχρι το 1938 που θα συλληφθεί, ενώ είναι ήδη επικηρυγμένος από τη δικτατορία του Μεταξά, και οδηγηθεί για τελευταία φορά στις φυλακές, θα συνεχίσει μέσα από την οργάνωση «Σπάρτακος» να δίνει μάχη ενάντια στην σταλινική αντεπανάσταση και να προειδοποιεί ότι η σταλινική πολιτική οδηγεί το παγκόσμιο εργατικό κίνημα στην καταστροφή.

Κορυφαία στιγμή αυτής της μάχης ήταν το βιβλίο «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα» που έγραψε το 1934 ως απάντηση στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που αλλάζουν ριζικά στον στρατηγικό προσανατολισμό του κόμματος: η Ελλάδα χαρακτηρίζεται σαν υπανάπτυκτη, «μισο-φεουδαρχική» χώρα που δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει τον «αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της» -ένα στάδιο μπαίνει πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση, μια «αστικοδημοκρατική επανάσταση». Ο Πουλιόπουλος καταρρίπτει το σταλινικό αυτό σχήμα και δίνει μια εξαιρετική ανάλυση, βασισμένη στη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι, του ελληνικού καπιταλισμού, υπερασπίζοντας τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να χτίσει τη δική της κοινωνία. Με το βιβλίο αυτό αποδεικνύει ότι εκτός από αγωνιστής της καθημερινής πάλης, είναι και ο σημαντικότερος μαρξιστής θεωρητικός της χώρας.

Δε σταμάτησε να δίνει την ίδια μάχη μέχρι το τέλος, παρά το γεγονός ότι ήταν -όπως όλες οι ομάδες επαναστατών μετά την σταλινική επικράτηση- απομονωμένος, αλλά και από το 1938 φυλακισμένος αρχικά στις φυλακές της Ακροναυπλίας και αργότερα στο ιταλικό στρατόπεδο της Λάρισας. Προέβλεπε, έτσι, μέσα από τις φυλακές, το καλοκαίρι του ´41, για το κίνημα της Αντίστασης: «τα τανκς και τα στούκας του Χίτλερ, οι μεραρχίες και οι καραμπινιέροι του Μουσολίνι, οι νέοι Μανιαδάκηδες του Τσολάκογλου δεν στάθηκαν ικανές να κρατήσουν καθηλωμένο το προλεταριάτο...Ολες οι απειλές του υπουργού Εργασίας κι όλα τα μέτρα που θα θελήσουν να πάρουν αυτός και τα αφεντικά του θάναι δίχως αποτέλεσμα. Δε θα μπορέσουν να πνίξουν το ξέσπασμα της αγανάκτησης των μαζών που άρχισε κιόλας».

Πιστός στην εργατική επανάσταση έφτασε στο εκτελεστικό απόσπασμα. «Ως την τελευταία του στιγμή, στάθηκε συνεπής στο έργο του», λέει για τον ηρωικό του θάνατο, με το πάντα δυνατό του γράψιμο ο Δημήτρης Λιβιεράτος, «Στην ερημιά του Κούρνοβο, ήξερε ότι παραστέκει ένας ολόκληρος κόσμος της δουλειάς, της ανέχειας, της ανθρωπιάς, του μέλλοντος, που ο ίδιος πίστευε πιο κοντινό...Η τελευταία του αγόρευση, ο τελευταίος διεθνιστικός λόγος πέρασε πάνω από τα κεφάλια θυμάτων και εκτελεστών προς τον απέραντο κόσμο. Παλεύοντας για γλιτωμό συντρόφων αγωνίζεται για όλο τον κόσμο. Ο Παντελής Πουλιόπουλος ανήκει πια στην ανθρωπότητα».