Η ηρωική παράδοση των Σιδηροδρομικών. Η απεργία του Φλεβάρη 1921

Συνεχίζουν μια παράδοση που γυρνάει πίσω πολλές δεκαετίες και έχει πολλούς αγώνες-πηγή έμπνευσης. Μια τέτοια στιγμή ήταν η Μεγάλη Πανσιδηροδρομική Απεργία, πριν ενενήντα ακριβώς χρόνια, το Φλεβάρη του 1921.

Ο πόλεμος είναι αυτός που καθορίζει -ή μάλλον οξύνει- την οικονομική και πολιτική κατάσταση εκείνα τα χρόνια. Η συνεχιζόμενη μικρασιατική εκστρατεία σημαίνει θάνατο και φτώχεια για την εργατική τάξη. Δεν συμβαίνει το ίδιο για τα αφεντικά, που απ' τον πόλεμο αποκομίζουν τεράστια κέρδη.

“Μεταξύ 1919-1921 οι έλληνες εφοπλιστές αγόρασαν 200 καράβια. 16 ελληνικές τράπεζες είχαν 60% κέρδη μέσα στο 1921. Η Εθνική Τράπεζα πρόσθεσε 494 εκατ. δραχμές στα αποθεματικά της, δηλ όσο σχεδόν ήταν όλη η φορολογία του ελληνικού λαού. Οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις σύμφωνα με τους ισολογισμούς των εταιριών του 1921 έπαιρναν μόνον 25% και 75% οι μέτοχοι”, αναφέρει ο Δημήτρης Λιβιεράτος στο βιβλίο του “Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923”. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η εργατική τάξη οργανώνεται, ριζοσπαστικοποιείται και διεκδικεί. Η ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ το 1918 σφραγίζουν αυτή την εξέλιξη.

Οι σιδηροδρομικοί αποτελούν μια σημαντική δύναμη, θεωρούνται από τότε το “βαρύ πυροβολικό” της εργατικής τάξης. Είναι από τους πολυπληθέστερους κλάδους με δέκα χιλιάδες υπαλλήλους. Η συντριπτική τους πλειοψηφία είναι συνδικαλισμένη και οργανωμένη -“πέντε έως 6 χιλιάδες ανήκουν εις τους 7 συνδέσμους που αποτελούν την Σιδηροδρομ. Ομοσπονδίαν και 800-1000 εις τους μηχανουργούς”, γράφει ο Αβραάμ Μπεναρόγια στο βιβλίο του “Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου”. Οσο για τον ρόλο τους στις μεταφορές είναι, ιδιαίτερα σε μια πολεμική περίοδο, αναντικατάστατος.

Το κλίμα εκείνους τους μήνες είναι ήδη απεργιακό. Στα τέλη Γενάρη απεργούν οι τροχιοδρομικοί, απεργία στην οποία μπαίνουν οι εργάτες φωταερίου και οι ηλεκτροτεχνίτες. Στις 10 Φλεβάρη ξεσπά απεργία των ναυτεργατών η οποία αντιμετωπίζεται με καταστολή και τρομοκρατία από την κυβέρνηση. Στις 15 Φλεβάρη, στο Βόλο, σε διαδήλωση της Πανεργατικής Ενωσης ενάντια στην ακρίβεια της ζωής, ξεσπούν ταραχές με την κυβέρνηση Γούναρη να υποχρεώνεται να φέρνει στρατό από τη Λάρισα για να τις σταματήσει. Στις 21 Φλεβάρη, ημέρα επιστράτευσης των ναυτεργατών, ξεκινά η απεργία στα τρένα.

Τα αιτήματα των σιδηροδρομικών είναι: αύξηση και εξίσωση των μισθών, καθιέρωση των επιδομάτων, πλήρης εφαρμογή του 8ωρου, πληρωμή των ημερών ασθενείας, εκπροσώπηση του προσωπικού στο διοικητικό συμβούλιο των ΣΕΚ με αντιπροσώπους αιρετών και ανακλητών από το συνέδριο των σιδηροδρομικών και την ΠΟΣ.

Στις 20 Φλεβάρη, γίνεται γενική συνέλευση στον Πειραιά των σιδηροδρομικών ΣΠΑΠ, Λαρισαϊκού και Αττικής. Η συνέλευση αποφασίζει, σχεδόν παμψηφεί, την άμεση κήρυξη της απεργίας, την άμεση αποδοχή των αιτημάτων της Ομοσπονδίας με έμφαση στο 8ωρο, την επαναφορά των απολυθέντων, την πληρωμή των ημεραργιών της απεργίας, την απόλυση των απεργοσπαστών. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, όλες οι συνελεύσεις των Σωματείων υιοθετούν την απόφαση για απεργία. Την επομένη, οι συναντήσεις της ΠΟΣ με τον υπουργό Μεταφορών καταλήγουν σε αδιέξοδο. Η ηγεσία της ΠΟΣ συνεδριάζει με τα ΔΣ των Σωματείων και αποφασίζουν παμψηφεί την κήρυξη της απεργίας. Εκλέγουν επί τόπου Απεργιακή Επιτροπή που αναλαμβάνει την οργάνωση του αγώνα.

«Αίτινες απήργησαν...»

Η απεργία ξεκινά με απόλυτη επιτυχία. “Την επομένην Δευτέραν ουδεμία αμαξοστοιχία εκυκλοφόρει εις τα δίκτυα όπου είχεν αρχίσει η απεργία, πλην μιας αμαξοστοιχίας εις το δίκτυον ΣΠΑΠ και αυτής άνευ προσωπικού και με μόνον το προσωπικόν της μηχανής. Οι κεντρικοί Σταθμοί των Αθηνών και Πειραιώς κλειστοί, τα Κεντρικά Γραφεία επίσης κλειστά μη εξαιρουμένων ούτε των δεσποινίδων υπαλλήλων αίτινες απήργησαν, συνταυτίσασαι την τύχην των μετά των άλλων Συναδέλφων των”, αναφέρει η μελέτη «Η ιστορία του σιδηροδρομικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα», Α’Τόμος (1882-1940), που εκδόθηκε το 1995 με πρωτοβουλία της τότε Διοίκησης της ΠΟΣ.

Το πρωί της ίδιας μέρας η κυβέρνηση αναγκάζεται σε παραχωρήσεις προς τους απεργούς. Δεσμεύεται για την εξίσωση των μισθών, το πιο σημαντικό δέχεται το εννιάωρο, ενώ υπόσχεται να εξετάσει τις αυξήσεις στους μισθούς και την εξασφάλιση των επιδομάτων. Πλάι στο “καρότο” δεν λείπει, εννοείται, και το “μαστίγιο”. Οπως γράφει ο Δ. Λιβιεράτος “Ολόκληρος ο αστικός Τύπος φρύαξε κατά της απεργίας. Προσπαθούν να την διασπάσουν παρασύροντες τους βασιλόφρονες με το επιχείρημα ότι οι απεργοί αρνήθηκαν να μεταφέρουν τον Πατριάρχη από την Καλαμάτα για να ευλογήσει τον γάμο του Γεωργίου Β'”. Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να στηθεί απεργοσπαστικός μηχανισμός χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.

Την επομένη, οι απεργοί συγκεντρώνονται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για να αντιμετωπίσουν τις προτάσεις της κυβέρνησης. Η συζήτηση επικεντρώνεται σε δύο ζητήματα: στο αν θα σταματήσει η απεργία μετά τις υποχωρήσεις ή θα προχωρήσει και για τα υπόλοιπα αιτήματα, στο αν θα γίνει δεκτό το εννιάωρο -με ένα μεγάλο τμήμα της συνέλευσης να επιμένει, κόντρα στην ηγεσία της Ομοσπονδίας και της Απεργιακής Επιτροπής που είχαν αποδεχτεί την κυβερνητική πρόταση, ότι δεν πρέπει να κάνουν βήμα πίσω από το οχτάωρο.

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δείχνει την αποφασιστικότητα των απεργών. Από τους 724 ψηφίσαντες, οι 709 ψηφίζουν υπέρ της συνέχισης της απεργίας και μόλις 15 κατά. Αλλά και στο θέμα του 8ωρου καταγράφεται η ριζοσπαστικοποίηση των εργατών. Η αποδοχή της πρότασης της κυβέρνησης περνάει με οριακή πλειοψηφία, μόλις 11 ψήφων (365 ψήφισαν το εννιάωρο και 354 το οχτάωρο). Η γενική συνέλευση κλείνει μέσα σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και ζητωκραυγές καθώς ανακοινώνεται από την απεργιακή επιτροπή ότι και οι μηχανουργοί στα εργοστάσια και τα μηχανοστάσια του Λαρισσαϊκού κηρύσσουν απεργία συμπαράστασης.

Η κυβέρνηση απαντά πλέον με τρομοκρατία. Η αστυνομία μαζί με ανώτερους υπαλλήλους των ΣΕΚ ξεκινούν περιπολίες στους δρόμους της Αθήνας και συλλαμβάνουν όποιον απεργό βρίσκουν μπροστά τους. Παρά τις πιέσεις, ούτε ένας απεργός δεν δέχεται να πάει για δουλειά χωρίς την εντολή της ΠΟΣ. Οι συλληφθέντες οδηγούνται, χωρίς ένταλμα και ανεξαρτήτου ηλικίας, στις φυλακές.

Την τρίτη μέρα της απεργίας, η κυβέρνηση κηρύσσει την επιστράτευση των απεργών. Συλλαμβάνει την απεργιακή επιτροπή την ώρα που συνεδριάζει στα γραφεία της ΠΟΣ και της ανακοινώνει την απόφαση. Το πλήθος των συγκεντρωμένων, έξω από το Φρουραρχείο, απεργών αναγκάζει τους επικεφαλής της αστυνομίας να ελευθερώσουν τα μέλη της επιτροπής. Τους διατάζουν όμως να φροντίσουν ώστε όλοι οι απεργοί να παρουσιαστούν την επομένη για κατάταξη.

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Το πρωί, δυο χιλιάδες απεργοί βρίσκονται έξω από το Φρουραρχείο. Αρνούνται να υπακούσουν τις εντολές της Αστυνομίας για κατάταξή τους ανά κλάσεις και επιμένουν να παρουσιαστούν όλοι μαζί. Η κατάταξη καταρρέει. Η απεργιακή επιτροπή κάνει γνωστή στην κυβέρνηση την πρόθεσή της να καλέσει νέα Γενική Συνέλευση όπου θα προτείνει τη λήξη της απεργίας. Στις 8 το βράδυ, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά έχουν συγκεντρωθεί 2.500-3.000 εργαζόμενοι.

“Το θέατρο είναι περικυκλωμένο από Ευζώνους”, είναι μια σύντομη αλλά ιδιαίτερα ζωντανή περιγραφή της συνέλευσης εκείνο το βράδυ από τον Δ. Λιβιεράτο, “Ο στρατιωτικός διοικητής, συνταγματάρχης Κόης, καλεί την επιτροπή στο φουαγιέ του θεάτρου και δηλώνει ότι η συγκέντρωση απαγορεύεται επειδή είναι επιστρατευμένοι και πρέπει να αρχίσει αμέσως η κατάταξή τους. Οταν η Επιτροπή ανακοινώνει τις δηλώσεις του στρατιωτικού διοικητού οι απεργοί αρνούνται να καταταχτούν και ζητωκραυγάζουν υπέρ της απεργίας. Στην εμφάνιση του Κόη απαντούνε με το σύνθημα 'Κάτω ο Μπόγιας'.

Υστερα από την άρνηση για κατάταξη, οι στρατιώτες ορμάνε στην αίθουσα και αρχίζουν να αρπάζουν τους απεργούς ομάδες-ομάδες και να τους οδηγούν για βίαιη κατάταξη. Οι σιδηροδρομικοί άρχισαν να σπάζουν τις καρέκλες του θεάτρου για να αμυνθούν, οι στρατιώτες που τους είχαν φανατίσει οι βασιλόφρονες ετοιμάζονται να ματοκυλίσουν τους απεργούς. Με την επέμβαση της επιτροπής δεν έφτασαν μέχρι τη σύγκρουση”.

Χιλιάδες σιδηροδρομικοί συλλαμβάνονται και είτε καταλήγουν στους στρατώνες του Ρουφ, είτε στέλνονται στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας. Ανάμεσά τους είναι πολλοί από τους πρωτεργάτες της απεργίας, μέλη της απεργιακής επιτροπής. Την ίδια τύχη είχαν σιδηροδρομικοί της επαρχίας καθώς σε πολλές περιοχές έγιναν ανάλογα επεισόδια, αλλά και αρκετοί μη Σιδηροδρομικοί –τσαγκάρηδες, μαραγκοί, φοιτητές- που βρέθηκαν στη συνέλευση στον Πειραιά για συμπαράσταση.

Οσο κι αν η κυβέρνηση πίστευε ότι με την καταστολή θα πετύχει «μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια», δίνοντας ένα μάθημα στους σιδηροδρομικούς και το συνδικαλισμό τους και ταυτόχρονα συνετίζοντας επίδοξους μιμητές τους μέσα στην εργατική τάξη, το αποτέλεσμα ήταν ανάποδο. Η μεγάλη πλειοψηφία των απεργών αρνείται και μετά την επιστράτευση να πάει για δουλειά μέχρι να το αποφασίσει η Ομοσπονδία ή η Επιτροπή. Το πνεύμα της αντίστασης ενισχύεται τους επόμενους μήνες παντού. Ακόμα και στο Μέτωπο, η παρουσία των σιδηροδρομικών δεν είναι παρά μία επιπλέον φιτιλιά σε ένα ήδη «κουρασμένο» από τον πόλεμο και παράλληλα «ξεσηκωμένο» εναντίον του εκστρατευτικό σώμα.

Η απεργία των σιδηροδρομικών έληξε 11 μέρες μετά την κήρυξή της. “Η απεργία έδωκεν εις τους σιδ/κους την αφομοίωσιν και το εννεάωρον, δύο σπουδαιότατα αιτήματα. Επίσης και πλείστα άλλα εξ ίσου σπουδαία α) το τρίμηνον την πληρωμής των ασθενειών. β) Βοηθήματα εν περιπτώσει θανάτου ή απομακρύνσεως του σιδ/κου. Εισιτήρια εις συνταξιούχους – Στολαί εις Μακεδονικούς και πλείστα άλλα”, αναφέρεται στην μελέτη για το Σιδηροδρομικό Κίνημα. Το πιο σημαντικό όμως ήταν η εκτίμηση πως “η κήρυξη αυτής ήτο αναπόφευκτος διότι ήτο τέτοια η ψυχολογία και ο ενθουσιασμός του κόσμου ώστε ν' αποβαίνη αδύνατος η ματαίωσις αυτής”.

Οι σιδηροδρομικοί σήμερα είναι το ίδιο δυνατοί για να σταματήσουν οποιαδήποτε προσπάθεια ματαίωσης του αγώνα.