Διεθνή
“Έκδοση 2.0” της κρίσης

Ο πανικός που γκρέμισε την περασμένη εβδομάδα τα χρηματιστήρια δεν ήταν απλά και μόνο μια παροδική μπόρα -όπως έτρεξαν μετά την “ανάκαμψη” της Δευτέρας να μας “ενημερώσουν” τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: ήταν οι πρώτες στάλες της άγριας καταιγίδας που κρέμεται απειλητικά πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Ήταν τα πρώτα σημάδια ενός τσουνάμι που -αν επικρατήσουν τα σκοτεινά σενάρια- απειλεί να επιστρέψει την οικονομία πίσω στις μέρες του “μαύρου Σεπτέμβρη” του 2008, της εποχής της κατάρρευσης της Λήμαν Μπράδερς, της χρεωκοπίας της αμερικανικής τράπεζας που πυροδότησε τη “Μεγάλη Ύφεση” που ζούμε από τότε μέχρι σήμερα. 
 
Αυτή τη φορά το επίκεντρο δεν βρίσκεται στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ούτε στην “περιφέρεια” της Ευρώπης: την περασμένη Τρίτη, στις 9 Φλεβάρη η τιμή της μετοχής της Deutsche Bank (DB), της μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας (και μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου) έπεσε στα 13 Ευρώ: ήταν η χαμηλότερη τιμή στην ιστορία της.
 
Η DB χτυπήθηκε, όπως όλες οι τράπεζες του κόσμου, από την κρίση του 2007-8. Η χρεοκοπία της Λήμαν βρήκε τη μετοχή της λίγο κάτω από τα 58 Ευρώ. Τον Γενάρη του 2009 είχε πέσει στα 17 Ευρώ -μια απώλεια της τάξης του 70% μέσα σε τέσσερις μήνες. Ύστερα, όμως, ανέκαμψε. Τώρα, μέσα στις πέντε πρώτες εβδομάδες του 2016 η τιμή της μετοχής της υποχώρησε 40%. Όλες οι προσπάθειες του διοικητή της τράπεζας να σταματήσει τον πανικό μοιράζοντας διαβεβαιώσεις για τα “θεμελιακά της στοιχεία” αποδείχτηκαν μάταιες. Ούτε η καθησυχαστική δήλωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, κατάφερε να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Η διοίκηση της τράπεζας αναγκάστηκε στο τέλος να δαπανήσει σχεδόν 5 δισεκατομμύρια Ευρώ στην επαναγορά ομολόγων της για να σταματήσει τον πανικό. Για πόσο, αυτό κανένας δεν μπορεί να το προβλέψει.
 
Η περασμένη χρονιά ήταν, για πρώτη φορά μετά την κρίση του 2008-9, αρνητική για την DB. Τον Δεκέμβρη η τράπεζα ανακοίνωσε ότι το 2015 έκλεισε με ζημιές “μαμούθ” 6.7 δισεκατομμυρίων Ευρώ. Η διοίκηση προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις παρουσιάζοντας τη ζημιά αυτή σαν αποτέλεσμα μια εσκεμμένης “αναδιάρθρωσης”. Αλλά αυτό δεν καθησύχασε ούτε τους μετόχους ούτε (πολύ χειρότερα) τους κατόχους των διαβόητων “cocos” -ομόλογα που μετατρέπονται αυτόματα σε μετοχές αν ξεπεράσουν κάποιοι δείκτες ένα όριο (πχ το ποσοστό των κόκκινων δανείων στα βιβλία της τράπεζας).
 
Κάποιοι οικονομολόγοι ρίχνουν τις ευθύνες για τα σημερινά προβλήματα της DB σε αυτή την υπερβολική, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, έκθεση της τράπεζας στα cocos -στα λάθη της διοίκησης δηλαδή. Άλλοι θεωρούν κύρια υπεύθυνους τους νέους κανονισμούς που έχει επιβάλλει, από την αρχή της χρονιάς στις τράπεζες, εν όψει της “τραπεζικής ενοποίησης” η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν δίχως αμφιβολία κάποιο ρόλο στην επιδείνωση της κατάστασης. Αλλά δεν προκάλεσαν οι ίδιοι την κρίση.
 
Η DB κατ' αρχάς δεν είναι η μοναδική τράπεζα που είδε μέσα στο 2016 την μετοχή της να κατρακυλάει. Κάθε άλλο: από την 1 Γενάρη μέχρι τις 10 Φλεβάρη ο δείκτης FTSE-Eurofirst που παρακολουθεί τις 300 σημαντικότερες ευρωπαϊκές τράπεζες έχασε το 26.7%. Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι αυτή η συνολική κατακρήμνιση οφείλεται απλά σε “λάθη”. Ούτε είναι απλά ευρωπαϊκό φαινόμενο. Την ίδια ακριβώς περίοδο ο δείκτης KBW των 24 μεγαλύτερων τραπεζών των ΗΠΑ υποχώρησε και αυτός 18.5% κάτω. 
 
Πτώση κερδοφορίας
Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται πολύ πιο βαθιά. Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στην πραγματική οικονομία, στην παραγωγή. Όπως έγραφε η εφημερίδα Financial Times, “Οι ειδήσεις από την κερδοφορία των αμερικανικών μεγάλων επιχειρήσεων χάθηκαν μέσα στο θόρυβο των τελευταίων εβδομάδων. Δεν θα χάνονταν αν τα αποτελέσματα ήταν καλά. Αλλά ήταν φριχτά. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση της, η εταιρεία Tompson Reuters υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις του δείκτη S&P 500 (οι 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ δηλαδή) αναμένεται να καταγράψουν μια πτώση της κερδοφορίας τους της τάξης του 4.1% μέσα στο τέταρτο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς. Σύμφωνα με τα αρνητικά προγνωστικά των ίδιων των εταιρειών, το τρέχον τρίμηνο αναμένεται να είναι εξίσου άσχημο...”
 
Οι τράπεζες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι τράπεζες -όπως και τα χρηματιστήρια και οι άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις- λειτουργούν σαν ένας “κοινός κουμπαράς” για τους καπιταλιστές: μέχρι να συγκεντρώσουν το κρίσιμο κεφάλαιο για το νέο γύρο επένδυσης (που θα μπορούσε να κρατήσει πχ 10 χρόνια) μπορούν, αντί να κρατάνε τα κέρδη τους στο χρηματοκιβώτιο, να τα δανείζουν μέσω των τραπεζών σε άλλους καπιταλιστές που τα χρειάζονται. Για την υπηρεσία αυτή που τους προσφέρουν, οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές κλπ είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν ένα κομμάτι από τα κέρδη τους με τους τραπεζίτες. Οι τράπεζες με άλλα λόγια δεν παράγουν κέρδος. Τα κέρδη τους προέρχονται από την “πραγματική οικονομία”. Όταν η πραγματική οικονομία χωλαίνει, τότε οι τράπεζες πέφτουν σε κρίση. Η κερδοσκοπία, οι φούσκες ή η “εκτύπωση” χρήματος (πχ η ποσοτική χαλάρωση) μπορούν για ένα διάστημα να συγκαλύψουν τα προβλήματα. Αλλά όχι για πάντα. Αργά ή γρήγορα οι φούσκες σκάνε (μερικές φορές με θεαματικό τρόπο) και η πραγματικότητα ξεπροβάλει γυμνή. 
 
Το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνο η DB. Ούτε περιορίζεται απλά στους τραπεζικούς δείκτες και τα χρηματιστήρια. “Η συντριβή των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών της περασμένης εβδομάδας”, γράφει ο Wolfgang Munchau στο τελευταίο του σχόλιο στην Financial Times, “αποτελεί μια καμπή για τις εξελίξεις. Αυτό που είδαμε δεν είναι ούτε η απαρχή μιας απλής πτωτικής τάσης στα χρηματιστήρια, ούτε ο αβέβαιος προάγγελος μιας επερχόμενης ύφεσης. Αυτό που είδαμε -τουλάχιστον εδώ στην Ευρώπη- είναι η επιστροφή της οικονομικής κρίσης. Μπορεί η “Έκδοση 2.0” της κρίσης της Ευρωζώνης να φαντάζει, σε κάποια σημεία, λιγότερο τρομαχτική από την πρωτότυπη. Σε κάποια άλλα, όμως, είναι ακόμα χειρότερη...”
 
Η κινητήρια δύναμη της παραγωγικής μηχανής του καπιταλισμού δεν είναι η κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας αλλά το κέρδος. Όταν η κερδοφορία του κεφαλαίου πέφτει τότε η παραγωγή σταματάει: οι εργάτες απολύονται, οι “μη ανταγωνιστικές” (δηλαδή λιγότερο κερδοφόρες) επιχειρήσεις κλείνουν και οι τράπεζες βλέπουν τα δάνειά τους να κοκκινίζουν. Αλλά η σταδιακή πτώση της κερδοφορίας είναι, όπως έδειξε ο Μαρξ πριν από ενάμιση αιώνα, νομοτέλεια στον καπιταλισμό.
 
Η πτώση της κερδοφορίας βρίσκεται πίσω από τη σημερινή κρίση. Τα “αντισυμβατικά” μέτρα των κεντρικών τραπεζών εμπόδισαν την “έκδοση 1.0” να ακολουθήσει, σε παγκόσμια κλίμακα την πορεία της κρίσης της δεκαετίας του 1930. Αλλά δεν έλυσαν το πρόβλημα. Απλά το συγκάλυψαν.  Τώρα, ύστερα από 8 χρόνια “εύκολου χρήματος”, “μηδενικών επιτοκίων”, “ποσοτικής χαλάρωσης” οι κεντρικές τράπεζες έχουν ξεμείνει πια και από πυρομαχικά και από όπλα. 
 
Πώς θα εξελιχθεί η “έκδοση 2.0” της κρίσης αυτό κανένας δεν μπορεί να το προβλέψει. Αλλά το βέβαιο είναι ότι η περίοδος της ύφεσης και της αστάθειας που άνοιξε με την χρεοκοπία της Λήμαν Μπράδερς δεν έχει κλείσει ακόμα.
 

Ένα απλό “λάθος”;

Το περασμένο φθινόπωρο η FED, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, ανέβασε το βασικό επιτόκιο δανεισμού κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας. Η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ είχαν ανεβάσει τα επιτόκιά τους ήταν το 2007. Από τότε έπεφταν συνεχώς -φτάνοντας πρακτικά σε μηδενικά επίπεδα.
 
Η Τζάνετ Γέλεν, η επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας είχε προαναγγείλει αυτή την αύξηση από την αρχή της περασμένης χρονιάς. Τώρα, με τα διεθνή χρηματιστήρια σε αναβρασμό και τις τράπεζες αντιμέτωπες με την προοπτική ενός νέου 2008, πολλοί -ανάμεσά τους και στελέχη της Deutsche Bank- ήταν αυτοί που έτρεξαν να ρίξουν τις ευθύνες στη Γέλεν. Η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, λένε, ήταν πολύ βιαστική και “πρόωρη”.
 
Εξάντληση
Η πραγματική αιτία, όμως, που σπρώχνει την FED στην αντιστροφή της πολιτικής των τελευταίων χρόνων δεν είναι η υποτιθέμενη ευρωστία της αμερικανικής οικονομίας αλλά η εξάντληση της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης και του εύκολου χρήματος.
 
“Για χρόνια”, γράφει η Χένι Σέντερ, η υπεύθυνη για την παρακολούθηση των χρηματοπιστωτικών αγορών της Financial Times, “οι κεντρικοί τραπεζίτες αρνούνταν να παραδεχτούν ότι τα αντισυμβατικά μέτρα μπορεί να είχαν κάποιο τίμημα. Αλλά τώρα καθώς οι αναπτυγμένες αγορές βυθίζονται όλο και πιο βαθιά σε αχαρτογράφητα νερά... οι συνέπειες και τα όρια αυτών των πολιτικών γίνονται φανερά. Οι αρνητικές επιπτώσεις θα γίνονται όλο και πιο ορατές καθώς περνάει ο χρόνος. Αυτές οι πολιτικές (ενώ φούσκωσαν τις τιμές των μετοχών κλπ) δεν έκαναν τίποτα για να ανεβάσουν την πραγματική οικονομία... Η οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια του 2 - 2.5%, πέφτοντας κάτω από το 1% στο τελευταίο τρίμηνο”.    
 
Τα “αντισυμβατικά μέτρα” έσωσαν μέσα στα προηγούμενα χρόνια τους τραπεζίτες, τους χρηματιστές και τους κάθε λογής σπεκουλαδόρους από την κρίση. Τις συνέπειες τώρα ετοιμάζονται -όπως πάντα- να τις φορτώσουν στους φτωχούς.