Πολιτισμός
O αντιφατικός Ουμπέρτο Έκο
Ο Ουμπέρτο Έκο που πέθανε την προηγούμενη βδομάδα σε ηλικία 84 ετών, υπήρξε ένας από τους σημαντικούς συγγραφείς και θεωρητικούς από το ‘60 και μετά. Οι θεωρητικές του αφετηρίες ήταν η μεσαιωνική Ιστορία, η Αισθητική και η Σημειολογία. Οι ισχυρότερες λογοτεχνικές του επιρροές ήταν οι μεγάλοι μοντερνιστές του 20ου αιώνα, και ιδιαίτερα ο Τζέιμς Τζόυς, και ο Μπόρχες.
Από την δεκαετία του ’50, εκτός της ακαδημαϊκής του καριέρας, ο Έκο συνεργάζεται με την RAI, την ιταλική κρατική τηλεόραση, ενώ αρθρογραφεί στη La Stampa και την La Republica.
Τα άρθρα του κινούνται ανάμεσα στις ακαδημαϊκές του γνώσεις για την αισθητική και την σημειολογία και τα ζητήματα της καθημερινότητας και την λαϊκή κουλτούρα. Τα χρόνια αυτά ασχολείται ιδιαίτερα με το κιτς και την Ποπ Αρτ.
Από την εκτεταμένη αρθρογραφία του είναι εμφανής η ανάγκη του να συμμετέχει στην τρέχουσα πραγματικότητα, όχι σπάνια έχοντας την αίσθηση του επείγοντος (π.χ. σφαγή στην Τιεναμέν και τις εκτελέσεις που την ακολούθησαν).
Το 1963, ιδρύει με 33 ακόμα καλλιτέχνες το Gruppo 63, όπου γεννιέται επίσημα η Neoavanguardia, ένα καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα με σκοπό να ταράξει τα νερά της παραδοσιακής λογοτεχνίας. Σημαντικό εδώ είναι το “Ανοιχτό Έργο” του Έκο που οραματίζεται ένα έργο ανοιχτό ερμηνευτικά στον αναγνώστη. Η ομάδα πειραματίζεται γύρω από μια λογοτεχνία χωρίς κλασική φόρμα, ήρωες και χωρίς πλοκή. Η Neoavanguardia έχει ανοιχτούς πολιτικούς δεσμούς με την Αριστερά (σε τέτοιο βαθμό ώστε για αρκετά χρόνια να παραμένει ελάχιστα γνωστή στις ΗΠΑ). Η πολιτική της κριτική στοχεύει ιδιαίτερα στη σύγκρουση με τον καταναλωτισμό που προωθείται μέσα από τα ΜΜΕ και την βιομηχανοποιημένη κοινωνία.
Η πολιτική συγκυρία σαρώνει τις εξελίξεις. Η ομάδα ουσιαστικά διαλύεται ως το καλοκαίρι του ‘69 μέσα από τις εκρηκτικές πιέσεις που βάζει το κίνημα - το «καυτό φθινόπωρο του ΄69», όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται.
Όπως γράφει ο Άλεξ Καλλίνικος, η πολιτική οδύσσεια της γενιάς του 1968 είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την πλατιά αποδοχή των ιδεών της εποχής του μεταμοντέρνου στην δεκαετία του ΄80. Ο Έκο, που επηρεαζόταν από την Αριστερά χωρίς να είναι ποτέ στρατευμένος, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, αν και σίγουρα όχι το πιο συντηρητικό.
Το 1980 γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό με το πρώτο του μυθιστόρημα, το Όνομα του Ρόδου, που τα επόμενα χρόνια θα πουλήσει πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα και θα μεταφραστεί σε πάνω από 30 γλώσσες. Με το βιβλίο αυτό ο Έκο συνδέεται ρητά με τον μεταμοντερνισμό.
Πρόκειται για ένα αριστοτεχνικά δομημένο ιστορικό μυθιστόρημα μυστηρίου. Εκτυλίσσεται στον Μεσαίωνα (την φαντασιακή επικαιρότητα του συγγραφέα - όπως ο ίδιος λέει), σε ένα μοναστήρι, όπου κατά την αναμονή της έναρξης ενός σημαντικού θρησκευτικού γεγονότος, συμβαίνουν συνεχόμενοι φόνοι.
Μεταμοντερνισμός
Το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο, με πολυάριθμες αναφορές σε άλλα κείμενα και αρκετή δόση ειρωνείας. Πολλά από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού στη λογοτεχνία αναγνωρίζονται στο βιβλίο. Η βιβλιοθήκη του μοναστηριού, κομβική στην πλοκή, είναι δομημένη σαν λαβύρινθος με πολλά αδιέξοδα περάσματα. Με λίγη βοήθεια ο ήρωας καταφέρνει να βγει. Όμως ο κόσμος όπου ζει είναι ένας λαβύρινθος με την μορφή του ριζώματος – χωρίς κέντρο, χωρίς περιφέρεια, εν δυνάμει αέναος. Ουσιαστικά είναι ένας κόσμος μη δομημένος, και άρα αδύνατο να τον ερμηνεύσεις.
Ο μεταμοντερνισμός σήμερα φαίνεται να έχει χάσει την προηγούμενη αίγλη του. Ο Έκο υπήρξε εκφραστής αυτής της εποχής αλλά παραμένει ένας γοητευτικός συγγραφέας που ποτέ δεν υποτίμησε τον αναγνώστη. «…Πιστεύω πως για ν’ αφηγηθείς πρέπει πρώτα να κατασκευάσεις έναν κόσμο, όσο το δυνατό πιο εμπλουτισμένο από τις έσχατες λεπτομέρειες», γράφει. Ίσως αυτό ήταν το πιο καλό του σημείο, αυτό που τον έκανε αγαπητό σε τόσο μεγάλο και ετερόκλητο κοινό, η αγάπη στις πραγματικές λεπτομέρειες της ζωής.
Σύλβια Φεσσά
Υ.Γ. Μια γνωριμία με τον Έκο, τις αναζητήσεις της Neoavanguardia, αλλά και το πώς εντάσσεται ο ίδιος ως φορέας και ως ενεργός εκφραστής στην εποχή του μεταμοντερνισμού, είναι το «Επιμύθιο στο Όνομα του Ρόδου» (πρώτη έκδοση 1980).