Αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα
Οι πνιγμένοι του Καλαί

Σαντί Ομάρ Κατάφ, πρόσφυγας από τη Συρία, πέρασε από τη Λιβύη, πνίγηκε στη Μάγχη.

Έχουν περάσει επτά χρόνια από το 2009, όταν άρχισε να παίζεται στους κινηματογράφους η ταινία “Welcome”, που ταρακούνησε τη Γαλλία κόβοντας μέσα σε τρεις βδομάδες 780.000 εισιτήρια. Η υπόθεση της ταινίας αφορά τη ζωή του Μπιλάλ ενός νεαρού Κούρδου από το Ιράκ στη ζούγκλα του Καλαί, τις άθλιες συνθήκες, το ρατσιστικό κυνηγητό της αστυνομίας, τους υπό συνεχή διωγμό αλληλέγγυους. Στο τέλος της ταινίας, ο Μπιλάλ με μια στολή δύτη επιχειρεί να περάσει κολυμπώντας τη Μάγχη, με στόχο να δει την αγαπημένη του στο Λονδίνο για να πνιγεί μόλις 800 μέτρα από τις αγγλικές ακτές κυνηγημένος από ένα σκάφος του λιμενικού.  
«Τον περασμένο χειμώνα δύο πτώματα βρέθηκαν στις ακτές της Ολλανδίας και της Νορβηγίας. Φορούσαν δύο ολόιδιες στολές δύτη. Οι αστυνομικές αρχές και στις δύο χώρες ερεύνησαν τις υποθέσεις, αλλά δεν μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν τους νεκρούς. Αυτή είναι η ιστορία, ποιοι πραγματικά ήταν».
 
Με αυτά τα λόγια, βγαλμένα από σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ξεκινάει η μακροσκελής έρευνα με τίτλο «Τhe wetsuitman», («Ο άνθρωπος με τη στολή κατάδυσης») που υπέγραψε πρόσφατα ο Anders Fjellberg στη νορβηγική εφημερίδα Dagbladet. Πρόκειται για ένα υπόδειγμα συστηματικής έρευνας βάθους, αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν “slow journalism” (και μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα http://www.dagbladet.no/spesial/vatdraktmysteriet/eng/).
 
Η αφήγηση ξεκινάει από τις 2 Γενάρη του 2015 όταν στις νότιες ακτές της Νορβηγίας ένας ηλικιωμένος αρχιτέκτονας ανακαλύπτει μέσα σε μια άδεια στολή δύτη που ανασύρει από τη θάλασσα ανθρώπινα κόκαλα. Η αστυνομία καταλήγει ότι ο νεκρός στη Νορβηγία δεν ταιριάζει με καμιά από τις περιπτώσεις αγνοουμένων και στέλνει μήνυμα στην Ιντερπόλ για να πάρει απάντηση ότι άλλο ένα πτώμα με ακριβώς ολόιδια στολή (παραδόξως για τη Βόρεια Θάλασσα φτιαγμένη για θερμοκρασίες άνω των 16ο Κελσίου) είχε βρεθεί και θαφτεί χωρίς όνομα σε ένα νησάκι στις ακτές της Ολλανδίας τον Οκτώβρη του 2014. 
 
Στην Ολλανδία, τα ΜΜΕ έκλεισαν την υπόθεση αναφέροντας ότι πρόκειται για ένα αγνοούμενο «Γάλλο οδηγό». Αλλά ακολουθώντας μια ένδειξη πάνω στη στολή ο ντετέκτιβ που ασχολήθηκε με την υπόθεση βρήκε ότι είχε πωληθεί στο Καλαί στις 7 Οκτωβρίου του 2014, μαζί με άλλα κολυμβητικά είδη, όλα επί δύο, σε ένα μαγαζί αθλητικών ειδών. 
 
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου ο συντάκτης περιγράφει την επιτόπια έρευνα στο Καλαί. Στη Ζούγκλα των παραπηγμάτων ένας μαύρος άντρας σχεδόν δύο μέτρα με ένα μπουκάλι κρασί από τα Λιντλ στο χέρι κλαίει λέγοντας «θέλω να γυρίσω πίσω στην Αφρική». 2000 άτομα είναι μπλοκαρισμένα αδυνατώντας να περάσουν στη Βρετανία, καθώς εκτός από τα δρακόντεια μέτρα έχει στηθεί ένας «φράχτης με αγκαθωτό συρματόπλεγμα 20 χιλιομέτρων». Το ρεπορτάζ φτάνει πίσω στο 1999 όταν το Καλαί έγινε χώρος συγκέντρωσης προσφύγων, τότε Αλβανών από το Κόσσοβο, και λίγο αργότερα όταν το κλείσιμο μιας «νόμιμης» εγκατάστασης του Ερυθρού Σταυρού ακολούθησε η σταδιακή επέκταση της «παράνομης» Ζούγκλας των παραπηγμάτων. 
 
Η ομάδα των Νορβηγών δημοσιογράφων πηγαίνει στο μαγαζί αθλητικών ειδών όπου μια φοβισμένη υπάλληλος επιβεβαιώνει ότι τις στολές είχαν αγοράσει δύο μετανάστες, αλλά μετά από πίεση του αφεντικού της αρνείται να δώσει άλλες πληροφορίες. Παρόμοια η άρνηση που εισπράττουν και μέσα στη «Ζούγκλα». Κανείς δεν μιλάει, άλλοι γιατί φοβούνται ότι δεν είναι δημοσιογράφοι αλλά αστυνομικοί, άλλοι γιατί φοβούνται τους λαθρέμπορους διακινητές. Λίγο πριν φύγουν κάνουν μια αναφορά σε ένα αφγανικό σάιτ για αγνοούμενους πρόσφυγες. Την αναφορά διαβάζει μια γαλλίδα εθελόντρια η οποία δίνει στους δημοσιογράφους το τηλέφωνο ενός Σύριου πρόσφυγα στο Λονδίνο που εδώ και μήνες αναζητά τον 22χρονο ανιψιό του Μουάζ,  που αγνοείται.
 
“Ίσως μπορώ να κολυμπήσω”
Το τρίτο κεφάλαιο είναι η ιστορία του Μουάζ, που μετά από 142 μέρες ταξίδι κατάφερε να φτάσει από τη Δαμασκό στο Καλαί ενώ ο πατέρας του και οι τέσσερις αδελφές του είχαν καταφύγει στην Ιορδανία. Στις 7 Οκτωβρίου το 2014 έστειλε μήνυμα στο θείο του Μπάντι που βρισκόταν στο Μπράτφορντ: «μπορώ να δω την Αγγλία, ίσως μπορώ να κολυμπήσω μέχρι εκεί. Θα προσπαθήσω σήμερα». Οι Νορβηγοί δημοσιογράφοι επισκέφτηκαν το θείο του -που είχε ζητήσει μάταια βοήθεια από τη βρετανική αστυνομία- και αυτός τους έδωσε υλικό από το δικό του DNA το οποίο πήραν μαζί τους στη Νορβηγία. Εκεί το παρέδωσαν στην αστυνομία για ταυτοποίηση με αυτό του πνιγμένου. Στη συνέχεια μίλησαν με την αδελφή του Μουάζ στην Ιορδανία που τους εξιστόρησε την ιστορία τους:
 
Ο πατέρας τους είχε απελευθερωθεί το 2011 μετά από 11 χρόνια στη φυλακή ως αντιπολιτευόμενος στο καθεστώς Ασαντ. Το 2013 όλη η οικογένεια έφυγε για την Ιορδανία, εκτός από τον Μουάζ που έμεινε για να τελειώσει τις σπουδές του, ηλεκτρολόγος μηχανικός. «Του άρεσαν οι ταινίες και το κολύμπι» είπε η αδελφή του, προσθέτοντας ότι ζούσαν σε μια πολυεθνική γειτονιά, όπου κατοικούσαν Σιίτες, Σουνίτες, Χριστιανοί, Αλεβίτες, Εβραίοι. «Ο Μουάζ ήταν φίλος με όλους, δεν μάλωνε με κανένα» είπε η μητέρα του.
 
Όμως ο Μουάζ γίνεται στόχος της συριακής αστυνομίας και λίγους μήνες αργότερα φεύγει για την Ιορδανία. Από εκεί φεύγει για την Τουρκία, με την ελπίδα ότι αργότερα θα έφερνε μαζί του και την οικογένειά του. Βλέποντας ότι αυτό δεν είναι δυνατό, αφού του απαγορεύεται να επιστρέψει στην Ιορδανία,  αποφασίζει να πάει στο θείο του στη Βρετανία. 
 
Στις 17 Αυγούστου του 2014 πετάει από την Τουρκία στην Αλγερία και από εκεί περνάει στην εμπόλεμη Λιβύη όπου μετά από 10 μέρες μπαίνει σε βάρκα με πρόσφυγες. Τους περισυλλέγει το ιταλικό ναυτικό και στις 5 Σεπτέμβρη, ο Μουάζ καταφέρνει να φτάσει στη Δουγκέρκη, δίπλα στο Καλαί. Μετά από δέκα αποτυχημένες απόπειρες να περάσει τα σύνορα επιστρέφει στη Ρώμη, πιστεύοντας ότι μπορεί να πάρει αεροπλάνο από εκεί για το Λονδίνο. Τελικά, θα επιστρέψει στο Καλαί, απ’ όπου, μετά από δύο ακόμα αποτυχημένες απόπειρες, στις 7 Οκτωβρίου θα στείλει το τελευταίο μήνυμα στην αδελφή του. 
 
Το DNA του Μουάζ δεν ταίριαξε με αυτό στη Νορβηγία, ενώ το δείγμα που έφτασε στην ολλανδική αστυνομία δεν ήταν επαρκές για να γίνει ταυτοποίηση εκεί. Οι δημοσιογράφοι επικοινώνησαν με την οικογένειά του και τους ζήτησαν να στείλουν και αυτοί DNA. Το δικό τους ταυτοποιήθηκε. Και έτσι, ο τάφος χωρίς όνομα στο νησάκι της Ολλανδίας απέκτησε όνομα: Μουάζ αλ Μπάλκχι, 22 χρονών, ήθελε να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του από τη δυστυχία. 
Λίγες βδομάδες αργότερα η αδελφή του Μουάζ θα επικοινωνήσει ξανά με τους δημοσιογράφους για να τους ενημερώσει. Έμαθε ότι ένας 28χρονος, ο Σαντί Ομάρ Κατάφ αγνοείται επίσης από την 7η Οκτωβρίου. Στην έρευνά τους αυτοί ανακαλύπτουν ότι τη σελίδα του Ομάρ στο facebook, εξακολουθεί να κοσμεί μια υποβρύχια φωτογραφία του, τραβηγμένη στη Λιβύη, όπου πήρε μαθήματα κατάδυσης.
 
“Το χειρότερο μέρος του κόσμου”
Ο Ομάρ ήταν Παλαιστίνιος, γεννημένος στη Συρία από πρόσφυγες γονείς στη Δαμασκό. Όταν το 2012 το μέρος που έμεναν βομβαρδίστηκε από τον Άσαντ οι γονείς του μεταφέρθηκαν στο χώρο του στρατοπέδου Γιαρμούκ (που είχε φτιαχτεί 60 χρόνια νωρίτερα για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες) και ο Γκάρντιαν χαρακτήρισε σαν «το χειρότερο μέρος του κόσμου». Για τρία χρόνια το Γιαρμούκ έγινε το επίκεντρο συγκρούσεων, πολιορκήθηκε από το στρατό του Άσαντ, στη συνέχεια καταλήφθηκε από το ISIS, με αποτέλεσμα από τους 150.000 κατοίκους του να έχουν παραμείνει 20.000 και να αποδεκατίζονται από την ασιτία και τον πόλεμο, ανάμεσά τους και οι γονείς του Ομάρ.
 
Ο ίδιος έφυγε το 2012 για τη Λιβύη για να βρει την αδελφή του που είχε βρει δουλειά εκεί σαν κομμώτρια αλλά λίγο αργότερα χάθηκαν εντελώς τα ίχνη της όταν έπεσε θύμα απαγωγής. Ο Ομάρ ερωτεύτηκε τη θάλασσα, πήρε μαθήματα καταδύσεων και έβαλε στόχο να πάει στην Ιταλία και να δουλέψει σαν εκπαιδευτής καταδύσεων. Στις τελευταίες του επικοινωνίες ενημέρωνε τους συγγενείς του ότι έχει ξεμείνει στη Γαλλία και δεν έχει λεφτά για να πληρώσει διακινητές και ότι σκεφτόταν να κολυμπήσει. Σε συνέντευξη που έδωσε η άλλη αδελφή του, που δουλεύει στην Τουρκία σε πλυντήριο αυτοκινήτων, έμαθαν ότι τελευταία φορά επικοινώνησε μαζί της στις 7 Οκτωβρίου του 2014. Το DNA της βρέθηκε από τη νορβηγική αστυνομία να ταιριάζει με αυτό του πρώτου νεκρού στις ακτές της Νορβηγίας. Έτσι ταυτοποιήθηκε ο δεύτερος νεκρός.
Στο τελευταίο περάσμά τους από το Καλαί οι Νρβηγοί δημοσιογράφοι ρώτησαν χρησιμοποιώντας πλέον τα ονόματα των νεκρών για να πάρουν την απάντηση: «Τον Μουάζ; Όλο το Καλαί ήξερε γι’ αυτόν, ήταν αυτός που ήθελε να πάει κολυμπώντας. Κοιμόταν εδώ στα σκαλιά της εκκλησίας…»
 
Ο Μουάρ και ο Ομάρ δεν είναι οι μοναδικές περιπτώσεις προσφύγων που προσπαθούν να αποφύγουν τους δολοφονικούς φράχτες του Καλαί και του Έβρου κολυμπώντας. Σε μια ανάλογη ιστορία τον Αύγουστο, που πήρε διάσταση και στα ελληνικά ΜΜΕ, δύο Σύριες αδελφές, πρωταθλήτριες κολυμβήτριες, η Σάρα και η Γίσρα πήδηξαν από τη βάρκα που τις μετέφερε και κολύμπησαν τρεις ώρες για να φθάσουν σώες στη Λέσβο. Το Σεπτέμβριο, ο Σύρος αθλητής κολύμβησης Ameer Mehtr κολύμπησε 7 ώρες μέχρι να φτάσει σώος στη Σάμο. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που η πολιτική της Ευρώπης-Φρούριο δολοφονεί καθημερινά στα νερά του Αιγαίου και της Μάγχης.