Αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα
Ένας χρόνος δίκη της Χρυσής Αυγής
Η αντιφασιστική απεργιακή διαδήλωση προς τις φυλακές Κορυδαλλού την πρώτη μέρα της δίκης, 20/4/15
Η έναρξη της δίκης της Χρυσής Αυγής ακριβώς ένα χρόνο πριν, στις 20 Απρίλη 2015, παραμένει ένα κορυφαίο πολιτικό γεγονός των τελευταίων χρόνων. Μετά από δεκαετίες συγκάλυψης και προκλητικής ασυλίας από τους κρατικούς μηχανισμούς, 69 βουλευτές, πρωτοκλασάτα στελέχη και μέλη των ταγμάτων εφόδου της ναζιστικής συμμορίας κάθισαν στο εδώλιο κατηγορούμενοι για σειρά εγκληματικών πράξεων (με σημαντικότερες τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τις παραλίγο δολοφονικές επιθέσεις στους Αιγύπτιους ψαράδες και στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ) καθώς και για ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης.
Η πορεία της δίκης μέχρι σήμερα έχει ανοίξει το δρόμο για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Όχι χωρίς δυσκολίες. Οι προκλητικές καθυστερήσεις εκ μέρους των κατηγορούμενων χρυσαυγιτών και των συνηγόρων τους τους πρώτους μήνες της διαδικασίας σήμαναν ότι η ουσιαστική έναρξη της δίκης, με τη διερεύνηση των επιθέσεων μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ξεκίνησε μόλις τον περασμένο Σεπτέμβρη. Και ότι μέσα σε εννιά μήνες δίκης μέχρι τον Γενάρη, όταν ξεκίνησε η αποχή των δικηγόρων, η μοναδική υπόθεση που είχε αρχίσει να εξετάζεται -χωρίς να έχει ολοκληρωθεί- ήταν αυτή της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα.
Εγκληματική οργάνωση
Από το βήμα του μάρτυρα έχουν περάσει μέχρι τώρα οι γονείς του Παύλου Φύσσα, φίλοι από την παρέα του το βράδυ της δολοφονίας, περαστικοί αυτόπτες μάρτυρες καθώς και αστυνομικοί από τις δύο ομάδες ΔΙΑΣ που βρέθηκαν μπροστά στην δολοφονική επίθεση και από τα περιπολικά που έφτασαν αμέσως μετά. Ωστόσο, ακόμα και από αυτές τις λίγες καταθέσεις, έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται ξεκάθαρα ο τρόπος δράσης της Χρυσής Αυγής με λειτουργία, ιεραρχία και δομή εγκληματικής οργάνωσης στην οποία καθοδηγητικό ρόλο είχε η ηγεσία, Μιχαλολιάκος, Κασιδιάρης, Λαγός κλπ.
Ήταν οι συγκλονιστικές καταθέσεις των γονιών του Παύλου Φύσσα που άνοιξαν το δρόμο για αυτή την εξέλιξη. “Τα χέρια του Μιχαλολιάκου είναι βαμμένα με το αίμα του Παύλου” ήταν η χαρακτηριστικότερη ίσως φράση του Παναγιώτη Φύσσα για να τονίσει τον κεντρικά καθοδηγούμενο χαρακτήρα της εγκληματικής οργάνωσης. Ενώ στο ίδιο μοτίβο, μιας ναζιστικής συμμορίας που “καλλιεργεί το μίσος για το διαφορετικό” και “επιβάλει την ισχύ της σε ό,τι είναι αντίθετο”, είχε συνεχίσει στην φορτισμένη της κατάθεση η Μάγδα Φύσσα επιμένοντας σε όλη τη διάρκεια ότι η δολοφονία του Παύλου δεν έγινε τυχαία ή αυτοβούλως από το Ρουπακιά αλλά με εντολή Λαγού και Μιχαλολιάκου στα πλαίσια μιας εγκληματικής οργάνωσης.
Έτσι η περιγραφή των γεγονότων από τους φίλους του Παύλου Φύσσα που ακολούθησαν άρχισε να κλείδωνει αυτή την εικόνα. Την εικόνα δηλαδή ενός τάγματος εφόδου που μαζεύτηκε, εξοπλίστηκε και εκτέλεσε τη δολοφονία με απόλυτη ψυχραιμία και συντονισμό, αντικρούοντας τις εκδοχές του “τυχαίου καβγά”, της “ποδοσφαιρικής διαμάχης” ή μιας “αγνώστου αφορμής συμπλοκής με τραγική κατάληξη” που προσπαθούσαν να παρουσιάσουν οι χρυσαυγίτες.
Οι καταθέσεις των δύο φοιτητριών που έτυχε να κάθονται σε κοντινό παγκάκι συμπλήρωσαν ακόμα περισσότερο το παζλ της δολοφονικής επίθεσης. Παρά την προκλητική προσπάθεια εκφοβισμού τους από τους κατηγορούμενους και τους συνηγόρους τους, οι δύο κοπέλες επιβεβαίωσαν με θάρρος όλα τα στοιχεία για την ενιαία και συντονισμένη δράση του τάγματος εφόδου με τις κατά κύματα επιθέσεις στην παρέα του Παύλου Φύσσα, τον κλοιό γύρω από το Παύλο και το άνοιγμα του χώρου γύρω του κατά την άφιξη του Ρουπακιά.
Ούτε οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ που έμειναν άπραγοι σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης δεν μπορούσαν να μην επιβεβαιώσουν την εικόνα των πενήντα με εξήντα κοντοκουρεμένων, μαυροφορεμένων, με άρβυλα, χρυσαυγιτών, κάποιων από αυτών με κράνη και καδρόνια στα χέρια, που έτρεξαν όλοι μαζί προς την ίδια κατεύθυνση βρίζοντας και φωνάζοντας. Ή το ανάποδα στο δρόμο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του Ρουπακιά στο οποίο μπήκε αμέσως μετά τη δολοφονία “ήρεμος”.
Όσα ψέματα κι αν πουν οι χρυσαυγίτες μέσα στο δικαστήριο, όσες προσπάθειες εκφοβισμού μαρτύρων κι αν κάνουν, η εικόνα της εγκληματικής οργάνωσης θα επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο στη συνέχεια. Οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και τους Αιγύπτιους αλιεργάτες έχουν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά με τη δολοφονία Φύσσα, όπως και όλες οι επιθέσεις τους σε μετανάστες, στέκια, αντιφασίστες.
Αστυνομία συνένοχη
“Τυχόν ελλείψεις ή παραλείψεις της αστυνομίας είναι άλλο θέμα, αν θέλετε να διερευνήσετε κάτι πάνω σε αυτό απευθυνθείτε στις αρμόδιες αρχές, αυτή η κατηγορία δεν δικάζεται σε αυτή τη δίκη”, ήταν η αρχική τοποθέτηση της προέδρου του δικαστηρίου στην πρώτη προσπάθεια των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής να αναδείξουν τις ευθύνες της αστυνομίας στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Στο βήμα του μάρτυρα βρισκόταν τότε ο πρώτος μάρτυρας αστυνομικός ΔΙΑΣ που προσπάθησε να καλύψει την υπηρεσία του. Η παρέμβαση της προέδρου με απαγόρευση των σχετικών ερωτήσεων έδειχνε ότι αυτή η διάσταση θα έμενε στο απυρόβλητο.
Όσο όμως συνεχιζόταν η διαδικασία και οι καταθέσεις, η αδράνεια της αστυνομίας εκείνο το βράδυ ερχόταν όλο και πολύ στην επιφάνεια. Τα λόγια του Παναγιώτη Φύσσα “Η αστυνομία ήταν με την άλλη πλευρά, δίπλα στους χρυσαυγίτες” αλλά και της Μάγδας Φύσσα “Αστυνομία και Χρυσή Αυγή είναι ένα” άρχισαν να επιβεβαιώνονται μέσα από τις καταθέσεις της παρέας του Παύλου και των άλλων αυτόπτων μαρτύρων. Ήταν μια πτυχή που ούτε το δικαστήριο μπορούσε πια να αποφεύγει. Έτσι από την απαγόρευση των ερωτήσεων φτάσαμε η ίδια η πρόεδρος να πιέζει τους αστυνομικούς για απαντήσεις σχετικά με το ρόλο τους στην επίθεση.
Όσα “δεν προλάβαμε” και “κάναμε ό,τι μπορούσαμε” κι αν επανέλαβαν οι αστυνομικοί, όσα ψέματα “ότι ίσως οι συγκεντρωμένοι χρυσαυγίτες να ήταν άλλοι από αυτούς που χτυπούσαν το Φύσσα” κι αν επιστράτευσαν, αυτά που ομολόγησαν μέσα στο δικαστήριο δείχνουν τη συνενοχή τους. Δεν επενέβησαν κατά τη διάρκεια της επίθεσης, πρώτα πήγαν να συλλάβουν το Φύσσα (!) και μετά το Ρουπακιά -κι αυτόν μόνο επειδή τους τον υπέδειξε ο Φύσσας στα λίγα λεπτά που άντεξε μετά τις μαχαιριές- δεν “βρήκαν” κανέναν άλλο χρυσαυγίτη αλλά ανακάλυψαν και προσήγαγαν τους φίλους του Φύσσα που κρύβονταν φοβισμένοι σε κοντινό σημείο.
Η ενοχή τους επισφραγίστηκε και με συμβολικό τρόπο, τη λιποθυμία ενός αστυνομικού ΔΙΑΣ που κατέρευσε από την αδυναμία του να δώσει πειστικές εξηγήσεις σε αυτά τα ζητήματα. Ενώ η πρώτη δήλωση του Ρουπακιά προς τους αστυνομικούς “Είμαι δικός σας” που επιβεβαιώθηκε από μάρτυρα μέσα στη δίκη αποκάλυψε με το πιο επίσημο πια τρόπο τις σχέσεις ανοχής και ανοιχτής συνεργασίας αστυνομίας-χρυσαυγιτών.
Η κατάρριψη της «πολιτικής δίωξης»
Μέχρι την έναρξη της δίκης, Μιχαλολιάκος και λοιπή ηγεσία μιλούσαν για στημένες κατηγορίες που θα καταπέσουν στο δικαστήριο και διακήρυσσαν σε όλους τους τόνους ότι θα είναι οι ίδιοι που θα επιδιώξουν την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης για να αποκαλυφτεί ότι έχουν πέσει θύματα “πολιτικής σκευωρίας”.
Το “σόου” είχε άδοξο τέλος. Η πλειοψηφία της ηγετικής ομάδας δεν τόλμησε να εμφανιστεί ούτε μία μέρα στο δικαστήριο, εγκαταλείποντας ψυχρά τα μέλη της να προσπαθούν να πείσουν για την “πολιτική δίωξη” που δέχονται.
Η αδυναμία τους να αντικρούσουν το κατηγορητήριο έγινε ακόμα πιο φανερή μέσα στη διαδικασία. Αυτοί που δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν, έκαναν ό, τι περνούσε από το χέρι τους επιστρατεύοντας ολόκληρο νομικό οπλοστάσιο προκειμένου να εμποδίσουν τη νομιμοποίηση των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης η οποία βαρύνει και όλη την ηγεσία. Αυτοί που θα ζητούσαν την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης, τελικά επιχειρηματολογούσαν αρνητικά στο κατ’ επανάληψη αίτημα των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής τόσο για την ηχογράφηση και καθημερινή απομαγνητοφώνηση των πρακτικών της δίκης όσο και για την προβολή του οπτικοακουστικού υλικού της δικογραφίας κατά τη διάρκεια των καταθέσεων των μαρτύρων.
Αυτοί που θα ζητούσαν άπλετη δημοσιότητα για να ξεσκεπαστεί η πολιτική δίωξη εναντίον τους, αρνήθηκαν την τηλεοπτική κάλυψη της δίκης ενώ δε σταμάτησαν τις επιθέσεις στους φωτορεπόρτερ που “τους φωτογράφιζαν” και τις προσπάθειες λογοκρισίας των δημοσιογράφων επειδή “αναπαρήγαγαν αυτολεξεί τους διαλόγους και όσα διαδραματίζονταν μέσα στην αίθουσα” ζητώντας λίγο πολύ την αποβολή τους από την αίθουσα.
Η συνέχεια της δίκης, όταν τελειώσει η αποχή των δικηγόρων και αναλάβει δράση ξανά η Πολιτική Αγωγή θα εξασφαλίσει με τη βοήθεια του κινήματος ότι η δίκη θα γίνει καταδίκη για τους δολοφόνους νεοναζί.
Μαζικό κίνημα αντιφασιστικό
Πριν από ένα χρόνο, η δίκη της Χρυσής Αυγής ξεκινούσε με τον ίδιο τρόπο που είχε αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της εγκληματικής της δράσης: με αντιφασιστική απεργία. Χιλιάδες κόσμος από συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους, δημοτικά συμβούλια, κόμματα της αριστεράς, συλλογικότητες γειτονιών, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ομάδες LGBTQ, κινήσεις ατόμων με αναπηρία πολιόρκησαν στις 20 Απρίλη του 2015 τις φυλακές Κορυδαλλού απαιτώντας την καταδίκη των ναζί δολοφόνων.
Τα πανό της ΑΔΕΔΥ, των Συλλόγων Δασκάλων, της Γ’ ΕΛΜΕ Αθήνας, του Συλλόγου Εργαζομένων του ΓΝΑ Γεννηματάς, των εκτάκτων του Υπουργείου Πολιτισμού, του Σωματείου Εργαζομένων στην Ιντρακόμ, της ΠΕΝΕΝ, του Αντιφασιστικού Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών, των Συλλόγων Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Αθήνας, των Σπουδαστικών Συλλόγων ΤΕΙ Αθήνας-Πειραιά, των Φοιτητικών Συλλόγων Παντείου και Σχολής Καλών Τεχνών μαζί με τα πανό της ΚΕΕΡΦΑ, της Πακιστανικής Κοινότητας, του ΣΕΚ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνόδευσαν τους χιλιάδες αντιφασίστες, ανάμεσά τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής και πολλούς μάρτυρες κατηγορίας, από το γήπεδο της Προοδευτικής προς τις φυλακές όπου ενώθηκαν με το ΠΑΜΕ και άλλα κομμάτια της Αριστεράς και της αναρχίας.
Ήταν μια κομβική στιγμή που θύμισε την αντιφασιστική απεργία και διαδήλωση σεισμό μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η οποία είχε ανοίξει το δρόμο για τις συλλήψεις και την ποινική δίωξη των χρυσαυγιτών σαν εγκληματική οργάνωση. Και έδειξε ξανά ότι η δύναμη που μπορεί να τσακίσει τους φασίστες είναι η ενωτική δράση του αντιρατσιστικού-αντιφασιστικού και εργατικού κινήματος.
Παρά την προκλητική παρουσία της αστυνομίας με κλούβες και ΜΑΤ που έκλειναν το δρόμο προς την είσοδο των φυλακών, οι φωνές και τα συνθήματα της διαδήλωσης έφταναν μέσα στο δικαστήριο. Αυτή η εικόνα, που επαναλήφτηκε πολλές φορές από τότε, θα σημαδέψει και την επανέναρξη της δίκης. Όταν η αποχή των δικηγόρων λήξει με τον κλάδο να γυρίζει νικητής από τη μάχη με το ασφαλιστικό σφαγείο, θα πρέπει να την ξαναδούν μπροστά τους όχι μόνο οι υπόδικοι νεοναζί της Χρυσής Αυγής, αλλά και οι κρατικοί θεσμοί που τους έχουν αποφυλάκισει όλους, έχουν ελαφρύνει τους περιοριστικούς τους όρους ή κάνουν τα στραβά μάτια στην παραβίασή τους.
“Διαμαρτυρόμαστε και ζητάμε από τον υπουργό Παρασκευόπουλο να μεταφερθεί αλλού η δίκη. Δίπλα στις φυλακές βρίσκονται συνολικά 11 σχολικές μονάδες. Δεν είναι δυνατόν τα παιδιά μας να πρέπει να δείχνουν ταυτότητα σε αστυνομικούς για να πάνε σχολείο”, έλεγε την πρώτη μέρας της δίκης έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού η Ευγενία Μιχαηλίδου Μπατμάνογλου, πρόεδρος της τοπικής Ένωσης Γονέων.
“Συμμετέχουμε ενεργά και απαιτούμε την καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Συμμετείχαμε σε όλες τις διαδικασίες και τη συντονιστική επιτροπή αγώνα του Δήμου Κορυδαλλού. Πρόκειται για μια εξαιρετικά πολιτική δίκη, πρέπει να γίνει σε ανοιχτό χώρο με ελεύθερη πρόσβαση και δημοσιότητα. Για αυτόν τον λόγο απαιτούμε να αλλάξει ο χώρος της δίκης”, συμπλήρωνε ο Γιάννης Βαρδουνιώτης, από την ΕΛΜΕ Κορυδαλλού. Την ίδια μέρα όλα τα σχολεία και οι υπηρεσίες του δήμου έμεναν κλειστές και το ίδιο θα γινόταν στις επόμενες συνεδριάσεις.
Η απόφαση διεξαγωγής της δίκης στις φυλακές Κορυδαλλού ήταν μια πολιτική απόφαση με στόχο να εμποδίσει την καθημερινή πρόσβαση του κοινού και να περιορίσει τη δημοσιότητά της. Ήταν ένα ακόμα δώρο του κρατικού μηχανισμού προς τους χρυσαυγίτες.
Η ακαταλληλότητα της αίθουσας θα ερχόταν ξανά και ξανά στο προσκήνιο. Δεν ήταν μόνο τα τεχνικά προβλήματα όπως η κακή μικροφωνική, η περιορισμένη πρόσβαση των δημοσιογράφων στο ίντερνετ ή το πλημμύρισμα της αίθουσας στην πρώτη νεροποντή. Η απομόνωση της δίκης στο χώρο των φυλακών αποθράσυνε τους κατηγορούμενους νεοναζί και τους συνηγόρους τους.
Η μεταφορά της δίκης στον “φυσικό” της χώρο, το Εφετείο της Αθήνας, παραμένει βασικό αίτημα. Αν υπάρχει ένας λόγος που η προσπάθεια για μια δίκη “στα μουλωχτά” δεν πέρασε μέχρι τώρα, αυτός είναι η δράση του αντιρατσιστικού-αντιφασιστικού κινήματος.
Σύγκρουση με την πολιτική των διευκολύνσεων για τους Χρυσαυγίτες
Η ποινική δίωξη σε βάρος της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης είναι το σημαντικότερο βήμα για την απονομιμοποίηση της ναζιστικής συμμορίας στα τριάντα χρόνια της εγκληματικής δράσης της. Έναν χρόνο μετά το ξεκίνημα της δίκης στο Α’΄Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, πώς αντιμετωπίζει σήμερα η κρατική εξουσία τη Χρυσή Αυγή;
Η συγκέντρωση των νεοναζί στον Πειραιά στις 8/4/2016 μάς έδωσε καθαρά το στίγμα για να απαντήσουμε στο ερώτημα. Οι άντρες των ΜΑΤ “συλλειτούργησαν” με τους νεοναζί για την καταστολή της αντιφασιστικής συγκέντρωσης. Και η τέλεση εγκληματικών πράξεων αντρών των ταγμάτων εφόδου του Λαγού, όπως η επίθεση από τον κρανοφόρο με τη σιδερόβεργα σε βάρος εικονολήπτη ή το ξυλοκόπημα της φωτογράφου του Vice, αντιμετωπίστηκαν με την παλιά καλή ασυλία, που επί χρόνια απολάμβαναν οι Χρυσαυγίτες. Την ίδια στιγμή, αποκαλύπτεται ότι η υπόθεση του χρυσαυγίτικου πογκρόμ του Μάη του 2011 κινδυνεύει με παραγραφή, επειδή η Εισαγγελία δεν έχει ακόμα απαγγείλει κατηγορίες κατά των δραστών. Και σε κρίσιμες υποθέσεις για την εξέλιξη της ίδιας της μεγάλης δίκης, όπως η επίθεση στο στέκι Συνεργείο την οποία οργάνωσαν και υλοποίησαν Λαγός και Μίχος, ο φάκελος της δικογραφίας “χάθηκε” στους διαδρόμους ανάμεσα σε Εισαγγελία, Εφετείο και Κορυδαλλό. Όταν η Χρυσή Αυγή στοχοποιεί αγωνιστές της Αριστεράς υποβάλλοντας μηνύσεις, η υπόθεση βρίσκει πάντα το δρόμο της στο ακροατήριο. Όταν οι νεοναζί μαχαιροβγάλτες πρέπει να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους, οι φάκελοι απλά “εξαφανίζονται”.
Πρόκειται για ολική επιστροφή στην κατάσταση πριν τον Σεπτέμβρη του 2013, όταν οι 32 φάκελοι υποθέσεων της Χρυσής Αυγής έμεναν σκονισμένοι και ασυσχέτιστοι στα ντουλάπια της Εισαγγελίας, πριν τους αναζητήσει ο τότε Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Δένδιας μετά τη δολοφονία Φύσσα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι η τωρινή εμπειρία απαντάει οριστικά και στο ερώτημα που είχε διχάσει την Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα τις μέρες που ο Μιχαλολιάκος οδηγούνταν με χειροπέδες στον Εισαγγελέα: πώς εξηγείται η δίωξη της Χρυσής Αυγής; Μήπως ήταν οργανωμένο σχέδιο της κυβέρνησης Σαμαρά; Ή μήπως η αστική δημοκρατία αποφάσισε επιτέλους να αμυνθεί απέναντι στους εχθρούς της;
Τίποτα από όλα αυτά: η ποινική δίωξη ήταν γέννημα της πολιτικής κρίσης που δημιούργησε η μαζική αντιφασιστική έκρηξη και του άμεσου κινδύνου που διέτρεχε η κυβέρνηση Σαμαρά αν αποφάσιζε να συνεχίσει τον (όχι και τόσο) κρυφό εναγκαλισμό της με τη Χρυσή Αυγή. Μόλις η αίσθηση της κρίσης και της πολιτικής πίεσης από την κυβέρνηση προς τους κρατικούς μηχανισμούς χαλάρωσε, το κράτος γύρισε στην παλιά καλή πρακτική της συγκάλυψης και της ανοχής. Αν κάτι σοκάρει στη σημερινή συγκυρία, είναι η πλήρης αδιαφορία του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται στην κυβέρνηση να συντηρήσει την πίεση πάνω στους κρατικούς μηχανισμούς για την εξάρθρωση της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Είναι μια τακτική που θα την πληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν σήμερα θεωρεί ότι δεν του προξενεί ιδιαίτερο πολιτικό κόστος.
Χαράκωμα
Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα τεκταινόμενα στη δικαστική αίθουσα στον Κορυδαλλό θα έχουν πλέον μικρή σημασία για την εξέλιξη της φασιστικής απειλής στη χώρα μας; Κάθε άλλο. Μια τέτοια τοποθέτηση είναι εγκληματικά λαθεμένη. Η ποινική δίωξη ήταν αποτέλεσμα της μαζικής, σχεδόν ενστικτώδους, κίνησης της εργατικής τάξης τις μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα. Και όταν η κίνηση της τάξης αφήνει το χνάρι της στους μηχανισμούς του κράτους, χρειάζεται κάτι παραπάνω από έναν ξεχασιάρη εισαγγελέα για να παραγραφούν οι συνέπειές της. Η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι το χαράκωμα που δημιούργησε το ίδιο το αντιφασιστικό κίνημα, πρώτα και κύρια ο ίδιος ο Παύλος Φύσσας με την αντίσταση που προέβαλε το βράδυ της δολοφονίας του στους νεοναζιστές φονιάδες. Το αποτέλεσμα της δίκης θα σφραγίσει την εξέλιξη της φασιστικής απειλής στη χώρα μας: το διακύβευμά της δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.
Όμως η εμπειρία του ενός χρόνου από το ξεκίνημα της δίκης προσφέρει μια ακόμα απόδειξη – αν χρειαζόμασταν κι άλλη – ότι είναι τελικά το μαζικό, αντιφασιστικό κίνημα της εργατικής τάξης και της μεγάλης δημοκρατικής πλειοψηφίας που θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα και σίγουρα όχι οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας. Αυτό είναι το πολιτικό συμπέρασμα που θα πρέπει να βγάλει κάθε ειλικρινής αντιφασίστρια και αντιφασίστας.
Θανάσης Καμπαγιάννης