Ιστορία
100 χρόνια από το σφαγείο του Σομ

Την περασμένη βδομάδα, 1 Ιούλη, συμπληρώθηκε ένας αιώνας από την έναρξη της μάχης του Σομ (ένα ποτάμι στη βορειοανατολική Γαλλία). Είναι ίσως η πιο πολύνεκρη μάχη στην ιστορία του πολέμου. Επίσης, είναι η χειρότερη και πιο αιματοβαμμένη μέρα στην ιστορία των πολέμων που έχει κάνει η Βρετανία. 
 
Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκατομμύρια νέοι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των κυβερνήσεών τους για να υπερασπίσουν την πατρίδα, την ελευθερία, τον πολιτισμό και άλλα υψηλά ιδανικά. Οι φωνές που έλεγαν ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός, άδικος από όλες τις μεριές και ότι οι καπιταλιστές έστελναν στο σφαγείο εκατομμύρια για να ξαναμοιράσουν τον κόσμο, πνίγονταν στη θάλασσα του πολεμικού ενθουσιασμού.
 
Αυτός ο ενθουσιασμός δέχτηκε τα πρώτα ισχυρά πλήγματα το ίδιο καλοκαίρι. Τα σχέδια όλων των Γενικών Επιτελείων πρόβλεπαν ταχύτατη κινητοποίηση, επιθετικό πνεύμα, πόλεμο κινήσεων και μεγάλες μάχες που θα έκριναν την έκβαση. Όμως, οι υπολογισμοί των Γερμανών, Γάλλων και Βρετανών στρατηγών βούλιαξαν στο αίμα στα πεδία των μαχών του Βελγίου και της βορειοανατολικής Γαλλίας. 
 
Γι’ αυτούς δεν υπήρχε πρόβλημα -όλα αυτά ήταν βέλη και τελείες στους χάρτες τους σε πολυτελή επιτελεία πολλές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τα πεδία των μαχών. Ο «πόλεμος εκμηδένισης» είχε γίνει «πόλεμος φθοράς» και εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι ήταν νεκροί. Θα έρχονταν χειρότερα.  
 
Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός στηριζόταν παραδοσιακά στο πολεμικό ναυτικό του για να ελέγχει την παγκόσμια αυτοκρατορία του. Ο στρατός ξηράς ήταν -συγκριτικά με τους άλλους ευρωπαϊκούς στρατούς- μια μικρή, επαγγελματική δύναμη. Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) στη Γαλλία το αποτελούσαν μόνο εφτά μεραρχίες. 
 
Στα τέλη του 1914 υπήρχαν μόνο απομεινάρια. Οι αιματηρές επιθέσεις του 1915 εξάντλησαν και τη σοδειά της επιστράτευσης που είχε ξεκινήσει. Όμως, εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι έπαιρναν τη θέση τους. Στις αρχές του 1916 υπήρχαν 70 βρετανικές μεραρχίες στο Δυτικό Μέτωπο. 
 
Τον Δεκέμβρη του 1915, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί στρατηγοί σε μια κοινή σύσκεψη κατέστρωσαν ακόμα ένα μεγάλο σχέδιο. Μια μεγάλη επίθεση στον Σομ που θα διασπούσε τις γερμανικές γραμμές σε συντονισμό με την επίθεση των Ρώσων συμμάχων στο ανατολικό μέτωπο (έμεινε γνωστή ως «επίθεση Μπρουσίλοφ»). 
 
Όμως, οι Γερμανοί επιτέθηκαν πρώτοι, τον Φλεβάρη, στο Βερντέν. Για να τους αποκρούσουν, οι Σύμμαχοι έστειλαν εκεί πολλές γαλλικές μεραρχίες που προορίζονταν για τη μεγάλη επίθεση στον Σομ. Έτσι η επιχείρηση έπεσε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στις πλάτες των Βρετανών. 
 
Πολυβόλα
Για τον στρατάρχη σερ Ντάγκλας Χέηγκ, τον νέο αρχηγό του ΒΕΣ τα πράγματα ήταν απλά. Το πεζικό θα πήγαινε «over the top» δηλαδή θα έβγαινε από τα χαρακώματα και θα άνοιγε ένα ρήγμα στη γερμανική διάταξη. Στη συνέχεια θα επέλαυνε το ιππικό που θα σάρωνε τους «Ούνους». 
 
Τι κι αν από τον περασμένο αιώνα και ιδιαίτερα από τον Αμερικάνικο Εμφύλιο είχε αποδειχτεί με τον πιο αιματηρό τρόπο η ματαιότητα της κατά μέτωπο επίθεσης σε καλά οχυρωμένες θέσεις; Στις 3 Ιούνη του 1864 οι Νότιοι του στρατηγού Λη είχαν θερίσει 7 χιλιάδες Βόρειους στρατιώτες σε μισή ώρα στη μάχη του Κολντ Χάρμπορ, οχυρωμένοι στα χαρακώματά τους και με ακριβή μπαράζ πυροβολικού. 
 
Το 1864 το πολυβόλο ήταν ακόμα στα πρώτα του πρωτόγονα βήματα. Το 1916 στον Σομ στα γερμανικά χαρακώματα υπήρχαν περισσότερα από 1000 πολυβόλα που έριχναν 600 σφαίρες το λεπτό. Όμως, για τον Χέηγκ το πολυβόλο, όπως και τα αεροπλάνα ή το τανκ, ήταν κατώτερα από το …άλογο. 
 
Οι Βρετανοί στρατηγοί είχαν και μια άλλη φαεινή ιδέα. Μια κόλαση πυρών πυροβολικού θα διέλυε τους φράχτες από συρματοπλέγματα (περίπου 1,5 μέτρο ύψος) που είχαν τοποθετήσει οι Γερμανοί μπροστά από τα χαρακώματά τους και θα ισοπέδωνε τα καταφύγιά τους. 
 
Ο βομβαρδισμός ξεκίνησε στις 24 Ιούνη. Δεν κράτησε μερικές ώρες. Διήρκεσε μια ολόκληρη βδομάδα, χωρίς διακοπή. Τα γαλλο-βρετανικά κανόνια έριξαν περισσότερα από 1 εκατομμύριο βλήματα. Για τους Γερμανούς φαντάρους που ήταν κλεισμένοι σαν τα ποντίκια σε καταφύγια –κάποια 10 μέτρα κάτω από την επιφάνεια- ο βομβαρδισμός ήταν μια κόλαση: τα ωστικά κύματα από τις εκρήξεις «σαν χτυπήματα με σφυρί πάνω στα κράνη που φορούσαμε», ο πανικός ότι θα θαφτούν ζωντανοί (πολλοί όντως θάφτηκαν) τρέλανε πολλούς. 
 
Όμως, ο βομβαρδισμός δεν κατέστρεψε ούτε τα συρματοπλέγματα, ούτε τις οχυρώσεις. Ούτε τα εκρηκτικά που είχε βάλει σκάβοντας τούνελ το μηχανικό δημιούργησαν ρήγμα στις γερμανικές οχυρώσεις. Στις 7.28 το πρωί, μια τεράστια έκρηξη συγκλόνισε ένα σημείο στις γερμανικές γραμμές. Δημιούργησε τον «κρατήρα Λοκνάγκελ» όπως έμεινε γνωστός –με διάμετρο 91 μέτρα και βάθος 22. Παραμένει μέχρι και σήμερα ο μεγαλύτερος κρατήρας που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος. Εκατοντάδες Γερμανοί φαντάροι σκοτώθηκαν χωρίς να δούνε καν τον «εχθρό». 
 
Σφαγή 
Στις 7.30 ξεκίνησε η επίθεση. Οι Βρετανοί στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα, σε πυκνές, ευθείες γραμμές και με αργό βηματισμό κουβαλώντας σακίδια 30 κιλών στην πλάτη. Αυτό, κατά τον Χέηγκ και τους στρατηγούς του, ήταν πρότυπο επίθεσης «με σταθερό βηματισμό και σε διαδοχικές γραμμές».  
 
Ήτανε μια σφαγή. 110 χιλιάδες βρετανοί φαντάροι ξεκίνησαν. Σε λιγότερο από 15 ώρες, περίπου 60 χιλιάδες ήταν νεκροί και τραυματίες, δηλαδή είχαν απώλειες της τάξης του 50%. Συγκεκριμένα περίπου 22 χιλιάδες σκοτώθηκαν αμέσως ή πέθαναν από τα τραύματά τους εγκλωβισμένοι -κάποιοι μέχρι και τέσσερις μέρες- στους λαβυρίνθους των συρματοπλεγμάτων και στους κρατήρες από τις εκρήξεις. Ακόμα 38 χιλιάδες τραυματίστηκαν, πολλοί έμειναν ανάπηροι για όλη τους τη ζωή. Ούτε ένας από τους στόχους της επίθεσης δεν επιτεύχθηκε.
 
Υπήρξαν περιπτώσεις που οι Γερμανοί πολυβολητές σταμάτησαν να βάλλουν αηδιασμένοι από το σφαγείο. Ένας Γερμανός αξιωματικός περιέγραφε λίγο μετά το πεδίο της μάχης: «μια σειρά τεράστιους κρατήρες από εκρήξεις βομβών, γεμάτος με κομμάτια από στολές, οπλισμό και ανθρώπινα μέλη. Οι νεκροί ανακατεμένοι με τους ζωντανούς. Καθώς παίρναμε τις θέσεις μας, τους βρίσκαμε στοιβαγμένους τον ένα απάνω στον άλλον. Ο ένας λόχος μετά τον άλλο είχαν σπρωχτεί στη κόλαση πυρός και είχαν εξοντωθεί». 
 
Βέβαια, για τους Βρετανούς επικεφαλής όλα είχαν πάει καλά. Ένας συνταγματάρχης του επιτελείου έγραψε στην αναφορά του ότι: «Τα γεγονότα της 1 Ιούλη επιβεβαίωσαν τα συμπεράσματα του βρετανικού γενικού επιτελείου και δικαίωσαν σε μεγάλο βαθμό τις τακτικές που επιλέχθηκαν». Ο ίδιος ο Χέηγκ δήλωσε ότι: «χωρίς αμφιβολία ο εχθρός έχει κλονιστεί και δεν διαθέτει εφεδρείες». 
 
Και φυσικά διέταξε συνέχιση των επιθέσεων. Συνεχίστηκαν για 140 μέρες, μέχρι τα μέσα Νοέμβρη. Όταν σταμάτησαν οι επιχειρήσεις, η σφαγή σε βιομηχανική κλίμακα είναι η ακριβέστερη περιγραφή, ο απώλειες των Συμμάχων είχαν φτάσει τις 600 χιλιάδες (τα 2/3 Βρετανοί) και των Γερμανών τις 650 χιλιάδες. Η «επέλαση» που είχε υποσχεθεί ο Χέηγκ αποδείχτηκε ότι ήταν μια προώθηση μόλις 9 χιλιομέτρων. 
 
Λίγες μέρες μετά, στα μέσα Δεκέμβρη, τέλειωσε η μάχη του Βερντέν, που είχε ξεκινήσει τον Φλεβάρη. Εκεί οι απώλειες και από τις δυο μεριές έφτασαν το 1 εκατομμύριο. Η γραμμή του μετώπου βρισκόταν ακριβώς στο σημείο της έναρξης της μάχης. 
Στα τέλη του 1887 ο Φ. Ένγκελς προειδοποιούσε τι θα σημάνει μια πολεμική αναμέτρηση στην Ευρώπη: 
«ένας παγκόσμιος πόλεμος έκτασης και βιαιότητας που δεν έχει φανταστεί κανείς μέχρι τώρα. Η αλληλοσφαγή θα εμπλέξει οχτώ με δέκα εκατομμύρια στρατιώτες…Οι καταστροφές του Τριακονταετούς Πολέμου συμπυκνωμένες σε τρία με τέσσερα χρόνια και απλωμένες σε όλη την ήπειρο· λιμός, λοιμός, γενική αποσύνθεση των δυο στρατών και των πληθυσμών…κατάρρευση των παλιών κρατών και της παραδοσιακής κρατικής σοφίας σε τέτοιο βαθμό που τα στέμματα θα κυλάνε με τη ντουζίνα στο δρόμο και δεν θα βρίσκεται κανείς να τα περιμαζέψει…»
 
Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί των καπιταλιστών έφεραν στον κόσμο τη βαρβαρότητα που προφήτευε ο Ένγκελς. Όμως, δίπλα στην βαρβαρότητα γεννιόταν κι η ελπίδα. Το 1916 ήταν η χρονιά της φρίκης του Σομ και του Βερντέν, της σφαγής σε βιομηχανική κλίμακα. Το 1917 ήταν η χρονιά των ανταρσιών και των απεργιών σε όλη την εμπόλεμη Ευρώπη -και η χρονιά της Ρώσικης Επανάστασης.