Ιστορία
Ισπανία 1936: Η επανάσταση ενάντια στο φασισμό

Στις 17 Ιούλη του 1936 ο στρατηγός Φράνκο, ξεκινώντας από το Μαρόκο, κομμάτι του Ισπανικού κράτους τότε, προχώρησε σε πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου. Στο πλευρό του Φράνκο και των στρατηγών ήταν όλη η άρχουσα τάξη και η δεξιά: βιομήχανοι, γαιοκτήμονες, η Καθολική Εκκλησία, οι δυο πτέρυγες των μοναρχικών, η «Φάλαγγα» των Ισπανών ναζί. 
 
Λίγους μήνες πριν, τον Φλεβάρη, η Ισπανία απoκτούσε μια αριστερή κυβέρνηση. Μετά από πέντε χρόνια αγώνων που ξεκίνησαν με την ανατροπή της Μοναρχίας το 1931, η μαζική ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου οδήγησε στην εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου. 
Η νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές, σήμανε μια τεράστια άνοδο της αυτοπεποίθησης του κινήματος και κατ' επέκταση μια νέα αγωνιστική έκρηξη. Τους μήνες που ακολούθησαν στις πόλεις ξέσπασαν μαζικές απεργίες και στην ύπαιθρο καταλήψεις μεγάλων αγροκτημάτων. Η νίκη του Λαϊκού Μετώπου έσπειρε ελπίδες και χιλιάδες εργάτες κι αγρότες διεκδίκησαν να γίνουν πράξη. Την ίδια στιγμή που ο Αθάνια, ένας από τους ηγέτες του Λαϊκού Μετώπου δήλωνε ότι “Δεν θέλουμε επικίνδυνες καινοτομίες. Θέλουμε ειρήνη και τάξη. Είμαστε μετριοπαθείς”, μαζικές διαδηλώσεις, χωρίς να περιμένουν το διάταγμα της αμνηστίας, άνοιγαν τις φυλακές για να απελευθερώσουν τους πολιτικούς κρατούμενους που κρατούνταν εκεί από το 1934. Στους πέντε μήνες που ακολούθησαν τις εκλογές έγιναν 113 γενικές και 228 περιφερειακές ή κλαδικές απεργίες. Κάθε πόλη με ένα κάποιο μέγεθος έζησε τουλάχιστον μια γενική απεργία. Στην ύπαιθρο εκατοντάδες χιλιάδες αγροτικές οικογένειες προχώρησαν σε καταλήψεις γης. Οι απεργίες των αγρεργατών έφταναν να κρατούν βδομάδες.
 
Η άρχουσα τάξη ήταν τρομοκρατημένη από τις εξελίξεις. Η ανταγωνιστικότητα του ισπανικού καπιταλισμού στις διεθνείς αγορές είχε καταρρεύσει σαν αποτέλεσμα της διπλής πίεσης από την παγκόσμια ύφεση και τους αγώνες των εργατών. Η κρίση του βάθαινε μέρα με τη μέρα. Οι βιομήχανοι και οι γαιοκτήμονες δεν πίστευαν ότι η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου θα κατορθώσει να συγκρατήσει την αγωνιστική παλίρροια. Οι κυρίαρχες τάξεις έβλεπαν να διαλύεται κάτω από τη δύναμη της εξέγερσης των εργατών και των αγροτών κάθε τι που είχαν σταθερό: την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, την εθνική ενότητα της Ισπανίας, την εκκλησία, την οικογένεια. Γι’ αυτό άρχισαν να στρέφονται για προστασία στο στρατό και στους φασίστες, ζητώντας τη βοήθειά τους. Η παραδοσιακή δεξιά βρισκόταν σε αποσύνθεση και κομμάτια της άρχουσας τάξης που εκπροσωπούσε άρχισαν να εγκαταλείπουν κάθε εμπιστοσύνη στα νόμιμα μέσα και να συμπαρατάσονται με τα συνομωτικά σχέδια της άκρας δεξιάς. Οι μάχες ανάμεσα στη Φάλαγγα (το φασιστικό κόμμα της Ισπανίας) και τους αριστερούς κι αναρχικούς εργάτες άρχισαν να γίνονται καθημερινό φαινόμενο στους δρόμους. Τα αφεντικά έβλεπαν μόνο μια διέξοδο που θα τους έβγαζε από το αδιέξοδό τους: την ολοκληρωτική καταστροφή του ίδιου του εργατικού κινήματος. Το πραξικόπημα ήρθε στις 17 Ιούλη. 
 
Η ολιγωρία της δημοκρατικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τους πραξικοπηματίες ήταν χαρακτηριστική. Μαθαίνοντας για το πραξικόπημα, σε πολλές περιοχές της χώρας οι εργάτες απαίτησαν να τους δοθούν όπλα για να αμυνθούν. Όμως, η κυβέρνηση απείλησε ότι οποιοσδήποτε μοίραζε όπλα στον κόσμο θα τουφεκιζόταν. Αυτή η αδράνεια έριξε γρήγορα μια σειρά πόλεις στα χέρια των φασιστών. 
 
Όπως περιγράφει ο ιστορικός Φέλιξ Μόροου στο “Επανάσταση κι αντεπανάσταση στην Ισπανία”: “Ο στρατηγός Φράνκο το πρωί της 17ης Ιούλη, αφού έθεσε υπό τον έλεγχό του το Μαρόκο, μετέδωσε με τον ασύρματο τη διακήρυξή του σε όλες τις φρουρές στην Ισπανία ... Όμως, η κυβέρνηση δεν δημοσιοποίησε το νέο μέχρι την 9η πρωινή της 18ης Ιούλη, και το έκανε μόνο και μόνο για να εκδώσει μια καθησυχαστική ανακοίνωση, με την οποία δήλωνε ότι όλη η Ισπανία βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης”. Μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας και παρότι πλέον διέθετε πλήρη εικόνα για την έκταση του πραξικοπήματος, συμπεριλαμβανομένης της κατάληψης της Σεβίλλης συνέχιζε να διαβεβαιώνει “ότι σε όλη τη Χερσόνησο επικρατεί απόλυτη ηρεμία”. 
 
Τη γραμμή αυτή ακολούθησαν σχεδόν παντού οι κυβερνήτες, αρνούμενοι να δώσουν όπλα στους εργάτες. “Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η στάση σήμαινε επικράτηση των πραξικοπηματιών και υπογραφή της θανατικής καταδίκης για τους ίδιους τους κυβερνήτες και τους ηγέτες των εργατικών οργανώσεων. ...Αν η κυβέρνηση είχε διανείμει όπλα και διέταζε τους κυβερνήτες των επαρχιών να πράξουν το ίδιο, χρησιμοποιώντας με αυτό τον τρόπο την εργατική τάξη για να υπερασπίσει τη Δημοκρατία με την πρώτη ευκαιρία, τότε ίσως η ανταρσία να είχε καταπνιγεί” (Χ.Τόμας “Ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου”). 
 
Η CNT και το POUM πρότειναν να ανακηρύξει η Δημοκρατία την ανεξαρτησία του Μαρόκου και να οργανώσει μια μαροκινή εξέγερση στα μετόπισθεν του Φράνκο. Όμως, η κυβέρνηση απόρριψε αυτή την πρόταση με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε αναταραχή και θα ανησυχούσε τις δυτικές κυβερνήσεις που είχαν αποικιακά συμφέροντα στην περιοχή – δηλαδή τη Βρετανία και τη Γαλλία.
 
Οδοφράγματα
Η ολιγωρία της κυβέρνησης όμως, δεν σήμαινε ότι οι εργάτες κάθισαν με σταυρωμένα χέρια.
Ξανά η περιγραφή του Μόροου είναι χαρακτηριστική: “Στην ίδια τη Μαδρίτη η πολιτοφυλακή της Σοσιαλιστικής Νεολαίας μοίραζε το ισχνό απόθεμα όπλων της, έστηνε οδοφράγματα σε βασικούς δρόμους και γύρω από το στρατώνα Μοντάνια, οργάνωνε περιπόλους για έρευνες σπίτι με σπίτι με σκοπό την σύλληψη των αντιδραστικών και τα μεσάνυχτα είχε εξαπολύσει την πρώτη επίθεση στους στρατώνες. Στη Βαρκελώνη οι μαχητές της CNT και του POUM...το απόγευμα της 18ης Ιούλη κατέλαβαν μια σειρά κυβερνητικά οπλοστάσια. Όταν το πρωί της επόμενης μέρας η φρουρά εκδηλώθηκε υπέρ του πραξικοπήματος, οι ένοπλοι εργάτες την είχαν ήδη περικυκλώσει σε ένα σιδερένιο κλοιό και εξόπλιζαν τους ανυπόμονους εθελοντές που συνέρρεαν με οπλισμό που είχαν αποσπάσει από τους φασίστες και με οτιδήποτε μπορούσαν να ανακαλύψουν σε καταστήματα. Λίγο αργότερα, η πολιτοφυλακή έθεσε υπό τον έλεγχό της τα κανονικά οπλοστάσια. Οι ανθρακωρύχοι των Αστούριας σχημάτισαν μια φάλαγγα 6.000 ανδρών για να βαδίσουν στη Μαδρίτη πριν κοπάσει καλά-καλά η κυβερνητική κρίση. Στη Μάλαγα, ένα στρατηγικό λιμάνι απέναντι από το Μαρόκο, οι πολυμήχανοι εργάτες, άοπλοι, είχαν περικυκλώσει την αντιδραστική φρουρά με ένα πύρινο κλοιό, βάζοντας φωτιά σε κτίρια και σε οδοφράγματα. Ο κυβερνήτης της Μαδρίτης είχε αρνηθεί να δώσει όπλα στους εργάτες της Βαλένθια και τότε εκείνοι ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν το στρατό με οδοφράγματα, πέτρες και κουζινομάχαιρα, μέχρι που οι σύντροφοί τους μέσα στη φρουρά εκτέλεσαν τους αξιωματικούς τους και έδωσαν όπλα στους εργάτες. Συνοψίζοντας: το προλεταριάτο, χωρίς να ζητήσει την άδεια από την κυβέρνηση, είχε ξεκινήσει έναν πόλεμο μέχρι θανάτου ενάντια στους φασίστες”. 
 
Μετά από τις δύο πρώτες ημέρες η Δημοκρατία διατηρούσε στον έλεγχό της το 60% της Ισπανικής επικράτειας συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων.
 
Σε αυτές τις περιοχές η εξέγερση ενάντια στους φασίστες, σήμανε ότι οι εργάτες απέκτησαν τον έλεγχο των δρόμων, κομματιών της οικονομίας και μερίδων του στρατού και της αστυνομίας. Παλεύοντας τον Φράνκο άλλαζαν την ίδια την οργάνωση της κοινωνίας. Η αστική κυβέρνηση δεν έλεγχε και πολλά πράγματα. Αποτελούνταν “από μια χούφτα φιλελεύθερους αστούς πολιτικούς, αποκομμένους από την ίδια τους την κοινωνική βάση και χωρίς καμιά μαζική επιρροή. Ήταν μια «σκιώδης αστική τάξη», όπως τη βάφτισε ο Τρότσκι, αφού η τάξη που εκπροσωπούσαν αυτοί οι πολιτικοί είχε περάσει με τη μεριά των φασιστών. Η πολιτική τους επιβίωση εξαρτιόταν αποκλειστικά από την υποστήριξη που τους έδιναν το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα” (Α.Ντέργκαν, Τ.Κλιφ “Ισπανία 1936”). 
 
Εργατικές Επιτροπές
Από την άλλη πλευρά βρίσκονταν οι οπλισμένοι εργάτες κι ένα πλήθος εργατικών επιτροπών και συνελεύσεων. “Σύντομα, ανάμεσα στους δρόμους και την κυβέρνηση, εμφανίστηκαν νέα όργανα εξουσίας που είχαν πραγματικό κύρος, συχνά διεκδικώντας συγγένεια και με τους δρόμους και με την κυβέρνηση. Ήταν οι αμέτρητες τοπικές επιτροπές, πραγματικές κυβερνήσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
 
Αυτές οι επιτροπές κατείχαν πραγματική εξουσία, την επαναστατική εξουσία που οργανωνόταν ταχύτατα για να εκπληρώσει τεράστια καθήκοντα, το ένα άμεσο το άλλο μακροχρόνιο, της διεξαγωγής του πολέμου και της ανασυγκρότησης της παραγωγής ενόσω φούντωνε η κοινωνική επανάσταση” (Φ.Μπρουέ, Ε.Τεμίμ, “Επανάσταση κι Εμφύλιος Πόλεμος στην Ισπανία”). 
 
Σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη που η επαναστατική διαδικασία είχε προχωρήσει ταχύτατα τα “επίσημα” κρατικά έγγραφα ήταν άχρηστα. Κυκλοφορούσες όμως με άνεση άμα είχες μια κόκκινη κομματική κάρτα, ένα βιβλιάριο συνδικάτου, ή χαρτιά με τη σφραγίδα της αναρχοσυνδικαλιστικής CNT ή της σοσιαλιστικής UGT.
 
Ο Άγγλος συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ κατατάχτηκε εθελοντής σε μια εργατική πολιτοφυλακή του POUM. Περιγράφει την πρώτη του εντύπωση από την Βαρκελώνη στο βιβλίο του “Φόρος Τιμής στην Καταλονία”: “Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα σε μια πόλη όπου τα ηνία κρατούσε η εργατική τάξη. Ουσιαστικά κάθε σημαντικό κτίριο οποιουδήποτε μεγέθους είχε καταληφθεί από τους εργάτες και ήταν ντυμένο στις κόκκινες σημαίες ή στις μαυροκόκκινες των αναρχικών… Σε κάθε τοίχο έβλεπες το σφυροδρέπανο και τα αρχικά των επαναστατικών κομμάτων… Κάθε μαγαζί και καφενείο είχε μια επιγραφή που δήλωνε ότι είχε κοινωνικοποιηθεί... ακόμα και οι λούστροι στο δρόμο είχαν κάνει την κολεκτιβοποίηση και τα κασελάκια τους ήταν μαυροκόκκινα. Οι σερβιτόροι και οι περαστικοί σε κοίταζαν στα μάτια και σου συμπεριφέρονταν σαν ίσος προς ίσο”.
 
Στρατιωτικά η μεριά του Φράνκο υπερίσχυε ξεκάθαρα έχοντας απεριόριστη στήριξη από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, τόσο σε όπλα, αεροπλάνα, τανκς κλπ όσο και σε στρατιώτες. Η απεύθυνση της ισπανικής κυβέρνησης στην “αδελφή” κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της Γαλλίας δεν βρήκε ανταπόκριση. Η ΕΣΣΔ αρχικά έστειλε όπλα και η Κομιντερν οργάνωσε την αποστολή χιλιάδων αλληλέγγυων αντιφασιστών από μια σειρά χώρες, οργανώνοντας τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. 
 
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας (PCE) ακολούθησε πιστά την γραμμή “Πρώτα θα κερδίσουμε τον πόλεμο και μετά μπορούμε να μιλήσουμε για την κοινωνική αλλαγή”. Αυτό σήμαινε ότι το PCE και η επίσημη Δημοκρατική κυβέρνηση έκαναν τα πάντα για να διαλύσουν όλα τα έμβρυα επαναστατικής εξουσίας που είχαν χτίσει οι εργάτες και οι αγρότες μετά τον Ιούλη του 1936. Και χρησιμοποίησαν την αποκλειστικότητα της κατοχής και της διάθεσης του σοβιετικού οπλισμού για να παίξουν αυτό το ρόλο. Τα εργοστάσια έπρεπε να επιστρέψουν στους παλιούς ιδιοκτήτες. Οι τράπεζες παρέμειναν στα χέρια των τραπεζιτών. Στην ύπαιθρο έπρεπε να διαλυθούν οι συνεταιρισμοί κι οι κολεκτίβες. Και η πραγματική ανάγκη να υπάρξει κεντρικός συντονισμός στην πολεμική προσπάθεια απέναντι στον Φράνκο μεταφράστηκε στην επιβολή ενός «επαγγελματικού» στρατού με όλη την παλιά πειθαρχία στη θέση των πολιτοφυλακών. Ένα σύνθημα των σταλινικών εκείνη την εποχή έλεγε ότι “Πριν καταλάβουμε τη Σαραγόσα, πρέπει να πάρουμε τη Βαρκελώνη”. Η νίκη τους πάνω στους μαχητικούς εργάτες της Βαρκελώνης, ήταν πιο σημαντική από τη νίκη πάνω στους φασίστες στη Σαραγόσα! (Α.Ντέργκαν, Τ.Κλιφ “Ισπανία 1936”). 
 
Το Μάη του 1937, οι προσπάθειες των σταλινικών να επιβάλλουν τον έλεγχό τους έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στο κέντρο της επανάστασης, την Βαρκελώνη. Ο διοικητής της αστυνομίας (μέλος του KK) οργάνωσε επίθεση στο κτίριο της Τηλεφωνικής Εταιρείας που έλεγχε μια κοινή επιτροπή εργατών από τις δυο μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, τη CNT και την UGΤ. Οι εργάτες αντιστάθηκαν στην επίθεση στήνοντας εκατοντάδες οδοφράγματα και δίνοντας τη μάχη στους δρόμους της Βαρκελώνης. Παρόλο που καμιά οργάνωση δεν έβγαλε κάποιο κάλεσμα για δράση, η γενική απεργία παρέλυσε την πόλη. Παντού υψώθηκαν οδοφράγματα και μέσα σε λίγες ώρες το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης είχε βρεθεί στα χέρια των επαναστατών εργατών. Κατα κύριο λόγο η αντίσταση οργανώθηκε από τις “επιτροπές άμυνας” της CNT, που μέσα τους δρούσαν ριζοσπαστικές αναρχικές ομάδες όπως οι “Φίλοι του Ντουρούτι”. Τα οδοφράγματα όμως αποσύρθηκαν μετά από την παρέμβαση της ίδιας της ηγεσίας της CNT και της αναρχικής ομοσπονδίας, της FAI. Μετά το συμβιβασμό ήρθε η καταστολή. Εκατοντάδες εργάτες συνελήφθησαν. Πολλοί δολοφονήθηκαν από την αστυνομία. Οι επαναστάτες του POUM ήταν ο πρώτος στόχος: ο ηγέτης του Αντρές Νιν δολοφονήθηκε κι εκατοντάδες μέλη του οδηγήθηκαν στις φυλακές. Στη συνέχεια ήρθε το βαθμιαίο ξήλωμα όλων των εργατικών κατακτήσεων.
 

Μπορούσε να νικήσει;

Η επανάσταση στην Ισπανία τσακίστηκε. Δεν ήταν μόνο τα λάθη και οι προδοσίες των οργανωμένων κομματιών στις κρίσιμες στιγμές, ούτε η στρατιωτική υπεροπλία των φασιστών τα μόνα στοιχεία που στοίχισαν. 
 
Το Λαϊκό Μέτωπο δημιουργήθηκε σαν μια εκλογική συμμαχία των φιλελεύθερων Δημοκρατικών πολιτικών με τα κόμματα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Το στρατόπεδο των Δημοκρατικών περιελάμβανε τη Δημοκρατική Αριστερά του Μανουέλ Αθάνια, τη Δημοκρατική Ένωση του Μπάριο, τα δυο εθνικιστικά κόμματα της Καταλονίας και την επίσης εθνικιστική Βασκική Εθνική Δράση. Από την πλευρά των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων συμμετείχαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE), η εργατική Συνομοσπονδία του, η UGT, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας (PCE) και το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλονίας (PSUC). Το κοινό πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου υπέγραψε με επιφυλάξεις το Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας (POUM), ενώ και η αναρχοσυνδικαλιστική CNT προέτρεψε τα μέλη της να μην απέχουν και να υπερψηφίσουν το Λαϊκό Μέτωπο στις εκλογές. Ταυτόχρονα τη στρατηγική τέτοιου είδους μετώπων, συμμαχιών δηλαδή των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων με φιλελεύθερα δημοκρατικά κομμάτια της αστικής τάξης, υιοθετούσε η ίδια η Κομιντέρν, η τρίτη διεθνής. 
 
Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, δεν ήταν παρά ένα μετριοπαθέστατο πρόγραμμα. Ήταν ένα φιλελεύθερο πρόγραμμα που κινιόταν σε αστικά πλαίσια, το οποίο σκοπίμως δεν συμπεριλάμβανε σοσιαλιστικά αιτήματα για την εθνικοποίηση της γης και των τραπεζών, τον εργατικό έλεγχο των επιχειρήσεων. «Η Δημοκρατία την οποία έχουν στο νου τους οι Δημοκρατικοί», δήλωνε το πρόγραμμα, «δεν είναι μια Δημοκρατία που εμπνέεται από ταξικές, οικονομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά ένα σύστημα δημοκρατικών ελευθεριών που ως κίνητρα έχει το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική πρόοδο” (Φ.Μπρουέ, Ε.Τεμίμ, “Επανάσταση κι Εμφύλιος Πόλεμος στην Ισπανία”).
 
Εργατική εξουσία
Στην Ισπανία του '36 οι αντιφασιστικές επιτροπές, τα εργοστασιακά συμβούλια, οι εργατικές πολιτοφυλακές ήταν όργανα ανάλογα των σοβιέτ στη Ρωσία του 1917. Όμως, ενώ στη Ρωσία τα σοβιέτ έγιναν πολιτικά όργανα πάλης και εξουσίας, στην Ισπανία δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Στη Ρωσία τα σοβιέτ συντονίστηκαν, έκαναν συνέδρια όπου αντιπαρατέθηκαν τα διαφορετικά προγράμματα για την επανάσταση, έπαιξαν ρόλο για την οργάνωση της επαναστατικής διαδικασίας σε πανρωσικό επίπεδο. Αντίθετα, στην Ισπανία οι αναρχικοί αντιμετώπιζαν την επανάσταση σαν μια διαδικασία που ξεδιπλώνεται σε χιλιάδες σημεία χωρίς να χρειάζεται κεντρικές μάχες. Οι ρεφορμιστές αριστεροί σοσιαλιστές πίστευαν ότι αρκούσε μια αριστερή κυβέρνηση για να γίνει το κράτος επαναστατικό.
 
Και οι επαναστάτες μαρξιστές, κυρίως μέσα στο POUM, που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια στρατηγική εργατικής εξουσίας των σοβιέτ όπως του Λένιν και του Τρότσκι στη Ρωσία, ήταν μόλις λίγες χιλιάδες και με συγχυσμένη πολιτική, ακολουθώντας συνήθως τα λάθη της ηγεσίας της CNT.
 
Η Ισπανική επανάσταση ενέπνευσε εκατομμύρια εργατών κι εργατριών σε όλο τον κόσμο. Μπορεί οι κυβερνήσεις να έπαιζαν τα παιχνίδια τους αλλά ταυτόχρονα η εργατική τάξη στη Γαλλία έκανε τη μεγαλύτερη γενική απεργία στην ιστορία και οι ΗΠΑ συγκλονιζόταν από ένα τεράστιο κύμα απεργιών και καταλήψεων. Ήταν η μεγαλύτερη από τη νέα πλημμυρίδα των εργατικών εκρήξεων μετά από αυτές που ακολούθησαν της Ρωσικής Επανάστασης την περασμένη δεκαετία.
 
Η ήττα της δεν ήταν μονόδρομος. Η ήττα των εργατών στην Ισπανία όμως καθόρισε μια άλλη κατεύθυνση στις εξελίξεις που οδήγησε τελικά στο σφαγείο ενός νέου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου.