Οικονομία και Πολιτική
Αναθεώρηση του Συντάγματος: Πίσω στον “Εθνάρχη” Πρόεδρο;

Ένα χρόνο μετά τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να προσαρμόσει το Σύνταγμα στα μέτρα των δυνάμεων του ΝΑΙ.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ανακοινώσει ότι θα παρουσιάσει στις 24 Ιούλη την πρότασή του για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να ξεκινήσει «ένας διάλογος δημοκρατίας» για «ριζοσπαστικές και ριζικές αλλαγές». Μετά το Γιώργο Παπανδρέου και το Σαμαρά, είναι η σειρά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να υποσχεθεί ότι θα μας απαλλάξει από τις «παθογένειες της Μεταπολίτευσης». Από κοντά και η μνημονιακή αντιπολίτευση δηλώνει έτοιμη να συμβάλει στο διάλογο για τις «αναγκαίες αλλαγές». Για να αξιολογήσουμε τις προτάσεις τους αξίζει να θυμηθούμε πρώτα πώς διαμορφώθηκε το Σύνταγμα του 1975.
 
Το Σύνταγμα του 1975: ένα Σύνταγμα συμβιβασμού
Η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία εξετάζεται συνήθως με άξονα τις πρωτοβουλίες του Κ. Καραμανλή, ο οποίος θεωρείται ότι επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 έχοντας εγκαταλείψει τον αυταρχικό προδικτατορικό εαυτό του. Αυτές οι αναλύσεις όμως κρύβουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξε η έκρηξη της εργατικής τάξης και της νεολαίας μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, που απαιτούσε την ολόπλευρη κατοχύρωση της δημοκρατίας και όχι «μια απ’ τα ίδια». 
 
Μετά την επικράτηση του Καραμανλή στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 με 54% και το δημοψήφισμα που με 69% κλείδωσε οριστικά τον Κ. Γλύξμπουργκ στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, ο Κ. Καραμανλής κίνησε τη διαδικασία διαμόρφωσης νέου Συντάγματος. Τυπικά, η Βουλή ήταν «Αναθεωρητική», επειδή ο Καραμανλής δεν ήθελε να απαρνηθεί την κληρονομιά της μετεμφυλιακής περιόδου. Άλλωστε, ο «Εθνάρχης» είχε προτείνει από το 1963 την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952, που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «βαθιά τομή». Εκείνη η πρόταση θωράκιζε την καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» και ενίσχυε την εκτελεστική εξουσία, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ αφού η κυβέρνηση Καραμανλή έπεσε μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη. Δώδεκα χρόνια μετά, ο Καραμανλής απέδιδε την επιβολή της δικτατορίας στην «πολλή» δημοκρατία και στην κατάχρηση των θεμελιωδών ελευθεριών από τους πολίτες. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι το σχέδιο Συντάγματος που κατέθεσε είχε τον ίδιο προσανατολισμό με τη «βαθιά τομή» αλλά και με τα «Συντάγματα» της δικτατορίας: διατηρούσε σε ισχύ το παρασύνταγμα, δηλαδή την έκτακτη νομοθεσία που είχε εκπονηθεί μετά την Απελευθέρωση και κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και είχε σαφώς αντικομμουνιστικό προσανατολισμό. Επίσης, έθετε ασφυκτικούς περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και ενίσχυε σημαντικά την εκτελεστική εξουσία. 
 
Διαφορετικό
Ωστόσο, το Σύνταγμα που τελικά ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 1975 ήταν αρκετά διαφορετικό. Οι πιο χαρακτηριστικές αλλαγές ήταν ότι καταργήθηκε το «παρασύνταγμα», αφαιρέθηκε η διάταξη για τη θέση κομμάτων εκτός νόμου και η ποινικοποίηση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Η διαφορά ανάμεσα στο αρχικό σχέδιο και το Σύνταγμα του 1975 οφείλεται στη λαϊκή κινητοποίηση που κατάφερε να εμποδίσει τη διαιώνιση της μετεμφυλιακής «καχεκτικής δημοκρατίας». 
Έτσι, ενώ ο Καραμανλής στις 8 Ιανουαρίου 1975 διακήρυξε με αλαζονεία ότι «Ο Λαός μου ενεπιστεύθη την εξουσίαν. Δεν είπε πώς θα την ασκήσω», στις 28 Μαρτίου αναγκάστηκε να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο κύμα απεργιών και διαδηλώσεων που συγκλόνιζε τη χώρα. Το κυβερνητικό επιτελείο αντιλήφθηκε πως εάν αγνοούσε τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού θα έθετε σε κίνδυνο τη νομιμοποίηση του νέου Συντάγματος. Όπως είπε ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής, «έκανα το Σύνταγμά μου ύστερα από μια δικτατορία, που ήταν φυσικό ο ελληνικός λαός να ζητεί περισσότερες ελευθερίες». Η πίεση του κινήματος καθόρισε ότι και η κατοχύρωση του θεσμού της εκτόπισης (εξορίας), που εντάχθηκε στο Σύνταγμα παρά τις αντιδράσεις, δεν εφαρμόστηκε ποτέ μέχρι την κατάργησή του το 2001. Με άλλα λόγια, για να μην αμφισβητηθεί ο ίδιος ο καπιταλισμός από μια επαναστατική διαδικασία όπως εκείνη που εκτυλισσόταν εκείνη την εποχή στην Πορτογαλία, η κυρίαρχη τάξη αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις. 
 
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ προσπάθησε να θωρακίσει το σύστημα με τις περίφημες «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού η αποδυνάμωση του στρατού ως πόλου εξουσίας και η κατάργηση του βασιλικού θεσμού άφηναν εκτεθειμένη την κυρίαρχη τάξη σε περίπτωση κυβερνητικής εναλλαγής. Αυτή η λογική εκφράστηκε κυρίως με τη θεσμοθέτηση σειράς αρμοδιοτήτων τις οποίες ο ΠτΔ μπορούσε να ασκήσει μόνος του, όπως να παύει τον πρωθυπουργό ακόμα κι αν διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής, να διαλύει τη Βουλή, να συγκαλεί υπό την προεδρία του το υπουργικό συμβούλιο σε έκτακτες περιστάσεις και να προκηρύσσει δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα. Οι υπερεξουσίες του ΠτΔ καταργήθηκαν με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
 
Ο μεταπολιτευτικός συμβιβασμός, όπως αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα, διαιώνιζε την ταξική κυριαρχία των καπιταλιστών αφήνοντας ανεκπλήρωτες τις ελπίδες του εργατικού κινήματος για μια ριζική κοινωνική αλλαγή, σήμανε όμως ταυτόχρονα πρωτοφανείς κατακτήσεις για την εργατική τάξη στο επίπεδο των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Αυτές οι κατακτήσεις είναι ακριβώς εκείνες που μπαίνουν στο στόχαστρο της επιχειρούμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Με πιο ξεκάθαρο τρόπο αυτή η εκ δεξιών αμφισβήτηση του μεταπολιτευτικού συμβιβασμού εκφράστηκε από το σχέδιο που κυκλοφόρησε με τίτλο «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα» και αντανακλά ουσιαστικά τη θεσμική ιδεολογία των «Μένουμε Ευρώπη». 
 
Κατάργηση δικαιωμάτων
Αυτό το σχέδιο προβλέπει την κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων επειδή «την πραγμάτωσή τους το Κράτος δεν μπορούσε κατ’ ουσίαν ποτέ και ειδικά σήμερα δεν μπορεί να εγγυηθεί», την ίδια στιγμή που κατοχυρώνει το δικαίωμα των εργοδοτών στο λοκ-αουτ, προστατεύει περισσότερο την ιδιοκτησία και αναγνωρίζει το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων. 
Επιπλέον, προτείνει την ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο μέσα από την αναβάθμιση του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα μπορεί ακόμα και να διαλύει τη Βουλή, όσο και με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της νομοθέτησης από τη Βουλή στην κυβέρνηση. Ακόμα, δεν παραλείπει να κατοχυρώσει την «κανονικοποίηση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια», αλλά και τον «χρυσό κανόνα» των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, ικανοποιώντας ένα διακαή πόθο του Σόιμπλε. Πρόκειται για ένα σχέδιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των καπιταλιστών: τα προνόμιά τους χρειάζονται πλήρη και ρητή κατοχύρωση, ενώ εκείνα των εργαζόμενων και των φτωχών είναι περιττά και ανέφικτα να εφαρμοστούν… Η συναίνεση μεταξύ των κομμάτων ανάγεται σε υπέρτατης σημασίας αγαθό, πιο σημαντικό και από την ίδια τη δημοκρατία, αφού ευνοούνται κυβερνήσεις ανοχής ή/και μειοψηφίας φτάνει να μην ταράζεται η πολιτική σταθερότητα. Οι διακαείς πόθοι των υποστηρικτών του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα θα είχαν βέβαια μικρή σημασία, αν η κυβέρνηση δεν τις θεωρούσε ως βάση για συζήτηση. 
 
Όπως όμως δήλωσε ο Γ. Κατρούγκαλος, η ενίσχυση των εξουσιών του ΠτΔ βρίσκονται μέσα στην ατζέντα της. Όσο κι αν ντυθεί με ριζοσπαστική φρασεολογία η ενίσχυση των εξουσιών (ή ακόμα περισσότερο η άμεση εκλογή) του ΠτΔ από το λαό, κάθε άλλο παρά προοδευτική είναι. Το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου οι εξουσίες του ΠτΔ ενισχύθηκαν από τον Ντε Γκωλ το 1958 και το 1962 είναι ενδεικτικό, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες που ο Πρόεδρος Ολάντ περνάει το νόμο για τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων χρησιμοποιώντας ακριβώς το τεκμήριο νομοθέτησης από την εκτελεστική εξουσία σε βάρος της Βουλής. 
 
Συνολικά, μια συνταγματική αναθεώρηση με τις παραπάνω κατευθύνσεις προσπαθεί να θωρακίσει το κράτος απέναντι στις λαϊκές πιέσεις και να εξασφαλίσει τη συνεργασία των κομμάτων μεταξύ τους. Κινείται δηλαδή στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη την οποία αναζητεί ο κόσμος που διεκδικεί πραγματική δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και αυτά τα σχέδια, όσο εφικτά κι αν φαίνονται με βάση τον κοινοβουλευτικό συσχετισμό δύναμης, έχουν πήλινα πόδια. 
 
Το κίνημα που αχρήστευσε την αναθεώρηση του 2008, με αιχμή τη μάχη ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 που επέτρεπε την ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων, παρά την επί της ουσίας συμφωνία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μπορεί να κάνει το ίδιο και τώρα. Να ανατρέψει κάθε προσπάθεια για αναθεώρηση του Συντάγματος σε αντιδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση και να ανοίξει αυτή τη φορά το δρόμο για επαναστατικές αλλαγές που θα διευρύνουν τη δημοκρατία σε κάθε επίπεδο, πέρα από τα ασφυκτικά όρια του αστικού κοινοβουλευτισμού.