Διεθνή
Βραζιλία: Οι Αγώνες γίνονται στους δρόμους
Άσχημα στόχευσαν για το 2016 οι πολυεθνικές του αθλητισμού, και όχι μόνο, για να στήσουν το πανηγύρι που λέγεται Ολυμπιακοί Αγώνες. Η κοινωνική ηρεμία και το ψευτοκαλλώπισμα που θέλουν να επιβάλλουν στις διοργανώτριες πόλεις κάθε τέσσερα χρόνια είναι αδύνατον να επιβληθεί στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ενώ η Βραζιλία περνάει τη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική κρίση.
Η ολυμπιακή φλόγα έδωσε τη δική της μάχη, πριν ακόμη ξεκινήσουν οι αγώνες, για να φτάσει ως το Ρίο, περνώντας ανάμεσα από διαδηλώσεις σε διάφορα σημεία της Βραζιλίας, από κουβάδες νερού και πυροσβεστήρες. Για τον κόσμο που είναι απλήρωτος, που είδε τα ολυμπιακά κτίρια να ορθώνονται ενώ ο ίδιος περιμένει στη λίστα της αναμονής η φλόγα έγινε η ευκαιρία να δείξει την οργή του. Σφυρίγματα και συνθήματα “κάτω ο Τέμερ”, κατά του προέδρου της χώρας ακούστηκαν ακόμη και στην τελετή έναρξης. Την
Παρασκευή 5 Αυγούστου έγινε και η εναρκτήρια διαδήλωση στην Κόπα Καμπάνα, οργανωμένη από τα συνδικάτα και την αριστερά. Η Τρίτη 16 Αυγούστου έχει κηρυχτεί “μέρα αγώνων” (όχι Ολυμπιακών, πραγματικών) από τα συνδικάτα και καλούνται κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα για όλα τα ανοιχτά ζητήματα.
Πριν από εφτά-οχτώ χρόνια, όταν έχριζαν την Βραζιλία διοργανώτρια για το 2016, τα πράγματα έμοιαζαν πολύ διαφορετικά. Ο Λούλα, που βρισκόταν ακόμη στην προεδρεία, είχε τον πολιτικό έλεγχο για να οργανώσει τη μετάβαση προς τη διάδοχό του, Ντίλμα Ρουσέφ, χωρίς καμιά αμφισβήτηση. Η Βραζιλία παρουσιαζόταν ως ένα από τα παραδείγματα χωρών που όχι μόνο δεν κλονίστηκαν ισχυρά από την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά θα έβγαιναν και ενισχυμένες. Ήταν ένα από τα BRICS, τους λίθους πάνω στους οποίους θα στηριζόταν η διεθνής ανάκαμψη. Η κατακόρυφη άνοδος των τιμών του πετρελαίου και των υπόλοιπων προϊόντων που εξάγει η Βραζιλία δημιουργούσαν αυτήν την ψευδαίσθηση. Σε συνδυασμό με το Μουντιάλ του 2014, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το επιπλέον δώρο που δικαιούταν ο βραζιλιάνικος καπιταλισμός. Σήμερα, η βραζιλιάνικη οικονομία συρρικνώνεται με τουλάχιστον 3,3% μέσα στο 2016.
Το 2009, το 92% των Βραζιλιάνων δήλωναν χαρούμενοι για τη διοργάνωση των αγώνων. Σήμερα το ποσοστό έχει πέσει κάτω από 50%. Από τα 6,5 εκατομμύρια κατοίκους του Ρίο, μόνο το 40% λέει πως ενδιαφέρεται για τους αγώνες.
Φυσικά, όλο αυτό το φρενάρισμα δεν το πλήρωσαν οι πλούσιοι. Για να οικοδομηθούν οι εγκαταστάσεις των αγώνων, ολόκληρες παραγκουπόλεις διαλύθηκαν και οι φτωχοί πετάχτηκαν στο δρόμο. Από το 2014 ξεκίνησαν εξώσεις, οι αποζημιώσεις δεν έφταναν για να αγοράσει κάποιος καινούργιο σπίτι, ή δεν δίνονταν ποτέ. Υπολογίζεται ότι 77 χιλιάδες άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Χιλιάδες παράγκες κόσμου που δουλεύει στα ψαροκάικα ή στην οικοδομή διαλύθηκαν. Το Ρίο είναι μια πόλη που στηρίζεται σε αυτού του τύπου τα εργατικά χέρια. Σε μία κανονική μέρα, δυο εκατομμύρια άνθρωποι από την φτωχή περιφέρεια μπαίνουν στην πόλη για να δουλέψουν.
Στο ψαχνό
Η βία σε βάρος των φτωχών είναι η κύρια δουλειά της βραζιλιάνικης αστυνομίας, όχι μόνο όταν κατεδαφίζει παραγκουπόλεις. Το 2008 ο Λούλα ξεκινούσε ένα νέο πρόγραμμα ειδικών δυνάμεων για τον έλεγχο της βίας και των καρτέλ των ναρκωτικών στις φτωχογειτονιές. Μέχρι το 2012, υποτίθεται ότι λειτούργησε. Η εγκληματικότητα υποχωρούσε. Οι πάνοπλοι κομάντος είχαν όμως μετατραπεί σε ένα στρατό κατοχής μέσα στην καρδιά της βραζιλιάνικης φτώχειας. Και από το 2012 άρχισε να συμβαίνει αυτό που συνηθίζεται στους στρατούς κατοχής. Για να ελέγξουν το “κατακτημένο τους έδαφος” άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό σε κάθε περιστατικό που μοιάζει “ύποπτο”.
Οι δολοφονίες άρχισαν να ξαναεκτοξεύονται. Αυτές οι δολοφονικές δυνάμεις τώρα αξιοποιήθηκαν για να αδειάσουν το Ρίο από ζητιάνους και φτωχούς. Το βασικό κριτήριο του διωγμού ήταν το χρώμα του δέρματος. Όσο πιο σκούρος είσαι τόσο λιγότερα δικαιώματα έχεις να περπατάς στο κέντρο της πόλης. Στις επιχειρήσεις “ανακατάληψης της πόλης” δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν ακόμη και μικρά παιδιά την ώρα που έπαιζαν. Ο ίδιος ο Τέμερ ήταν υπεύθυνος “δημόσιας τάξης” στο Σάο Πάολο και έχει προσωπική εμπειρία στο “κυνήγι φτωχών”. Ό,τι δεν μπόρεσαν να διαλύσουν, τις μέρες των αγώνων προσπαθούν να το κρύψουν. Οι τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες από το αεροδρόμιο προς τις εγκαταστάσεις είναι κατάλληλα προσανατολισμένες για να μην χαλάσει την αισθητική των επισκεπτών η καθημερινή ζωή στις παράγκες των φτωχών.
Από την άλλη, τα ολυμπιακά ακίνητα είναι ένα δώρο στους πλούσιους. Το ίδιο το Ολυμπιακό χωριό σχεδιάζεται να παραδοθεί ως περιφραγμένος οικισμός για λευκούς πλούσιους. Η Βραζιλία είναι η χώρα που συγκεντρώνει μια ιδιαίτερου τύπου ανισότητα που δεν καταγράφεται ούτε στις αναπτυγμένες, ούτε στις υπανάπτυκτες χώρες. Έχει ένα μέρος του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες φτώχειας ίδιες με του τρίτου κόσμου, και έχει πλούσιους οι οποίοι μοιράζονται θέσεις στον κατάλογο των εκατομμυριούχων μαζί με τους βορειοαμερικάνους “συναδέλφους τους”. Κάποιοι από αυτούς δεν νοιάζονται ούτε για τους μποτιλιαρισμένους δρόμους, ούτε φυσικά για την κατάσταση των μέσων μεταφοράς. Χρησιμοποιούν ελικόπτερα που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με 1350 ευρώ την ώρα, για να κάνουν τις μπίζνες τους, πετώντας πάνω από τη μιζέρια των απλών Βραζιλιάνων.
Απόβλητα και πτώματα
Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στην κατάσταση των νερών όπου διεξάγονται τα θαλάσσια αθλήματα. Το δέρμα των πανάκριβων αθλητών σε νερά όπου πλέουν σκουπίδια, απόβλητα και πτώματα; Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα για τους Βραζιλιάνους κάθε μέρα, όχι μόνο τις μέρες των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο ιός Ζίκα που έγινε ο φόβος και ο τρόμος είναι ένα γέννημα της τεράστιας ανισότητας και της ανεπαρκούς υποδομής τόσο σε επίπεδο κατοικίας όσο και δημόσιας υγείας.
Οι Αγώνες του 2016 οργανώνονται και στο μέσο μιας πολιτικής ανωμαλίας. Ο πρόεδρος Τέμερ δεν είναι εκλεγμένος. Ανέβηκε στην εξουσία πριν από λίγους μήνες, μετά από ένα “θεσμικό” πραξικόπημα σε βάρος της προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ. Το Εργατικό Κόμμα της Ρουσέφ από το 2003 προσπαθούσε να συμβιβάσει τα συμφέροντα του βραζιλιάνικου καπιταλισμού με την εργατική βάση του κόμματος, και όσο η οικονομία πήγαινε καλά φαινόταν να το καταφέρνει. Όταν η κατάσταση αντιστράφηκε οι υποτιθέμενοι δεξιοί σύμμαχοι της Ρουσέφ εξεγέρθηκαν εναντίον της και την έστειλαν στο δικαστήριο για σκάνδαλα. Το εξωφρενικό είναι ότι οι “εξεγερμένοι” είναι οι πρωτεργάτες των σκανδάλων, αλλά όλα σχεδόν τα ΜΜΕ της χώρας και η “ανεξάρτητη δικαιοσύνη” είναι στο πλευρό τους.
Η κυβέρνηση του Τέμερ είναι μια λυσσασμένη ομάδα νεοφιλελεύθερων, νοσταλγών της δικτατορίας, φανατικών ιεροκηρύκων, ομοφοβικών, σεξιστών και ρατσιστών που εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να κάνουν όλα τα χατίρια στους βραζιλιάνους καπιταλιστές. Θέλουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να διαλύσουν το σύστημα υγείας και εκπαίδευσης, και να ανοίξουν ολόκληρη τη βραζιλιάνικη οικονομία στην “ελεύθερη αγορά”. Προς το παρόν έχουν καταφέρει να συγκεντρώσουν πάνω τους όλο το μίσος των φτωχών και των εργατών της Βραζιλίας, που μάλλον δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με το τι συμβαίνει εντός των σταδίων.