Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Ο κλέψας του κλέψαντος του Μάριο Μονιτσέλι
Η κλασική ταινία του Μάριο Μονιτσέλι «Ο κλέψας του κλέψαντος» που (ξανα) προβάλλεται από 8 Σεπτέμβρη σε ψηφιακές κόπιες είναι εξαιρετική, όχι γιατί «θα κλάψετε από τα γέλια», όπως διατείνεται η διαφημιστική αφίσα, αλλά γιατί σφραγίζει με πετυχημένο τρόπο μια ολόκληρη εποχή, το πέρασμα της Ιταλίας από την καταστροφή του Β’΄Παγκόσμιου πολέμου στην μεταπολεμική ανάπτυξη με τα λεφτά και τις πλάτες της Δύσης, και την επίδραση που είχε στον χώρο του θεάματος.
Ο πόλεμος, η κατάρρευση της κινηματογραφικής βιομηχανίας, η κατάληψη των κινηματογραφικών στούντιο της Σινετσιτά από πρόσφυγες είχε γεννήσει το ρεύμα του Νεορεαλισμού, που αποτύπωνε με άμεσο και ωμό τρόπο την ζοφερή πραγματικότητα της εξαθλιωμένης λαϊκής Ιταλίας, χρησιμοποιώντας στοιχειώδη μέσα (φυσικούς χώρους, ερασιτέχνες ηθοποιούς, αυτοσχεδιασμό). Ο καθαρός νεορεαλισμός δεν διάρκεσε πολύ, δέχτηκε τα πυρά του πολιτικού κατεστημένου και της βιομηχανίας του θεάματος που σταδιακά άρχισε να ανακάμπτει, προσφέροντας τεχνικά μέσα και ένα πιο εύρωστο οικονομικά ακροατήριο, στο οποίο οι δημιουργοί «όφειλαν» (σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς) να προσφέρουν ψυχαγωγία και όχι κατήφεια. Αυτό ήταν το πνεύμα της δεκαετίας του ’50, που εκφράστηκε με το πέρασμα στην «Ιταλική κωμωδία», σε ανάλαφρα θέματα που βγάζουν γέλιο προβάλλοντας λαμπερούς ηθοποιούς. Όμως μια ολόκληρη γενιά αριστερών δημιουργών μετάτρεψε την «Κομέντια αλ Ιταλιάνα» σε ευκαιρία για κοινωνική κριτική όχι πολιτικολογώντας ανοιχτά, αλλά μέσα από τη σάτιρα και το μαύρο χιούμορ.
Η ταινία του Μονιτσέλι γυρίστηκε το 1958 και αποτυπώνει τέλεια αυτή τη μετάβαση, καθώς συνδυάζει λαμπερά και ζοφερά – μουντά στοιχεία. Η υπόθεση αφορά μια ομάδα από λούμπεν μικροαπατεώνες που προσπαθούν να αλλάξουν τη μίζερη ζωή τους με ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: να παραβιάσουν το θησαυροφυλάκιο ενός ενεχυροδανειστήριου μπαίνοντας με ριφιφί από τη μεσοτοιχία του γειτονικού διαμερίσματος. Είναι σαφής η αναφορά στο Γαλλικό νουάρ «Ριφιφί», όμως ενώ οι ληστές της ταινίας του Ζιλ Ντασέν ήταν αριστοτέχνες επαγγελματίες, εδώ έχουμε ένα μπουλούκι από φτωχοδιάβολους: έναν αποτυχημένο μποξέρ, έναν αδέξιο κλέφτη αυτοκινήτων, έναν πειναλέοντα τσιλιαδόρο, έναν Σιτσιλιάνο μικρομαφιόζο, έναν άνεργο φωτογράφο επιφορτισμένο με τη φροντίδα του μικρού παιδιού του επειδή η γυναίκα του βρίσκεται στη φυλακή για λαθρεμπόριο τσιγάρων...
Όρια
Όλοι αυτοί μπερδεύονται διαρκώς με την άγνοιά τους, με τα προσωπικά τους, με την αστυνομία που τους επιτηρεί, με την ίδια τους την ταξική θέση που τους βάζει συγκεκριμένα όρια που δεν μπορούν να τα ξεπεράσουν, όσο ψηλούς στόχουν κι αν θέσουν. Η επιχείρηση είναι εξ’ αρχής καταδικασμένη και μόνη τους λεία μια κατσαρόλα ρεβύθια με ζυμαρικά που βρίσκουν στην κουζίνα του διαμερίσματος.
«Μοναχικοί άγνωστοι» είναι ο τίτλος της είδησης στην εφημερίδα που καταγράφει το γεγονός (και αυθεντικός τίτλος της ταινίας). Και αυτοί είναι στην πραγματικότητα οι ήρωες, που αμέσως μετά θα σκορπίσουν αναζητώντας ένα μεροκάματο στις ευκαιριακές δουλειές που πρόσφερε η ανοικοδόμηση της Ρώμης. Μια Ρώμη αγνώριστη, βρώμικη και λασπωμένη, με παραγκουπόλεις και φτωχικές πολυκατοικίες όπου στοιβάζονται οι στρατιές των φτωχών του Νότου που μετακόμισαν ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή.
Η ταινία αυτή έκανε διεθνώς γνωστό τον Μάριο Μονιτσέλι, ενέπνευσε δυο συνέχειες, δυο αμερικανικές επανεκδόσεις και ένα μιούζικαλ από τον Μπομπ Φόσι. Ο ίδιος γύρισε στη συνέχεια πολλά σημαντικά έργα στο ύφος της ιταλικής κωμωδίας-ηθογραφίας της μεταπολεμικής Ιταλίας. Βασικά του θέματα υπήρξαν η οικογένεια, η φιλία, ο θάνατος, η σεξουαλική καταπίεση, η αποτυχία μεγαλεπήβολων σχεδίων. Ισορροπώντας ανάμεσα στο κωμικό και το πικρόχολο, σατίριζε τα μεσαία και λαϊκά στρώματα, βάζοντας την Ιταλική κοινωνία μπροστά σε έναν πολύ σκληρό καθρέφτη. Πιο χαρακτηριστικά έργα «Ο μεγάλος πόλεμος» (με θέμα τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο), «Οι σύντροφοι», «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», «Ο ανθρωπάκος», «Μοντέρνα τέρατα», το «Θέλουμε τους Κολονέλους» (εύστοχη πολιτική σάτυρα του 1970, με σαφείς αναφορές στη χούντα του Παπαδόπουλου).
Υπήρξε πάντα αριστερός (μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αργότερα υποστήριξε την Κομμουνιστική Επανίδρυση), πριν πεθάνει με τραγικό τρόπο το 2010, πρόλαβε να μιλήσει στην εξέδρα της καμπάνιας «Όχι στον Μπερλουσκόνι» στις 5 Δεκέμβρη 2009, καλώντας τον κόσμο να εξεγερθεί ενάντια στον «μοντέρνο τύραννο».