Ο Κόκκινος Στρατός που πολέμησε την αντεπανάσταση το 1918-1920 μπορεί να ξεκίνησε σχεδόν από το μηδέν αλλά είχε πλεονεκτήματα που τελικά του εξασφάλισαν τη νίκη. Ο Λ. Τρότσκι σαν οργανωτής και ηγέτης του Κόκκινου Στρατού τα αξιοποίησε στο μέγιστο.
Ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα ήταν ο διεθνισμός, η «ψυχή» της νέας επαναστατικής εξουσίας και του Κόκκινου Στρατού. Η επιλογή των μπολσεβίκων και του Τρότσκι δεν ήταν να κάνουν έκκληση στη «ρώσικη ψυχή» και στις στρατιωτικές δόξες της εποχής των Τσάρων, ούτε να χτίσουν μια στρατιωτική υπερδύναμη όπως θα έκανε ο Στάλιν δυο δεκαετίες μετά. Ήταν να στηριχτούν στην βοήθεια των εργατών στη Δύση ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση των «δικών τους».
Κομμάτι αυτής της επιλογής, ήταν η προσπάθεια να κερδηθούν οι φαντάροι των ιμπεριαλιστικών στρατών στην επανάσταση. Πενήντα με εξήντα χιλιάδες πρώην αιχμάλωτοι από τις τάξεις του γερμανικού και αυστροουγγρικού στρατού κατατάχτηκαν στα διεθνή τάγματα του Κόκκινου Στρατού. Μαζί τους χιλιάδες κινέζοι μετανάστες εργάτες που δούλευαν σε άθλιες συνθήκες στην προεπαναστατική Ρωσία. Κι όπως έλεγε ο Λένιν σε μια ομιλία του τον Φλεβάρη του 1920: «Με τη διαφώτιση και την προπαγάνδα αποσπάσαμε από την Αντάντ τα ίδια της τα στρατεύματα. Νικήσαμε τους ιμπεριαλιστές όχι μόνο με τους στρατιώτες μας αλλά και στηριζόμενοι στη συμπάθεια που τρέφουν για μας οι ίδιοι οι δικοί τους στρατιώτες».
Τον Γενάρη του 1919 η κυβέρνηση του Βενιζέλου έστειλε στρατό στην Ουκρανία για να συνδράμει τη γαλλική στρατιωτική επέμβαση που είχε ξεκινήσει τον Δεκέμβρη του 1918. Δυο ελληνικές μεραρχίες, της δύναμης του Α’ Σώματος Στρατού, αποβιβάστηκαν σταδιακά στην Οδησσό και την Σεβαστούπολη.
Το μίσος του Βενιζέλου και της αστικής τάξης για την επανάσταση και τους μπολσεβίκους στην Ρωσία ήταν δεδομένο. Ένας πρόσθετος λόγος για την συμμετοχή στην επέμβαση ήταν και οι φιλοδοξίες της αστικής τάξης να αρπάξει κομμάτι από τη λεία της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως γράφει και η έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ/ΓΕΣ): «Η Ελληνική Κυβέρνησις, αποβλέπουσαν εις την εκπλήρωσιν των εθνικών διεκδικήσεων, ιδία εν Μικρά Ασία έχουσα δε ανάγκη της ηθικής συμπαραστάσεως των Συμμάχων προς υποστήριξιν αυτών, έκρινεν ότι έπρεπε να δεχτεί την συμμετοχήν του Ελληνικού Στρατού της εκστρατείας εις την Ρωσίαν».
Οι ελληνικές μονάδες είχαν βαριές απώλειες στο δίμηνο αυτής της τυχοδιωκτικής εκστρατείας, 398 νεκρούς και 657 τραυματίες. Υποτίθεται ότι οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες ήταν διαλεγμένοι προσεκτικά για να μην επηρεαστούν από το «μικρόβιο του μπολσεβικισμού». Όμως, το «μικρόβιο» τους έπληξε, όπως άλλωστε και τους Γάλλους φαντάρους και ναύτες. Σ’ αυτό συνέβαλε η συστηματική παρέμβαση της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού. Σε μια προκήρυξή της καλούσε τους έλληνες φαντάρους:
«Η νίκη των πολλών εναντίων των ολίγων είναι εξασφαλισμένη, αρκεί καθένας να κάμει το καθήκον του.
Αδέλφια! Τα όπλα που κρατείτε στα χέρια σας μεταχειρισθήτε τα προς σωτηρίαν ειδικήν σας και των αδελφών σας και εναντίον του κοινού εχθρού όλων. Κάτω τα όπλα αν πρόκειται να μολυνθούν με αδελφικό αίμα. Ενωθείτε μαζί μας και με τον κόκκινο στρατό της επαναστατικής Ρωσίας που πολεμάει για την απελευθέρωσιν όλων των λαών του κόσμου.
Αν δεν θέλετε να λάβετε μέρος σ' αυτό το ηρωικό ένδοξο έργον τουλάχιστο μη βοηθήτε τους εχθρούς μας, εχθρούς όλων των εργατών. Φύγετε στην πατρίδα και αφήστε μας μονάχους να κάμωμε το καθήκον και για σας.
Ζήτω η παγκόσμιος επανάστασις! Ζήτω η διεθνής συναδέλφωσις της ανθρωπότητος! Ζήτω ο παγκόσμιος κομμουνισμός!»
«Εξαφανισθέντες»
Από τους 240 περίπου «εξαφανισθέντες» της εκστρατείας, είναι βέβαιο ότι πολλοί έκαναν την επιλογή να περάσουν στον Κόκκινο Στρατό. Ο αντισυνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης έγραψε: «Τρόμαξα μια μέρα, που μου ανάφεραν στη Σεβαστούπολη, πως ελιποτάκτησεν ένας δεκανέας και δυο στρατιώτες - είναι κολλητικό το παράδειγμα - τους εξελόγιασεν η μπολσεβίκικη προπαγάνδα».
Τον Απρίλη η γαλλο-ελληνική εκστρατεία στην Ουκρανία είχε αποτύχει. Στα τέλη του ίδιου μήνα ξέσπασε η εξέγερση των Γάλλων ναυτών στη Σεβαστούπολη. Η επιτροπή των μπολσεβίκων στην Οδησσό είχε φροντίσει να έρθει από το Μάρτη σε επαφή με φαντάρους και ναύτες. Οι προκηρύξεις -αυτή τη φορά στα γαλλικά- τους καλούσαν: «Γυρίστε πίσω [στη Γαλλία] και παλέψτε με όλες σας τις δυνάμεις για το μεγάλο έργο που ξεκίνησε η Ρώσικη Επανάσταση… Ζήτω τα σοβιέτ των στρατιωτών και των ναυτών!»
Στις 20 Απρίλη οι ναύτες του θωρηκτού Φρανς αρνήθηκαν να φορτώσουν κάρβουνο και μετά από συνέλευση διατύπωσαν τα αιτήματα: σταμάτημα του πολέμου ενάντια στη σοβιετική Ρωσία, επιστροφή στη Γαλλία. Οι ναύτες του θωρηκτού Ζαν Μπαρτ ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Σύμφωνα με ένα χρονικό της εξέγερσης: «Οι ναύτες αρνήθηκαν να χαιρετίσουν την έπαρση της γαλλικής σημαίας στην πλώρη. Αντίθετα, στράφηκαν προς τη πρύμνη και τραγούδησαν τη Διεθνή ενώ η κόκκινη σημαία υψωνόταν ταυτόχρονα και στα δυο πλοία».
Η εξέγερση, που απλώθηκε και σε άλλα πλοία, τρομοκράτησε τόσο τη γαλλική διοίκηση ώστε επίσπευσε την αποχώρηση του στόλου της από τη Σεβαστούπολη.
Βέβαια, η πορεία του Κόκκινου Στρατού δεν ήταν μια αδιάσπαστη αλυσίδα από νίκες και θριάμβους. Υπέστη σοβαρές ήττες, πέρασε κρίσεις και οι επιλογές της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας δεν ήταν ανά πάσα στιγμή οι ορθότερες. Ο πόλεμος είναι τέχνη όχι δόγμα, επέμενε ο Τρότσκι και το εργατικό κράτος έπρεπε να τη μάθει μέσα στη φωτιά της μάχης.
Ο Τρότσκι έγραφε τον Δεκέμβρη του 1921: «Για να χτίσουμε τον Κόκκινο Στρατό αξιοποιήσαμε τα αποσπάσματα των κοκκινοφρουρών, τους παλιούς κανονισμούς, αγρότες αταμάνους [πολέμαρχους] πρώην τσαρικούς στρατηγούς… Δημιουργήσαμε έναν στρατό από τα ιστορικά υλικά που είχαμε πρόχειρα, ενοποιώντας όλη αυτή την εργασία από την σκοπιά ενός εργατικού κράτους που αγωνίζεται να επιζήσει, να οχυρωθεί και να επεκταθεί».
Αυτή η αντιμετώπιση συνάντησε εμπόδια κι αντιρρήσεις. Το 1918-19 η «στρατιωτική αντιπολίτευση» έβαλε στο στόχαστρο την χρησιμοποίηση των πρώην τσαρικών αξιωματικών -των «ειδικών» όπως ονομάζονταν- στη διοίκηση και την οργάνωση του Κόκκινου Στρατού. Ο Τρότσκι κατηγορήθηκε ότι εισάγει «αστικές» μεθόδους στο Κόκκινο Στρατό.
Η «στρατιωτική αντιπολίτευση» έγινε το φυτώριο των γραφειοκρατών που σε μερικά χρόνια θα συσπειρώνονταν γύρω από τον Στάλιν. Όχι μόνο γιατί ήταν τότε που ο Στάλιν άρχισε να αξιοποιεί την θέση του για να πάρει κάτω από τις φτερούγες του στελέχη δυσαρεστημένα απ’ τις επιλογές του Τρότσκι (συνήθως ανίκανους, όπως ο Βοροσίλοφ). Αλλά και γιατί το «πνεύμα» που διαπερνούσε την «στρατιωτική αντιπολίτευση» προοιώνιζε την ξιπασιά και τον στενό πνευματικό ορίζοντα που χαρακτήριζε τη γραφειοκρατία που τελικά θα έπνιγε τις παραδόσεις και τις κατακτήσεις της επανάστασης.
Όπως γράφει ο Τόνι Κλιφ στο δεύτερο τόμο της βιογραφίας του Τρότσκι: «Σ’ αυτή την σύγκρουση ανάμεσα στη Στρατιωτική Αντιπολίτευση που απέρριπτε την ευκαιρία της απόκτησης των γνώσεων από τους αστικούς ειδικούς και τον Τρότσκι με το όραμα ενός νέου κόσμου στον οποίο οι εργάτες απορροφούν τους πολιτιστικούς θησαυρούς αιώνων, βρίσκουμε σε εμβρυακή μορφή τη μελλοντική πάλη του Τρότσκι ενάντια στον σταλινισμό».