Ιστορία
25 χρόνια από το Μάαστριχτ: Η Συνθήκη της “σύγκλισης” που αποδείχθηκε σφαγείο

Ήταν 7 Φλεβάρη του 1992 όταν στο Μάαστριχτ, μια μικρή κωμόπολη της Ολλανδίας, οι δώδεκα χώρες που συγκροτούσαν την ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) υπέγραφαν τη Συνθήκη μετεξέλιξής της σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν γυρίσει κανείς πίσω εκείνες τις μέρες, περίσσευαν οι πανηγυρισμοί και οι ψεύτικες ελπίδες για την “ευρωπαϊκή ολοκλήρωση”.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θα έβαζε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης, προσφέροντάς τους ενιαία εξωτερική πολιτική, κοινό στρατό και “λύση” στα αδιέξοδα της οικονομίας. Η απελευθέρωση των αγορών θα ήταν ευκαιρία για τις ισχυρές οικονομίες να απλωθούν χωρίς φραγμούς. Για τους ασθενέστερους θα άνοιγε η προοπτική της “σύγκλισης”, η ελπίδα δηλαδή ότι οι οικονομίες τους θα φτάσουν σταδιακά στο ίδιο επίπεδο με τους υπόλοιπους. Οι υποσχέσεις για εξίσωση μισθών, συντάξεων και άλλων κοινωνικών παροχών των πιο αδύναμων οικονομιών στα επίπεδα των πιο δυνατών πατούσαν πάνω στην προοπτική του κοινού νομίσματος, του ευρώ, το οποίο ήρθε τελικά λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα.

Η ίδια προπαγάνδα κυριαρχούσε και στην Ελλάδα. Η συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν η “Ευκαιρία της Ελλάδας στην Ευρώπη”. Η χώρα δεν έπρεπε να μείνει έξω από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεν έπρεπε να χάσει την ευκαιρία της “σύγκλισης” που θα έφερνε η κοινή πορεία και το κοινό νόμισμα, έλεγαν όχι μόνο η κυβέρνηση του Μητσοτάκη τότε αλλά και το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός. ‘Όταν στα τέλη Ιούλη του 1992 η Συνθήκη ήρθε προς επικύρωση στη Βουλή, η πλειοψηφία ήταν συντριπτική. 286 “ναι” και μόλις 8 “όχι” καταγράφηκαν.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά, βέβαια, το δόγμα της “ευρωπαϊκής ενοποίησης” ακούγεται μόνο σαν ανέκδοτο. Η κρίση, οικονομική και πολιτική, συγκλονίζει το οικοδόμημα της ΕΕ. Μία από τις χώρες πυλώνες της, η Βρετανία, βρίσκεται σε διαδικασία εξόδου μετά την επικράτηση του BREXIT στο δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού. Το ίδιο το παραδοσιακό διευθυντήριο Γερμανίας-Γαλλίας-Ιταλίας συγκλονίζεται από κόντρες αναμεταξύ τους και εσωτερικές κρίσεις.

Ένωση των αφεντικών

Η πραγματικότητα είναι ότι, παρά τα παχιά λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση, και πιο πριν από αυτήν η ΕΟΚ, δεν ήταν ποτέ το κοινό “σπίτι των λαών” αλλά η ένωση των αφεντικών σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών. Η λογική της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης” ήταν ότι οι ευρωπαίοι καπιταλιστές θα έβαζαν σε ένα βαθμό στην άκρη τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν με καλύτερους όρους στην διεθνή αρένα. Για να γίνει όμως αυτό χρειαζόταν όλοι μαζί να κάνουν τις οικονομίες τους πιο “ανταγωνιστικές”.

Όχι τυχαία, το Μάαστριχτ έβαζε τέσσερις όρους στις χώρες που ήθελαν να ενταχθούν στο νέο νόμισμα. Να ρίξουν τον πληθωρισμό, να μειώσουν το δημόσιο χρέος και τα κρατικά ελλείμματα, να μην κάνουν υποτιμήσεις μέχρι να εφαρμοστεί το ευρώ και τέλος να κρατήσουν χαμηλά τα επιτόκια. Το ποιος πλήρωσε αυτούς τους όρους είναι πλέον γνωστό. Όχι μόνο δεν άνοιξαν μεγαλύτερες δυνατότητες για τους εργάτες μέσα σε κάθε χώρα, αλλά αντίθετα σήμαιναν χτύπημα μισθών και συντάξεων, περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις.

Η περιβόητη “σύγκλιση” όχι μόνο δεν επετεύχθη αλλά γιγαντώθηκε η απόκλιση σε όλα τα επίπεδα. Η πορεία των μισθών στην Ελλάδα είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα. Σύμφωνα με την Ετήσια ‘Εκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για το έτος 2007 (που βασίζεται στα στοιχεία της Eurostat): “Από την σύγκριση των κατώτατων μηνιαίων μισθών σε ευρώ, προκύπτει ότι οι αποκλίσεις είναι ήδη μεγάλες στην ΕΕ-15, ανάμεσα στις νότιες χώρες μέλη (Πορτογαλία, Ελλάδα και Ισπανία) και στις υπόλοιπες χώρες παλιά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και βέβαια είναι ακόμη μεγαλύτερη η απόσταση που χωρίζει τους κατώτατους μισθούς των νέων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης - με εξαίρεση την Μάλτα και την Σλοβενία - από τους αντίστοιχους μισθούς τόσο των χωρών μελών του ευρωπαϊκού νότου όσο κυρίως των υπολοίπων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Συγκεκριμένα: “ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου στο ήμισυ (54%) του αντίστοιχου κατώτατου μισθού των πλουσιότερων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες ισχύει ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο”.

Αν το επίπεδο του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο μισό των πλουσιότερων χωρών της ΕΕ το έτος 2007, πριν το ξέσπασμα της κρίσης, μπορούμε να φανταστούμε που φτάνει μετά τις μνημονιακές επιθέσεις και το πετσόκομμα των μισθών. Σύμφωνα με την αντίστοιχη Έκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για το 2016: “Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ όπου επιβλήθηκε το 2012, στο πλαίσιο του δεύτερου ΠΟΠ (Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής), ονομαστική μείωση πρωτοφανούς εύρους στον κατώτατο μισθό και στο κατώτατο ημερομίσθιο κατά 22% (και κατά 32% για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών)”. Τι σήμαινε αυτό πχ για την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων; “Η μείωση της αγοραστικής δύναμης του πραγματικού κατώτατου μισθού στην Ελλάδα δεν επιδέχεται σύγκριση με καμία άλλη περίπτωση ευρωπαϊκής χώρας, δεδομένου ότι την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε μείωση κατά 24,7% και κατά 34,3% για τους νέους κάτω των 25 ετών”.

Αντίστοιχη πορεία είχαν όλα όσα αφορούσαν στην κοινωνική πολιτική, όπως οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας και οι δαπάνες υγείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2012 στην Ελλάδα οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας βρίσκονταν στις 5.224,44 ευρώ ανά κάτοικο, την ίδια στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ-15 βρισκόταν στις 8.714,2 ευρώ. Ενώ από το 2009 (αρχή της οικονομικής κρίσης) και έως το 2012, η Ελλάδα υπέστη μείωση δαπανών υγείας της τάξης του 12,88%.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά, η “ευρωπαϊκή προοπτική” της χώρας μέσα σε ένα θεσμό που δεν είχε άλλο στόχο από την ολοκλήρωση της Ευρώπης της λιτότητας, του πολέμου και του ρατσισμού, αποδείχτηκε απάτη. Αυτό είναι ένα κρίσιμο συμπέρασμα για τη στάση της Αριστεράς απέναντι στην ΕΕ σήμερα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κουβαλάει την αρνητική κληρονομιά του Συνασπισμού: “Η συνθήκη του Μάαστριχτ απέτρεψε την αποδιοργάνωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και έδωσε ισχυρή ώθηση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση... Η Ελλάδα πρέπει να θέσει ως στόχο να ευρεθεί μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δημιουργία της. Λόγοι οικονομικοί και κοινωνικοί, εθνικοί και γεωπολιτικοί επιβάλλουν να μην περιθωριοποιηθούμε, να μην βρεθούμε στο "δεύτερο ή τρίτο κύμα" διεύρυνσης της Ένωσης, οπότε θα βρεθούμε να "ανταγωνιζόμαστε" με άλλες χώρες, περιλαμβανομένων των Βαλκανικών. Αντίθετα, στην Ένωση μπορούμε να παίξουμε σημαντικό σταθεροποιητικό και ειρηνευτικό ρόλο στα Βαλκάνια για το καλό όλων”, έλεγε το 1992 η Κεντρική Επιτροπή του Συνασπισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως συνέχειά του, δε στηρίζει απλά την ΕΕ αλλά έχει φτάσει πλέον να εφαρμόζει ως κυβέρνηση όλες τις πολιτικές της σε βάρος των εργατών και της νεολαίας.

Το ΚΚΕ, ως το μοναδικό κόμμα που καταψήφισε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τότε στη Βουλή, ισχυρίζεται ότι είναι η μοναδική δύναμη που μπορεί να περηφανεύεται ότι αντιστάθηκε όλα αυτά τα χρόνια στις επιθέσεις της ΕΕ έχοντας ξεκάθαρη θέση απέναντί της. Κι όμως οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και τότε και σήμερα ήταν και είναι ξεκάθαρες ότι η προοπτική είναι η σύγκρουση και η ρήξη.

Ενάντια

“Είμαστε ενάντια στην ΕΟΚ γιατί είναι ένας συνασπισμός των καπιταλιστών και ο ελληνικός καπιταλισμός ενισχύεται από τη συμμετοχή του σ' αυτόν”, έγραφε η Εργατική Αλληλεγγύη τον Ιούλη του 1992, “Ενισχύεται οικονομικά, πολιτικά και διπλωματικά. Αντίθετα η εργατική τάξη δεν έχει τίποτα να κερδίσει από αυτή τη συμμετοχή. ΕΟΚ για τους εργάτες σημαίνει άγρια προγράμματα λιτότητας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Σημαίνει στρατιωτικές δαπάνες και στρατιωτικές εξορμήσεις στην περιοχή. Πάλη ενάντια στην ΕΟΚ σημαίνει γνήσια διεθνιστική πολιτική. Πάλη με τους εργάτες των χωρών της ΕΟΚ ενάντια στις περικοπές στο όνομα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Αλλά και πάλη ενάντια στο ρατσισμό απέναντι στους μετανάστες”.

Όταν ψηφιζόταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ στη Βουλή, εμείς της Εργατικής Αλληλεγγύης ήμασταν στους δρόμους διαδηλώνοντας ενάντια στη Συνθήκη και στο πλευρό των απεργών της ΕΑΣ που αντιστέκονταν στην ιδιωτικοποίηση των λεωφορείων της Αθήνας. Συνεχίσαμε στην πράξη αυτόν τον αγώνα. Εξέλιξη αυτής της στάσης είναι η συμβολή στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για διαγραφή του χρέους, έξοδο από ευρώ και ΕΕ, κρατικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο. Μετά από 25 χρόνια επιμένουμε ότι αυτή η μάχη δεν ανήκει στο μακρινό μέλλον αλλά είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και των αγώνων της σήμερα.