«Πιστεύω ότι η εργασία στην οποία εμπλέκομαι σήμερα, είναι η πιο σημαντική της ζωής μου, πιο σημαντική απ’ τον Οκτώβρη του 1917 πιο σημαντική απ’ τον Εμφύλιο Πόλεμο ή οποιαδήποτε άλλη περίοδο. Αν δεν ήμουν στην Πετρούπολη του 1917 η Επανάσταση του Οκτώβρη θα γινόταν έτσι κι αλλιώς, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο Λένιν θα ήταν παρών και θα είχε την ηγεσία….Σήμερα, όμως, η εργασία μου είναι ‘αναντικατάστατη’ με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Πλέον δεν υπάρχει κανένας εκτός από μένα για να εξοπλίσει τη νέα γενιά με την επαναστατική μέθοδο, πάνω από τα κεφάλια των ηγεσιών της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς».
Αυτές τις σκέψεις κατέγραφε ο Τρότσκι στο προσωπικό του ημερολόγιο τον Μάρτη του 1935. Πραγματικά, η εργασία του ήταν και παραμένει αναντικατάστατη. Ο Τρότσκι διέσωσε τη κληρονομιά της Ρώσικης Επανάστασης και τη στρατηγική που την οδήγησε στη νίκη από τη λάσπη που κύλησε την σημαία της η σταλινική γραφειοκρατία.
Ο Τρότσκι δεν ήταν ο «ρομαντικός» της επανάστασης απέναντι στον «ρεαλιστή» Στάλιν. Ούτε η σύγκρουση αφορούσε την «εξουσία» -με την έννοια της «καρέκλας» και της νομής των προνομίων. Το 1923 όταν ξεκίνησε την πάλη του, μπορούσε να υπολογίζει ακόμα στην υποστήριξη των ηγετών του Κόκκινου Στρατού που τόσα είχε κάνει για να τον οδηγήσει στη νίκη. Δεν επέλεξε να στηριχτεί στις ξιφολόγχες, γιατί γι’ αυτόν η επανάσταση και το χτίσιμο μιας νέας κοινωνίας ήταν υπόθεση της εργατικής τάξης όχι κάποιων σωτήρων της.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 η νέα γραφειοκρατία που είχε διαμορφωθεί στις συνθήκες της περικύκλωσης της σοβιετικής Ρωσίας, είχε αρχίσει να αποκτάει συνείδηση των συμφερόντων της και να χαράζει μια στρατηγική για την ικανοποίησή τους. Ήταν η «θεωρία» ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να χτιστεί έστω «σε μια και μόνο χώρα». Μια τέτοια σύλληψη ερχόταν σε σύγκρουση με όλη τη μέχρι τότε μαρξιστική παράδοση και με τις επιλογές των ίδιων των μπολσεβίκων το 1917. Αυτό που έμπαινε σε αμφισβήτηση ουσιαστικά ήταν τι σήμαινε σοσιαλισμός: για τη γραφειοκρατία σοσιαλισμός σήμαινε η εξουσία της και ο έλεγχός της στο κράτος και την κοινωνία.
Για τον Τρότσκι, αντίθετα, σοσιαλισμός σήμαινε μια κοινωνία ανώτερη οικονομικά από τον καπιταλισμό που όμως την εξουσία –δηλαδή τη δυνατότητα λήψης και εφαρμογής των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων- θα την είχε η εργατική τάξη. Και θα τη χρησιμοποιούσε για να ικανοποιεί τις ανάγκες της. Γι’ αυτό, επέμενε ο Τρότσκι, η σωτηρία της ρωσικής επανάστασης βρισκόταν στη νίκη της επανάστασης στις άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου. Εντωμεταξύ το καθεστώς στην Ρωσία μπορούσε να επιβιώσει αν έκανε βήματα στη σχεδιασμένη ανάπτυξη της βιομηχανίας για να ικανοποιεί τις ανάγκες των εργατών και των αγροτών, και αν το κόμμα έκανε βήματα για να αποκαταστήσει την εργατική δημοκρατία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η γραφειοκρατία έκανε μια άλλη επιλογή. Να κάνει την Ρωσία μια υπερδύναμη που θα «φτάσει και θα ξεπεράσει» σε ισχύ στρατιωτική –άρα και οικονομική- τη Δύση. Το κόστος το φόρτωσε στους εργάτες και τους αγρότες με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
Μοναδική φωνή
Ο Τρότσκι ήταν ίσως η μοναδική φωνή που επέμενε ότι οι νίκες της γραφειοκρατίας δεν είναι νίκες του σοσιαλισμού. Το 1936 έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Προδομένη Επανάσταση. Παραμένει ακόμα και σήμερα η απαραίτητη αφετηρία για μια υλιστική ερμηνεία του σταλινικού καθεστώτος από τη σκοπιά του γνήσιου μαρξισμού και της απελευθερωτικής προοπτικής του σοσιαλισμού.
Εγραφε ο Τρότσκι: «Ο Λένιν, ακολουθώντας τον Μαρξ και τον Ένγκελς, έβλεπε το πρώτο διακριτικό γνώρισμα της προλεταριακής επανάστασης στο γεγονός ότι, απαλλοτριώνοντας τους εκμεταλλευτές, θα καταργούσε την αναγκαιότητα ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού, υψωμένου πάνω από την κοινωνία –και πάνω απ’ όλα, της αστυνομίας και του μόνιμου στρατού…
Όπως και να ερμηνεύετε τη φύση του σημερινού σοβιετικού κράτους, ένα πράγμα είναι αδιαμφισβήτητο: στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της ύπαρξής του, όχι μόνο δεν έχει σβήσει, αλλά ούτε καν έχει αρχίσει να «σβήνει». Ακόμα χειρότερα, έχει μεγαλώσει κι έχει γίνει ένας ανήκουστος μέχρι τώρα μηχανισμός καταπίεσης. Η γραφειοκρατία όχι μόνο δεν έχει εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση της στις μάζες, αλλά και έχει μετατραπεί σε μια ανεξέλεγκτη δύναμη που κυριαρχεί πάνω στις μάζες. Ο στρατός όχι μόνο δεν έχει αντικατασταθεί από τον ένοπλο λαό, αλλά και έχει γεννήσει μια προνομιούχα κάστα αξιωματικών, με επικεφαλής στρατάρχες, ενώ στο λαό, “στον ένοπλο φορέα της δικτατορίας”, απαγορεύεται στη Σοβιετική Ένωση να φέρει ακόμα και ένα μη πυροβόλο όπλο. Ακόμα και η πιο αχαλίνωτη φαντασία, θα δυσκολευόταν να συλλάβει ένα κοντράστ πιο χτυπητό από αυτό που υπάρχει ανάμεσα στο σχήμα του εργατικού κράτους που έχει δοθεί από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν, και το πραγματικό κράτος στο οποίο ηγείται σήμερα ο Στάλιν».
Η προπαγάνδα του καθεστώτος υμνούσε τις «επιτυχίες της οικοδόμησης του σοσιαλισμού» από «ευτυχισμένους» εργάτες και αγρότες. Ο Τρότσκι αποκάλυπτε την πραγματική εικόνα:
«Λιμουζίνες για τους ‘ακτιβιστές μας’ και λεπτά αρώματα για τις ‘γυναίκες μας’, μαργαρίνη για τους εργάτες, καταστήματα ‘Λουξ’ για τους ευγενείς, ματιές στις λιχουδιές που έχουν οι βιτρίνες των μαγαζιών για τους πληβείους –ένας τέτοιος σοσιαλισμός δεν μπορεί παρά να φαίνεται στις μάζες σαν ένας καπιταλισμός με νέα όψη, και δεν έχουν και πολύ άδικο».
Λίγο αργότερα, όταν στις Δίκες της Μόσχας εξοντωνόταν όλη η παλιά φρουρά των μπολσεβίκων, ο Τρότσκι έγραφε ότι: «ποτάμια αίματος χωρίζουν τον σταλινισμό από τον μπολσεβικισμό». Αυτή η θέση δεν ήταν μόνο μια απάντηση στους υμνητές του Στάλιν, αλλά και μια απάντηση στους υποστηρικτές του καπιταλισμού της Δύσης που χρέωναν τα εγκλήματα του Στάλιν στην Ρώσικη Επανάσταση με το σχήμα ότι ο Λένιν (και ο Τρότσκι) οδήγησαν στον Στάλιν.
Όταν ο Τρότσκι, επέμενε στη δεκαετία του ’20 ότι ο πραγματικός σύμμαχος και σωτηρία για το εργατικό κράτος στην Ρωσία ήταν οι εργάτες και η επαναστατική τους δυναμική στις άλλες χώρες, δεν πετούσε στα σύννεφα. Τα μεγάλα κινήματα και οι επαναστάσεις ήρθαν στη δεκαετία του ’30 σε όλο τον κόσμο, αλλά ιδιαίτερα στην Γαλλία και την Ισπανία.
Όμως, η σταλινική πολιτική ήταν τροχοπέδη για την ανάπτυξή τους και οδήγησε στην ήττα τους. Για τον Στάλιν ήταν πιο «ρεαλιστικό» να ποντάρει στις συμμαχίες με τη Γαλλία ή την Αγγλία (αργότερα και με τη Γερμανία του Χίτλερ) παρά στα «ονειροπολήματα» της εργατικής επανάστασης. Ο Τρότσκι έδωσε μια τιτάνια μάχη για να εξοπλίσει πολιτικά και θεωρητικά τις μικρές δυνάμεις των επαναστατών διεθνώς, ώστε να παίξουν ρόλο σε αυτές τις μάχες με νικηφόρα προοπτική.
Τα άμεσα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Οι επαναστάσεις ηττήθηκαν, και ο κόσμος βυθίστηκε στη φρίκη του φασισμού και του πολέμου. Ο Τρότσκι πλήρωσε αυτή την προσπάθεια με τις πιο σκληρές προσωπικές δοκιμασίες. Το 1927 εξορίστηκε στην Κεντρική Ασία και στις αρχές του 1929 απελάθηκε από την Ρωσία και του στερήθηκε η ιθαγένεια. Τα παιδιά του, οι συγγενείς και οι φίλοι του εξοντώθηκαν, ο ίδιος δεν μπόρεσε να βρει καταφύγιο παρά μόνο στο μακρινό Μεξικό, εκεί όπου δολοφονήθηκε από πράκτορες του Στάλιν το 1940.
Όμως, χωρίς αυτή τη τιτάνια μάχη του Τρότσκι η παράδοση του γνήσιου μαρξισμού, η κληρονομιά του Οκτώβρη, θα ήταν ίσως χαμένη για τις νέες γενιές.