Εκπαίδευση και Νεολαία
Διάλογος για το Αρθρο 16: Η “ανταγωνιστική” αγορά διαφθείρει το Πανεπιστήμιο

Αθήνα 10 Γενάρη

Γράφει ο Γιάννης Χατζηδάκης από το ΔΕΠ Ιωαννίνων

Με αφορμή την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, που προβλέπει την απαγόρευση της παροχής ανώτατης παιδείας από ιδιώτες, έχει ανοίξει ένας προβληματισμός για τη σκοπιμότητα της επιδιωκόμενης αναθεώρησης και κατά πόσο αυτή θα έχει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα για το δημόσιο Πανεπιστήμιο αλλά και τη κοινωνία γενικότερα.

Ο λόγος της αναθεώρησης σε οικονομικούς όρους είναι προφανής σε κάθε καλοπροαίρετο πολίτη και δεν είναι άλλος από το άνοιγμα της αγοράς της ανώτατης εκπαίδευσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η εισαγωγή του ιδιωτικού τομέα: 1) διευρύνει τις ευκαιρίες επιχειρηματικότητας σε ένα τομέα που η ζήτηση είναι ουσιαστικά ανελαστική και τα περιθώρια κέρδους (άμεσα ή έμμεσα) υπέρογκα, 2) παρέχει διέξοδο σε ένα σοβαρό ποσοστό αποφοίτων του Λυκείου οι οποίοι μέχρι σήμερα είτε «επιβάρυναν» το δημόσιο για την εκπαίδευσή τους και τώρα θα οδηγηθούν προς τις ιδιωτικές σχολές (βλέπε βάση του 10 στις εισαγωγικές εξετάσεις) είτε φεύγουν στο εξωτερικό με αμφίβολα αποτελέσματα απόκτησης γνώσεων αλλά κύρια με διαφεύγοντα κέρδη για την εγχώρια αγορά ενός ευρέως φάσματος υπηρεσιών που κινούνται γύρω από τη διαβίωση του φοιτητικού πληθυσμού, 3) αποδεσμεύει τη πολιτεία από την υποχρέωσή της απέναντι στο δημόσιο Πανεπιστήμιο αναφορικά με τη χρηματοδότησή του.

Το σημερινό ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο αναμφίβολα χρειάζεται μέτρα αναβάθμισής του διότι μετά από πολύχρονη στρατηγική παραμέλησής του δεν έχει πλέον τη δυνατότητα της εκπλήρωσης του κοινωνικού του ρόλου. Ο κοινωνικός αυτός ρόλος όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από την παγκόσμια ιστορία είναι διττός: 1) η παροχή γνώσεων και εκπαίδευσης γενικότερα στα ικανά μέλη της για τη στελέχωσή σε όλους τους τομείς δραστηριότητάς της και 2) η συμβολή του, μέσω της ανάπτυξης νέας γνώσης, στην περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνίας.

Για την επίτευξη των δύο αυτών ρόλων του Πανεπιστημίου απαιτείται: 1) η αποδέσμευσή του από τις εκάστοτε μικροπολιτικές της πολιτικής εξουσίας, της χρησιμοποίησης του ως μέσο ικανοποίησης τοπικών συμφερόντων (κάθε πόλη και Πανεπιστήμιο) ή απόκρυψης της λανθάνουσας ανεργίας των αποφοίτων της Β΄ βάθμιας εκπαίδευσης, 2) η επαρκής χρηματοδότησή του που αποτελεί σήμερα τη μικρότερη σε όλη την Ευρώπη, με συνεχή μείωσή της κάθε χρόνο, 3) η άρση του διοικητικού αλλά και οικονομικού στραγγαλιστικού ελέγχου και της δυσκαμψίας που του έχει επιβληθεί από τη πολιτεία με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη δυσλειτουργία του, 4) η περαιτέρω ενίσχυση του ασύλου με την απρόσκοπτη διάχυση των ερευνητικών δυνατοτήτων σε όλο το προσωπικό και τη πάταξη των δομών υπερεξουσίας και καταναγκασμού που έχουν δημιουργηθεί εντός του χώρου του.

Η προβληματική σημερινή κατάσταση του ελληνικού Πανεπιστημίου έχει προκύψει μετά από προγραμματισμένη μακροχρόνια εφαρμογή μιας πολιτικής απαξίωσής του από όλες τις κυβερνήσεις, τουλάχιστον μετά τη μεταπολίτευση. Η συντριπτική πλειοψηφία του διδακτικού προσωπικού είναι κοντά στη σύνταξη και μόλις τα τελευταία 4-5 χρόνια έχει αρχίσει να ανανεώνεται. Οι αυξανόμενες ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με «εποχικούς» διδάσκοντες που η σχέση τους με το Πανεπιστήμιο είναι κυριολεκτικά εποχική. Η πληρωμή τους μάλιστα πολλές φορές πραγματοποιείται μετά τη λήξη της θητείας τους!!! Οι ανάγκες για χρηματοδότηση της έρευνας (για ανάπτυξη νέας γνώσης) έχει αφεθεί στην «ανταγωνιστική» αγορά των ερευνητικών προγραμμάτων με αποτέλεσμα τη δημιουργία δομών εξουσίας ολίγων καθηγητών με πολυάριθμα και υπέρογκα ερευνητικά προγράμματα (εθνικά και ευρωπαϊκά) οι οποίοι τα διαχειρίζονται «υπεργολαβικά», εκμεταλλευόμενοι τα υπόλοιπα μέλη του Πανεπιστημίου μέσω «ερευνητικών συνεργασιών» και σχέσεων διαπλοκής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δομές εξουσίας εντός του Πανεπιστημίου (πρυτανικές αρχές, πρόεδροι τμημάτων κ.α.) υπακούουν σε δικές τους «υπερκομματικές» λογικές.

Με την απαξίωση λοιπόν του Πανεπιστημίου, με κύριο μέσο τη συνεχή υποχρηματοδότησή του, το έδαφος έγινε πρόσφορο για την ανάπτυξη των όποιων επιχειρημάτων μεταβολής του πλαισίου λειτουργίας του είτε εφαρμόζοντας «ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια» για το ίδιο το δημόσιο Πανεπιστήμιο είτε επιτρέποντας και πριμοδοτόντας τη λειτουργία ιδιωτικών - μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων ή ανώτατων σχολών.

Το βέβαιο αποτέλεσμα αυτών των σχεδιασμών θα είναι η κατακόρυφη μείωση της συμβολής του κρατικού προϋπολογισμού στο δημόσιο Πανεπιστήμιο με το επιχείρημα του αθέμιτου ανταγωνισμού έναντι των ιδιωτικών ανταγωνιστών. Η μείωση αυτή θα επιτείνει την απαράδεκτη κατάσταση των δομών εξουσίας μεταξύ του προσωπικού μέσα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο αφαιρώντας στη πράξη πλήρως την ουσία του ασύλου και κατακερματίζοντάς το σε μικρές δομές φεουδαρχικού χαρακτήρα. Μία τέτοια δομή δικαιολογείται σε μία επιχείρηση (ή ένα ιδιωτικό «Πανεπιστήμιο») είναι όμως ανεπίτρεπτη για ένα Πανεπιστήμιο και απαγορευτική της πραγμάτωση του δεύτερου βασικού του ρόλου που είναι η ανάπτυξη νέας γνώσης. Να διευκρινίσομε εδώ ότι η νέα γνώση μέσω κύρια της βασικής έρευνας, που διεξάγεται κατ’ αποκλειστικότητα σε δημόσιους φορείς (Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα κ.α.), μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων το τρόπο αξιοποίησής της είναι εκ της φύσεώς της ανεξάρτητη. Αντίθετα η κατευθυνόμενη έρευνα, που οδηγεί και αυτή σε νέα γνώση αλλά προσανατολισμένης εφαρμογής, αποτελεί το αντικείμενο της βιομηχανικής έρευνας με δυνατότητα περιορισμού της διάχυσής της μέσω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, λογικής αντίθετης αυτής ενός Πανεπιστημίου.

Εκτός όμως της επιδείνωσης των δομών του δημόσιου Πανεπιστημίου η έλλειψη επαρκούς δημόσιας χρηματοδότησής του θα το αναγκάσει, εκτός της αναζήτησης των αναγκαίων πόρων σε ιδιωτικά κεφάλαια, στην καθιέρωση διδάκτρων για τις προσφερόμενες από αυτό υπηρεσίες, με αποτέλεσμα οι σπουδές να πάρουν ένα ακόμη περισσότερο ταξικό χαρακτήρα. Ο περιορισμός λοιπόν της πρόσβασης στην ανώτατη παιδεία θα αποκτήσει σαφή οικονομικά και όχι αξιοκρατικά κριτήρια με ότι αυτό συνεπάγεται στη κοινωνία γενικότερα.

Οροι

Τους όρους λειτουργίας των μη δημόσιων Πανεπιστημίων δεν μπορεί καμιά κυβέρνηση να τους περιορίσει παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα. Παίρνοντας λοιπόν υπόψη την ελληνική πραγματικότητα είναι προφανής ο τρόπος λειτουργίας αυτών των ιδρυμάτων τα οποία δανειζόμενα το υπάρχον επιστημονικό προσωπικό του δημόσιου πανεπιστημίου θα παρουσιάζει στελέχωση από αξιόλογους επιστήμονες οι οποίοι όμως θα είναι με καθεστώς franchise απασχολούμενοι περιστασιακά σε αυτά και αναθέτοντας το διδακτικό τους έργο σε συμβασιούχους μειωμένων προσόντων.

Μία τέτοια πρακτική θα απογυμνώσει ακόμη παραπάνω το δημόσιο Πανεπιστήμιο από το αξιόλογο προσωπικό που διαθέτει, οδηγώντας το σε σχέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης και δημιουργώντας διαύλους διαπλοκής και αλληλεξάρτησης μεταξύ ιδιωτικών και «δημοσίων» (εντός εισαγωγικών) ιδρυμάτων.

Εν κατακλείδι τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) με τη μεταρρύθμιση του άρθρου 16 του Συντάγματος επιδιώκουν την παραπέρα αποδόμηση του δημόσιου Πανεπιστημίου, τη παραχώρηση μεριδίου της ανώτατης παιδείας στα επιχειρηματικά κεφάλαια και το περιορισμό της δημοκρατίας μέσω της ενδυνάμωσης του ταξικού φραγμού στη μόρφωση.
Μπροστά στη σχεδιαζόμενη ουσιαστική κατάργηση της ανώτατης παιδείας όπως τη ξέραμε μέχρι σήμερα η μόνη γραμμή αντίστασης είναι η δυναμική εκδήλωση της αντίδρασης της κοινωνίας μας υποστηρίζοντας τους αγώνες όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας. Με τη πρωτοφανή υποβάθμιση και διαστρέβλωση που επιχειρεί η κυβέρνηση, αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση, διαμέσου των μέσων επικοινωνίας και διαμόρφωσης γνώμης, το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η απαξίωσή τους στη συνείδηση των ίδιων των ψηφοφόρων τους.