Μια χαμένη ευκαιρία;
γράφει ο Στάθης Κουβελάκης
Το 2006 ήταν μια χρονιά κρίσιμη για τους κοινωνικούς αγώνες και τη ριζοσπαστική αριστερά στη Γαλλία. Οι αγώνες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους την άνοιξη όταν εκατομμύρια φοιτητές βγήκαν στους δρόμους και ανάγκασαν τη δεξιά κυβέρνηση να αποσύρει το νεοφιλελεύθερο «Νόμο Πρώτης Απασχόλησης». Η νίκη αυτή επιβεβαίωσε την έκταση της απόρριψης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Ηδη το 2005, η νίκη του «Οχι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα και οι εξεγέρσεις στις «μπανλιέ» -τα φτωχά προάστια- που ακολούθησαν, έδειξαν ότι η Γαλλία αποτελεί τον «αδύνατο κρίκο» στην Ευρώπη. Η Γαλλία είναι η χώρα όπου ο νεοφιλελευθερισμός συναντά την μεγαλύτερη αμφισβήτησή του από τους αγώνες από τα κάτω και από την άνοδο μιας μαχητικής αριστεράς.
Ομως, υπάρχει μια μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στις δυνατότητες που άνοιξαν αυτοί οι αγώνες και την κατάσταση της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Τέσσερις μόλις μήνες πριν τις κρίσιμες προεδρικές εκλογές του 2007, επικρατεί πολυδιάσπαση με τρεις υποψήφιους στ’ αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αυτή η πολυδιάσπαση εκλαμβάνεται ευρέως ως αποτυχία. Είναι βέβαιο ότι θα διευκολύνει την υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος, τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, να λεηλατήσει τις αριστερές ψήφους.
Οι δυο υποψήφιοι της τροτσκιστικής αριστεράς –η Αρλετ Λαγκιγιέρ της Lutte Ouvriere και ο Ολιβιέ Μπεζανσενό της LCR είχαν κερδίσει πάνω από το 10% στις προεδρικές εκλογές του 2002. Τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε σημαδεύτηκαν από κύματα κοινωνικών αγώνων και εκλογικές αποτυχίες για τα κόμματα της δεξιάς.
Το πιο σημαντικό γεγονός ήταν το δημοψήφισμα για το προτεινόμενο Ευρωσύνταγμα την άνοιξη του 2005. Ενα ενιαίο μέτωπο όλων των αριστερών δυνάμεων οδήγησε το νεοφιλελεύθερο σχέδιο στην ήττα. Σχεδόν όλες οι δυνάμεις της αριστεράς συνέβαλαν σε αυτή τη κατεύθυνση ενώ τη φανταστική εκστρατεία για το «Οχι» την οργάνωσε ένα δίκτυο επιτροπών.
Η ήττα του Ευρωσυντάγματος ήταν ένα σοκ για όλες τις πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη και πυροδότησε τον ενθουσιασμό στις γραμμές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ομως, αυτή η ενότητα αποδείχτηκε βραχύβια. Την ευθύνη γι’ αυτό την έχουν οι δυο βασικότερες συνιστώσες, το Κομμουνιστικό Κόμμα και η LCR.
Το ΚΚ προσπάθησε να χειραγωγήσει τις επιτροπές του «Οχι» και να επιβάλλει τη γραμματέα του, τη Μαρί-Ζορζ Μπυφέ ως την «ενωτική υποψήφια της αντινεοφιλελεύθερης αριστεράς». Επίσης επέμενε σε διφορούμενες διατυπώσεις στο σχέδιο προγράμματος των επιτροπών έτσι ώστε να έχει την ευχέρεια για μια πιθανή συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Παρά την έντονη αντίσταση, και από ένα σημαντικό τμήμα των αγωνιστών του, το ΚΚ προχώρησε στην ανακήρυξη της υποψηφιότητας Μπυφέ.
Η LCR κράτησε μια παθητική στάση στην όλη διαδικασία. Εδωσε την εντύπωση ότι ήδη είχε επιλέξει να κατεβάσει υποψήφιο τον Μπεζανσενό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι απείχε από τη μάχη για μια κοινή υποψηφιότητα. Η ηγεσία της οργάνωσης επέλεξε να έχει τη θέση «παρατηρητή» στο πανεθνικό συντονιστικό των επιτροπών –από το οποίο αποχώρησε εξολοκλήρου τον περασμένο Δεκέμβρη.
Αυτά διευκόλυναν το ΚΚ στους ελιγμούς του και απομόνωσαν την LCR από πιθανούς συμμάχους και ακτιβιστές της βάσης. Ηταν αδύνατο να προβάλει σαν εναλλακτική λύση όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα της Μπυφέ.
Αυτή η πολυδιάσπαση θα διευκολύνει τη Ρουαγιάλ να κάνει στην άκρη την αριστερά. Η άνοδός της ήταν ένα από τα απροσδόκητα πολιτικά γεγονότα της χρονιάς. Παρουσιάζεται σαν ένα «νέο πρόσωπο» στο γερασμένο και σχεδόν ολοκληρωτικά ανδροκρατούμενο πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας διαθέτοντας παράλληλα την έντονη υποστήριξη των ΜΜΕ και του κατεστημένου.
Η Ρουαγιάλ υποστηρίζει μια έντονη στροφή του Σοσιαλιστικού Κόμματος προς τον «νόμο και τη τάξη» συνδυάζοντας τις γνωστές νεοφιλελεύθερες συνταγές με αυταρχικές, λαϊκίστικες διακηρύξεις. Είναι επίσης υποστηρικτής των ΗΠΑ. Το γενικότερο στίγμα της θυμίζει έντονα την πολιτική του Μπλερ.
Οι διαφορές της με τον υποψήφιο της δεξιάς, τον Νικολά Σαρκοζί που τώρα είναι υπουργός Εσωτερικών, είναι πράγματι πολύ περιορισμένες. Ο Σαρκοζί είναι περισσότερο επιθετικός από τη Ρουαγιάλ. Διακηρύσσει την ανάγκη μιας «ρήξης» με ό,τι έχει απομείνει από το γαλλικό «κοινωνικό μοντέλο» και την «ανεξάρτητη» εξωτερική πολιτική.
Ομως, ακριβώς αυτές οι ομοιότητες ανάμεσά τους θα μπορούσαν να προσφέρουν μια ευκαιρία σε μια γνήσια αριστερή δύναμη, ένα σενάριο που φαινόταν πραγματοποιήσιμο μετά το δημοψήφισμα του 2005.
Η μετατόπιση προς τα δεξιά του πολιτικού σκηνικού θα προσφέρει νέα νομιμοποίηση στον ακροδεξιό Ζαν Μαρί Λεπέν –οι προβλέψεις λένε ότι θα τα πάει πολύ καλά στις εκλογές.
Ομως, η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι η Γαλλία είναι επίσης η χώρα των απροσδόκητων εξελίξεων και των ξαφνικών αλλαγών στη φορά που παίρνουν τα πράγματα.
Οι ευθύνες του Γ.Κ.Κ.
γράφει ο Φρανσουά Ντυβάλ από την ηγεσία της LCR
Η κατάσταση της Αριστεράς στη Γαλλία και η αποτυχία της προσπάθειας για έναν κοινό αντινεοφιλελεύθερο υποψήφιο για τις ερχόμενες προεδρικές εκλογές έχει γεννήσει δυο κύρια ερωτήματα. Η ανασύνθεση της Αριστεράς και η δημιουργία ενωτικών σχημάτων έχει πραγματοποιηθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες όπως στην Αγγλία και την Ουαλία με το Respect, στη Γερμανία με το WASG/Linkspartei. Γιατί όχι και στην Γαλλία; Είναι η LCR υπεύθυνη γι’ αυτό; Σπαταλήσαμε μια μεγάλη ευκαιρία να αλλάξουμε το τοπίο στην Αριστερά;
Γενικά θεωρείται ότι στη Γαλλία υπάρχει ένα πλούσιο και ισχυρό κοινωνικό κίνημα με μεγάλες απεργίες και ογκώδεις διαδηλώσεις (το 1995, το 2003 και ο νικηφόρος αγώνας ενάντια στον CPE το 2006) ακόμα και πολιτικές επιτυχίες για την Αριστερά. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν τη δύναμη της αντίστασης, τόσο της πολιτικής όσο και της κοινωνικής, ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό. Ομως, αυτή είναι μόνο η μια πλευρά της κατάστασης. Η άλλη είναι ένα ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο απεργιών, διαδοχικά νεοφιλελεύθερα μέτρα που εφαρμόζονται ακόμα και χωρίς αντίσταση, μια αδιάκοπη στροφή προς τα δεξιά των συνδικάτων και της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας κλπ.
Γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν και τόσο εύκολο η συμμαχία ενάντια στο Ευρωσύνταγμα να μετατραπεί σε μια εκλογική συμμαχία για το 2007. Η LCR, το ΚΚ, η μειοψηφία των Πράσινων, μια τάση μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ακτιβιστές από συνδικάτα, κινήσεις, το γυναικείο κίνημα, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και χιλιάδες απλοί άνθρωποι με αριστερές ιδέες συμφώνησαν να κινητοποιηθούν ενάντια στο Ευρωσύνταγμα. Ομως, αυτό δε σήμαινε ότι μπορούσαν εύκολα να συμφωνήσουν σε μια κοινή στάση για τις εκλογές όπου αυτό που θα κριθεί θα είναι η πολιτική εξουσία, η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η διαδικασία ορισμού ενός κοινού υποψήφιου δεν απέτυχε κυρίως λόγω του «σεκταρισμού» της Λίγκας ή/και της ηγεμονιστικής συμπεριφοράς του Κομμουνιστικού Κόμματος. Απέτυχε για ουσιώδεις πολιτικούς λόγους: μια κεντρική πολιτική διαφωνία σε ένα κεντρικό πολιτικό ερώτημα. Τί είδους σχέσεις μπορεί να έχει το αντινεοφιλελεύθερο κίνημα με την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, όσον αφορά το ζήτημα της κυβέρνησης, της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της κρατικής εξουσίας;
Η Λίγκα έχει ένα καλό πρόγραμμα, με βάση του κοινωνικά και δημοκρατικά μέτρα έκτακτης ανάγκης. Ομως, γνωρίζαμε πολύ καλά ότι μια αντινεοφιλελεύθερη συμμαχία δε θα μπορούσε απλά να υιοθετήσει το πρόγραμμά μας! Η Λίγκα είχε ένα καλό υποψήφιο: τον Ολιβιέ Μπεζανσενό, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους εργάτες και τη νεολαία. Αλλά είναι ο γνωστότερος εκπρόσωπός μας και γι’ αυτό το λόγο καταλαβαίναμε ότι δε μπορούσε να είναι ο υποψήφιος μιας ενωτικής αντινεοφιλελεύθερης συμμαχίας. Είμασταν έτοιμοι να δεχτούμε κάποιον άλλον υποψήφιο. Ακόμα και όταν ανακοινώσαμε την υποψηφιότητα του Ολιβιέ δηλώσαμε ξεκάθαρα ότι είμαστε έτοιμοι να την αποσύρουμε οποιαδήποτε στιγμή αν υπάρξει πολιτική συμφωνία.
Ομως, ναι, υπήρχε ένα ζήτημα στο οποίο δεν κάναμε κανένα συμβιβασμό. Ενα απλό ερώτημα που χρειαζόταν και συνεχίζει να χρειάζεται μια απάντηση, μια σαφή απάντηση, μια απάντηση χωρίς αμφισημίες: το ζήτημα των σχέσεων με το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην κυβέρνηση και το κοινοβούλιο.
Η απάντηση που θέλαμε να ακούσουμε ήταν: Οχι, ο κοινός υποψήφιος δεν θα είναι μέλος μιας κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ούτε οι αντινεοφιλελεύθεροι υποψήφιοι βουλευτές, αν εκλεγούν, θα ανήκουν στην ίδια κοινοβουλευτική ομάδα με τους Σοσιαλιστές ή θα στηρίξουν μια κυβέρνησή τους. Δεν πήραμε μια τέτοια απάντηση. Αυτό που ακούσαμε από την Εθνική Επιτροπή [των επιτροπών ενάντια στο Ευρωσύνταγμα] της 29 Μάη ήταν διφορούμενες φόρμουλες για την ηγεμονία του «σοσιαλφιλελευθερισμού». Και κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό, αυτό που ακούσαμε από την ηγεσία του ΚΚ ήταν η «προσπάθεια να ενοποιηθεί όλη η αριστερά, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΚ, σε ένα αντινεοφιλελεύθερο προσανατολισμό». Το ΚΚ προσπάθησε να επιβάλει το δικό του υποψήφιο, τη Μαρί-Ζορζ Μπιφέ, τη γενική γραμματέα του κόμματος.
Δηλαδή αυτά ακριβώς που πρόβλεψε η Λίγκα στη διάρκεια της όλης διαδικασίας. Τώρα, οι ειλικρινείς ακτιβιστές του αντινεοφιλελεύθερου κινήματος είναι θυμωμένοι με το ΚΚ. Αλλά επίσης και με την Λίγκα, όχι ένα καλό αποτέλεσμα.
Παρόλα αυτά η Λίγκα θα προσπαθήσει να διεξάγει μια ανοιχτή καμπάνια με τον υποψήφιό της. Θα είναι δύσκολο. Γιατί η πάλη για την αντινεοφιλελεύθερη προοπτική, για το χτίσιμο ενός αντικαπιταλιστικού κόμματος στηριγμένου στη βάση και στην ταξική πάλη, δεν είναι καθόλου εύκολη!
Η διαφωνία δεν είχε να κάνει με το δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Ούτε αφορούσε τη σχέση Κόμματος και Κινήματος ή το ενιαίο μέτωπο σε αντίθεση με την σεκταριστική απομόνωση. Δεν ήταν μια «ψευδής πόλωση» ανάμεσα στον οπορτουνισμό και την «επαναστατική καθαρότητα». Στην πραγματικότητα, σπάνια η Λίγκα κατηγορείται για τέτοια πράγματα!
Οχι, πιο απλά, η διαφωνία αφορούσε την υποταγή ή την πολιτική ανεξαρτησία της νέας αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.