«Την ιστορία μιας επανάστασης μπορεί να την γράψει μόνο κάποιος που συμπάσχει με αυτήν, διαφορετικά θα συλλέξει πολλά στοιχεία και γεγονότα αλλά δεν θα κατορθώσει να διακρίνει το νόημά τους. Αν η ιστορία της Κομμούνας αντιμετωπιζόταν με αυτό τον τρόπο, δεν θα σήμαινε και πολλά για τους σοσιαλιστές. Κενολογίες αντί για δράση, δικτάτορες που παρίσταναν τους Γιακωβίνους, εκτελέσεις ομήρων. Όμως, οι εργάτες δεν κάνουν αυτό το λάθος. Γνωρίζουν ότι παρόλες τις αδυναμίες και τα λάθη της η Κομμούνα παραμένει μια μεγάλη στιγμή του εργατικού κινήματος. Κι οι επαναστάτες απ’ όλες τις χώρες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Επανάστασης του Οκτώβρη θα πρέπει να ήταν πολύ ηλίθιοι ή εντελώς τυφλοί αν αντιλαμβάνονταν ως σοσιαλιστική επανάσταση κάτι που στην πραγματικότητα ήταν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και μια προσωπική δικτατορία».
Αυτά τα λόγια έγραφε το 1952 ο Αλφρέντ Ροσμέρ στο βιβλίο του “Η Μόσχα του Λένιν” (θα κυκλοφορήσει σύντομα από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο). Απαντούσε στις απόψεις που έλεγαν ότι «ο σταλινισμός είναι η λογική και αναπόφευκτη κατάληξη του λενινισμού». Η άποψη ότι αυτό δεν ίσχυε ήταν ιδιαιτέρως μειοψηφική εκείνα τα χρόνια στην Αριστερά διεθνώς. Κι ο Ροσμέρ ήταν από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς που όχι μόνο είχε «δει» την Ρώσικη Επανάσταση, αλλά είχε συμμετέχει στις πολιτικές μάχες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν.
Ποιος ήταν αυτός ο επαναστάτης που μας έχει αφήσει μια τόσο πολύτιμη μαρτυρία; Γεννήθηκε το 1877 και το πραγματικό του όνομα ήταν Αντρέ Αλφρέντ Γκριότ (το Ροσμέρ προέρχεται από ένα θεατρικό έργο του Ιψεν). Όπως πολλοί νέοι της γενιάς του, ο Ροσμέρ πήρε το πολιτικό βάπτισμα του πυρός στις μεγάλες κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση του Ντρέιφους, ενός αξιωματικού εβραϊκού θρησκεύματος που είχε πέσει θύμα σκευωρίας της μοναρχικής και αντισημιτικής κλίκας του Γενικού Επιτελείου. Όμως, για τον Ροσμέρ αυτές οι μάχες ήταν το πρώτο βήμα. Έγινε αναρχικός, συμμετέχοντας σε διάφορες ομάδες και από το 1906 άρχισε να δημοσιεύει άρθρα του σε αναρχικές εφημερίδες όπως η Les Temps Nouveaux (Νέοι Καιροί).
Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ο ρεφορμισμός του επίσημου σοσιαλιστικού κόμματος δεν ασκούσε καμιά έλξη στον Ροσμέρ όπως και σε πολλούς αγωνιστές της γενιάς του. Όμως, την ίδια περίοδο η εργατική τάξη στην Γαλλία έμπαινε σε μια περίοδο μεγάλων απεργιών και κινημάτων. Η επίδραση αυτής της κίνησης στους κύκλους των αναρχικών ήταν έντονη: ένα ολόκληρο νέο ρεύμα γεννήθηκε, που έχει μείνει γνωστό ως «αναρχοσυνδικαλισμός», αλλά τότε αυτοαποκαλούνταν απλά «συνδικαλισμός» ή «επαναστατικός συνδικαλισμός». Για τους πιο συγκροτημένους αγωνιστές του, που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της CGT, το επαναστατικό συνδικάτο ήταν ταυτόχρονα και μαχητική οργάνωση που απέρριπτε τα κοινοβουλευτικά τερτίπια των σοσιαλιστικών κομμάτων και πρόπλασμα της νέας κοινωνίας.
Την συστηματική έκθεση αυτών των απόψεων άρχισε να εκφράζει από το 1909 ένα περιοδικό με τίτλο La Vie Ouvriere (Εργατική Ζωή). Ο Ροσμέρ έγινε από τους βασικούς δημοσιογράφους και αγωνιστές της. Η γνώση πολλών ξένων γλωσσών του επέτρεπε να παρακολουθεί και να σχολιάζει την ζωή και τους αγώνες του εργατικού κινήματος διεθνώς. Αλλά δεν ήταν μόνο η ευχέρεια στην έκφραση, που τον ξεχώριζε.
Το 1912 απ’ τις σελίδες του περιοδικού εξαπέλυσε μια έντονη κριτική ενάντια στο συνδικάτο των τυπογράφων της CGT, γιατί όχι μόνο δεν είχε δεχτεί μια γυναίκα –την «κυρία Κουριό»- ως μέλος του αλλά είχε διαγράψει και τον σύζυγό της επειδή δεν τη μετέπεισε να παρατήσει τη δουλειά και να μείνει στη «θέση της» δηλαδή στο σπίτι. «Είναι τόσο δύσκολο να παραδεχτείτε ότι μια γυναίκα μπορεί να δρα με δικιά της απόφαση και να έχει λόγο σ’ ότι αφορά τη ζωή και το πεπρωμένο της;» έγραφε ο Ροσμέρ, συγκρουόμενος με τις καθυστερημένες ιδέες που επηρέαζαν και τους πιο μαχητικούς εργάτες της εποχής.
Ασυμβίβαστος διεθνισμός
Η κόκκινη κλωστή που διαπερνούσε τη δράση και τις ιδέες της ομάδας που ανήκε ο Ροσμέρ ήταν ο ασυμβίβαστος διεθνισμός. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ηγεσίες τόσο των σοσιαλιστικών κομμάτων όσο και πολλών αναρχοσυνδικαλιστικών οργανώσεων πρόδωσαν τις αντιπολεμικές δεσμεύσεις τους, η ομάδα γύρω από τη La Vie Ouvriere έγινε ο πυρήνας γύρω από τον οποίο άρχισε να ανασυγκροτείται η αντιπολεμική αριστερά στην Γαλλία. Αγωνιστές όπως ο Ροσμέρ (και ο φίλος του, ο Μονάτ) δεν ήταν μόνοι. Tα γραφεία του περιοδικού τους (που είχε σταματήσει να κυκλοφορεί) έγιναν σημείο συνάντησης διεθνιστών από διάφορες χώρες. Ανάμεσά τους και ο Λέον Τρότσκι που από τότε συνδέθηκε με στενή φιλία μαζί τους.
Ο Ροσμέρ ήταν εκείνος που οργάνωσε τη συμμετοχή δυο Γάλλων συνδικαλιστών στην αντιπολεμική Διεθνή Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ τον Σεπτέμβρη του 1915 και έγραψε τη μικρή παράνομη παμφλέτα για τη διακήρυξή της που έφτασε με χίλιους δυο τρόπους στα εργοστάσια και τα πολεμικά μέτωπα. Το Τσίμερβαλντ ήταν η αρχή μιας διαδικασίας που με συγκρούσεις και ανακατατάξεις, γέννησε την επαναστατική αριστερά που θα διαμορφωνόταν στα νέα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Αυτό που μεσολάβησε ήταν η Ρώσικη Επανάσταση και ο Οκτώβρης του 1917. Για πρώτη φορά απ’ την Κομμούνα του Παρισιού η εργατική τάξη έπαιρνε το τιμόνι της κοινωνίας, όχι σε μια πόλη αλλά σε μια ολόκληρη χώρα κι όχι απομονωμένη, αλλά στην εμπροσθοφυλακή ενός παγκόσμιου επαναστατικού κύματος. Γι’ αυτό το λόγο η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) έγινε πόλος συσπείρωσης επαναστατριών και επαναστατών από τις πιο διαφορετικές παραδόσεις.
Το 1920 ο Ροσμέρ επιλέχτηκε από την «Επιτροπή για την Τρίτη Διεθνή» στην Γαλλία να την αντιπροσωπεύσει στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν στη Μόσχα. Ένα μεγάλο τμήμα του βιβλίου Η Μόσχα του Λένιν, καλύπτει αυτό το εντυπωσιακό γεγονός και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που διαπερνούσαν το κομμουνιστικό κίνημα στην εποχή όταν η συζήτηση ήταν ελεύθερη πριν την τσακίσει η σταλινική αντεπανάσταση. Ο Ροσμέρ έπαιξε κεντρικό ρόλο, αργότερα την ίδια χρονιά, στη συγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας και αναδείχτηκε στην ηγεσία του.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, όμως, ο Ροσμέρ καθαιρέθηκε αρχικά και κατόπιν διαγράφηκε από το κόμμα. Ήταν η περίοδος που η γραφειοκρατία εδραίωνε την εξουσία της στην Ρωσία και αυτό με την σειρά του είχε επιπτώσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που θα γινόταν δραματικές στα επόμενα χρόνια. Ο Ροσμέρ τάχτηκε στο πλευρό του Τρότσκι και της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης πρωτοστατώντας στην προσπάθεια για την συγκρότηση επαναστατικών οργανώσεων στη Γαλλία και αλλού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ροσμέρ και ο Τρότσκι διαφώνησαν έντονα με αποτέλεσμα την αποχώρηση του πρώτου από την οργανωμένη δράση. Όμως, διατήρησαν τη βαθιά προσωπική φιλία και πολιτικό αλληλοσεβασμό, κι ο Ροσμέρ ποτέ δεν εγκατέλειψε τις επαναστατικές αρχές του. Το 1953 δημοσίευσε μια πολύ επαινετική παρουσίαση του πρώτου βιβλίου του Τόνι Κλιφ “Οι Δορυφόροι του Στάλιν στην Ευρώπη”, που ανέλυε τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού που είχε εγκαθιδρύσει η Ρωσία μετά το 1945. Αυτό που ένωνε τον Ροσμέρ και τον Κλιφ δεν ήταν μόνο ή κύρια η απόρριψη του σταλινισμού, αλλά η πεποίθηση ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της ιστορίας σε «Ανατολή και Δύση».
Η τελευταία πολιτική πράξη του Ροσμέρ τον Σεπτέμβρη του 1960 ήταν η υπογραφή του στο Μανιφέστο των 121 -ο τίτλος του ήταν «Για το Δικαίωμα της Ανυπακοής στο Πόλεμο της Αλγερίας». Το μανιφέστο διακήρυσσε ότι ο αγώνας των Αλγερινών ήταν αγώνας «όλων των ελεύθερων ανθρώπων» και «πλήγμα στην αποικιοκρατία». Ήταν μια θαρραλέα πολιτική στάση ταιριαστή σε έναν αγωνιστή που από τα πρώτα του βήματα είχε μείνει πιστός στο διεθνισμό. Ο Ροσμέρ ήταν τότε 83 ετών. Πέθανε το 1964.