Με το αίμα και την βία προσπαθεί τώρα η φιλοδυτική κυβέρνηση του Λιβάνου του Φουάντ Σινιόρα να παραμείνει στην εξουσία. Την περασμένη Πέμπτη παρακρατικές συμμορίες επιτέθηκαν με γκλόμπς σε οπαδούς της Χεζμπολάχ και των άλλων οργανώσεων της αντιπολίτευσης στο Αραβικό Πανεπιστήμιο πυροδοτώντας μια σύγκρουση που επεκτάθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την πόλη.
Σε μια προσπάθεια καλλιέργειας του σεχταριστικού μίσους και του εμφυλίου πολέμου ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν διαδηλωτές και περαστικούς, εστιάζοντας ιδιαίτερα στους ανθρώπους που φορούσαν μαύρα -την παραδοσιακή ενδυμασία των Σιιτών την περίοδο της μουσουλμανικής “Ασούρα”.
Η επίθεση ήταν η “απάντηση” του φιλοδυτικού στρατόπεδου στην μαζική απεργία και το τεράστιο συλλαλητήριο που είχε πλημμυρίσει την Βηρυτό, την πρωτεύουσα του Λιβάνου την περασμένη Τρίτη. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν, εκείνη την ημέρα, το κέντρο της πόλης, μπλόκαραν τους δρόμους και φώναξαν συνθήματα όχι μόνο ενάντια στην κυβέρνηση και τον Σινιόρα αλλά και ενάντια στο Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις που τον στηρίζουν.
Η κυβέρνηση διέταξε τον στρατό να “απελευθερώσει” τους δρόμους. Μάταια, όμως: Οι φαντάροι, αρνήθηκαν, πρακτικά, να στραφούν ενάντια στους διαδηλωτές και ο στρατός παρέμεινε παθητικός θεατής. Το κενό που άφησε πίσω του ανέλαβαν να το καλύψουν οι συμμορίες της “Φάλλαγας” -του ακροδεξιού χριστιανικού κόμματος του δολοφονημένου πριν από μερικές εβδομάδες Πιέρ Τζεμαγιέλ- και των συμμάχων της, μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο ολόκληρη την πρωτεύουσα σε πεδίο μάχης. Οπλισμένοι υποστηρικτές του Σινιόρα άνοιξαν πυρ ενάντια σε διαδηλωτές ενώ στις χριστιανικές περιοχές οι οπαδοί της αντιπολίτευσης καταδιώκονταν από συμμορίες με αμερικανικές σημαίες. Κάτω από το βάρος των γεγονότων τα συνδικάτα ανακάλεσαν την απεργία.
Aπεργία
Η απεργία είχε οργανωθεί από την Γενική Συνομοσπονδία των Εργατικών και Συνδικαλιστικών Ενώσεων, την ΓΣΕΕ του Λιβάνου. Στο άμεσο στόχαστρο των συνδικάτων είναι το νέο πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης -ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που προβλέπει ανάμεσα στα άλλα ιδιωτικοποιήσεις, σαρωτικές αλλαγές στον δημόσιο τομέα, αυξήσεις στον Φόρο Προστιθεμένης Αξίας και στις τιμές των καυσίμων. Το οικονομικό πρόγραμμα, όμως, δεν ήταν παρά η σταγόνα που έκανε το ποτήρι της αγανάκτησης να ξεχειλίσει.
Στα μάτια της μεγάλης πλειοψηφίας των Λιβανέζων ο Σινιόρα και η κυβέρνησή του δεν είναι παρά τα μαντρόσκυλα της Δύσης και των Αμερικάνων. Το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο ισραηλινός στρατός εισέβαλλε στον νότιο Λίβανο, η κυβέρνηση δεν έκανε καμιά προσπάθεια να στηρίξει την αντίσταση. Στον Λίβανο πολλοί πιστεύουν -καθόλου άδικα- ότι ο Σινιόρα και οι φίλοι του έλπιζαν κρυφά, σε μια ισραηλινή νίκη που θα αφόπλιζε και θα διέλυε την Χεζμπολάχ -την οργάνωση που είχε εκδιώξει, ουσιαστικά, πριν από λίγα χρόνια τα ισραηλινά στρατεύματα από τον νότιο Λίβανο, κερδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τεράτια συμπάθεια και αίγλη μέσα στον πληθυσμό. Δυστυχώς, για αυτούς, όμως, το Ισραήλ έχασε τον πόλεμο και αναγκάστηκε να αποσυρθεί -αφού είχε βυθίσει για μια ακόμα φορά τον Λίβανο στο αίμα.
Ο,τι δεν κατάφερε το Ισράηλ με την επίθεση του καλοκαιριού προσπαθούν να το πετύχουν από τότε μέχρι σήμερα οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης με την βοήθεια του Σινιόρα και των φίλων του. Η συνθήκη ειρήνης που επέβαλαν με την βοήθεια του ΟΗΕ κάνει λόγο για αφοπλισμό της Χεζμπολάχ -για τον αφοπλισμό της αντίστασης, δηλαδή, που απέκρουσε την ισραηλινή εισβολή! Αυτός ο αφοπλισμός της Χεζμπολάχ θα ήταν και η βασική αποστολή της “πολυεθνικής ειρηνευτικής δύναμης” της Δύσης.
Δίκαια κατηγορεί ο Σαγιέντ Χασσάν Νασράλα, ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, τον Σινιόρα για υποχωρητικότητα απέναντι στα αιτήματα του Ισραήλ και των Αμερικάνων. Τον Νοέμβρη η Χεζμπολάχ και οι σύμμαχοί της απέσυραν τους υπουργούς τους από την κυβέρνηση και ζήτησαν την παραίτηση του Σινιόρα και τον σχηματισμό μιας νέας “κυβέρνησης εθνικής ενότητας”. Από τότε έχει ξεκινήσει μια καμπάνια διαρκείας -με μια μόνιμη κατασκήνωση διαμαρτυρίας έξω από το πρωθυπουργικό γραφείο- ενάντια στην κυβέρνηση.
Ο Σινιόρα και οι υπουργοί του κατηγορούν την Χεζμπολάχ, που έχει τις ρίζες της στην σιιτική, μουσουλμανική κοινότητα του Λιβάνου, ότι θέλει να επιβάλλει θεοκρατικό καθεστώς: “Ο Λίβανος βρίσκεται αντιμέτωπος με την επιλογή ανάμεσα σε ένα σύστημα δημοκρατίας και του θρησκευτικού αυταρχισμού” είναι τα λόγια του Μαρβάν Χαμάντε, υπουργού της κυβέρνησης του Σινιόρα. Οι εφημερίδες της Δύσης παρουσιάζουν την Χεζμπολάχ συστηματικά σαν πιόνι της Συρίας και του Ιράν -του “άξονα του κακού” σύμφωνα με τους ορισμούς του προέδρου Μπους.
Η Χεζμπολάχ, όμως, δεν είναι ούτε πιόνι του Ιράν, ούτε φανατική Μουσουλμανική οργάνωση. Αυτό που φροντίζουν να ξεχνάνε, όσοι την κατηγορούν ότι θέλει να επιβάλλει ένα θεοκρατικό αυταρχικό καθεστώς είναι ότι ο σημαντικότερος σύμμαχός της είναι το “Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα” του στρατηγού Μισέλ Αούν -το μεγαλύτερο χριστιανικό κόμμα του Λιβάνου.
Ούτε η κυβέρνηση του Σινιόρα είναι η “νόμιμα, δημοκρατικά, εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας” όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της. Ο κυβερνητικός συνασπισμός -που είναι γνωστός με το όνομα “Κίνημα της 14 Μάρτη”- είναι ένα συνονθύλευμα από οπλαρχηγούς, φασιστικές οργανώσεις και σεχταριστικά κόμματα.
Τυπικά το πολίτευμα του Λιβάνου είναι “κοινοβουλευτική δημοκρατία”. Στην πραγματικότητα οι θέσεις στο κοινοβούλιο, το υπουργικό συμβούλιο και την ανώτατη εξουσία είναι, με βάση το Σύνταγμα, μοιρασμένες από πριν ανάμεσα στις διάφορες θρησκευτικές και εθνικές ομάδες. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, για παράδειγμα, πρέπει να είναι Χριστιανός Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός Μουσουλμάνος Σουνίτης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Χριστιανός Ορθόδοξος. Στην βουλή, οι μισές έδρες καλύπτονται από Μουσουλμάνους και οι άλλες μισές από Χριστιανούς. Μετά την αποχώρηση της Χεζμπολάχ και των συμμάχων της η κυβέρνηση του Σινιόρα έχει πάψει, ακόμα και τυπικά, να αντιπροσωπεύει τον λιβανέζικο λαό.
Στήριξη
Στην πραγματικότητα αυτό που επιτρέπει στην κυβέρνηση να παραμένει στην εξουσία είναι η στήριξη της Δύσης και των Μεγάλων Δυνάμεων. Την περασμένη βδομάδα, την ίδια ώρα που οι παρακρατικές συμμορίες αιματοκυλούσαν την Βηρυτό, σπρώχνοντας με αυτόν τον τρόπο την χώρα πίσω στον δρόμο του εμφυλίου πολέμου, οι ηγέτες της Αμερικής και της Ευρώπης συνεδρίαζαν στο Παρίσι με στόχο την συγκέντρωση ενός τεράστιου πακέτου βοήθειας (7,6 δισ δολάρια) για την “ανοικοδόμηση” του Λιβάνου, υποτίθεται. Στην πραγματικότητα ακόμα και οι πιο φιλοδυτικές εφημερίδες παραδέχονται ότι η βοήθεια έχει σαν στόχο να στηρίξει την κυβέρνηση του Σινιόρα και μαζί της και τα σχέδια της Δύσης για τον Λίβανο και ολόκληρη την Μέση Ανατολή.
Δυστυχώς, όμως, η ίδια η στρατηγική της αντιπολίτευσης ενισχύει την αυτοπεποίθηση της κυβέρνησης. Ο Λίβανος είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, μια από τις πιο άνισες κοινωνίες του κόσμου. Το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού ελέγχει το 50% του πλούτου. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου -σιίτες, σουνίτες ή χριστιανοί- ζει μέσα στην φτώχεια με εισοδήματα που φτάνουν μόνο για τις τρεις από τις τέσσερις βδομάδες του μήνα. Το “οικονομικό πρόγραμμα” του Σινιόρα απειλεί να κάνει αυτή την κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Η αντιπολίτευση, όμως, έχει ουσιαστικά αποδεχθεί τις προτάσεις της κυβέρνησης. Ο Μισέλ Αούν δήλωσε ανοιχτά ότι δεν είναι αντίθετος με τα μέτρα. Το πρόβλημα, λέει, είναι η κυβέρνηση που δεν την εμπιστεύεται ότι μπορεί να διαχειριστεί τα χρήματα της οικονομικής βοήθειας σωστά. Και η Χεζμπολάχ δεν έχει να αντιπροτείνει κανένα οικονομικό πρόγραμμα στον νεοφιλελευθερισμό της κυβέρνησης. Αλλά χωρίς μια πρόταση που να μπορεί να συνενώνει την πλειοψηφία της κοινωνίας γύρω από τα πραγματικά της, καθημερινά προβλήματα το κίνημα της αντιπολίτευσης είναι “κουτσό” -”κουτσό” σε έναν αγώνα δρόμου με τους ισχυρότερους “παίχτες” του πλανήτη.