«Ο καλός γιατρός ελέγχει πάντα τα συναισθήματά του, για να μπορεί να κάνει τη σωστή διάγνωση». Η νέα γιατρός Τζέννι Νταβίν κατσαδιάζει τον ειδικευόμενο Ζυλιέν, ο οποίος έχει παραλύσει στη θέα των σπασμών ενός μικρού παιδιού. Βρίσκονται σε ένα υποβαθμισμένο ιατρείο στον περιφερειακό της Λιέγης, σε μια απρόσωπη εργατογειτονιά.
Πολύ σύντομα ωστόσο, ο επαγγελματισμός της Τζέννι θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα δικά της συναισθήματα. Αργότερα το ίδιο βράδυ, πολύ μετά τη λήξη του ωράριου λειτουργίας δίνει οδηγίες να μην ανοίξει η κεντρική πόρτα σε ένα χτύπημα, χωρίς να φαντάζεται ότι στην πόρτα χτυπά ένα κυνηγημένο μαύρο κορίτσι, το οποίο θα βρεθεί την επόμενη μέρα νεκρό στην όχθη του ποταμού. Όταν μαθαίνει από την αστυνομία μέσω της κάμερας εισόδου του κτηρίου τι είχε συμβεί, η Τζέννι στοιχειώνεται από την ιδέα του άγνωστου κοριτσιού, κάνει σκοπό της ζωής της να βρει την ταυτότητα και την οικογένειά του και να φροντίσει να μην μείνει για πάντα μια «άγνωστη».
Αρετές
Η τελευταία ταινία των αδελφών Νταρντέν που πρωτοπαίχτηκε στις Κάννες δεν είχε την ίδια ενθουσιώδη υποδοχή με προηγούμενα έργα τους, όμως είναι φτιαγμένη με τα ίδια υλικά και αρετές που συγκίνησαν και έκφρασαν μια ολόκληρη γενιά αμφισβήτησης που αγάπησε φανατικά το σινεμά τους.
Οι Νταρντέν ξεκίνησαν γυρίζοντας ντοκιμαντέρ. Όπως λένε οι ίδιοι: «Φτιάξαμε πολλά πορτρέτα ανθρώπων σε εργατογειτονιές. Μας διηγήθηκαν τις ζωές τους, τους αγώνες για δικαιοσύνη στο εργοστάσιο, στη γειτονιά, στο προσωπικό περιβάλλον. Στη συνέχεια προβάλλαμε τις ταινίες-πορτρέτα Κυριακές ή Σάββατα σε κάποιο καφέ ή γκαράζ, σε διάφορα μέρη. Αργότερα γυρίσαμε ταινίες τεκμηρίωσης συνδεδεμένες με την ιστορία του εργατικού κινήματος, με κάποιο συλλογικό υποκείμενο, π.χ. απεργίες ή την αντίσταση στους ναζί».
Τη δεκαετία του 1990 πέρασαν στη μυθοπλασία, δένοντας τον κοινωνικό ρεαλισμό με τα μηνύματα που ήθελαν να δώσουν. Έχουν πολλές ομοιότητες με το σινεμά του Κεν Λόουτς αν και είναι σαφείς και οι επιρροές από τον Μάικ Λι και τον Ρομπέρ Μπρεσόν. Δεν χρησιμοποιούν ειδικά εφέ, ούτε μουσική υπόκρουση, όλες οι ταινίες τους έχουν γυριστεί στα περίχωρα της Λιέγης -της αποβιομηχανοποημένης περιοχής του Βελγίου, με εμφανή συμπτώματα της οικονομικής κρίσης, σε φυσικούς χώρους, συχνά με την κάμερα στο χέρι.
Επιβίωση
Δεν ζητούν «υπερβολικό» παίξιμο από τους ηθοποιούς, οι περισσότεροι άλλωστε είναι ερασιτέχνες. Όλα αυτά γιατί δεν θέλουν να εκβιάσουν τη συγκίνηση του θεατή, την ταύτιση με τον ήρωα. Ωστόσο σπάνια πολιτικολογούν, η θέση τους προκύπτει μέσα από την περιπλάνηση των ηρώων. Συχνά πρόκειται για ευάλωττους κοινωνικά ανθρώπους (φτωχούς εργάτες, περιθωριακούς, μετανάστες) σε οριακές καταστάσεις, που θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στους νόμους της ατομικής επιβίωσης και την ηθική τους υπόσταση.
Το ενδιαφέρον με τους Νταρντέν είναι ότι δεν φτιάχνουν «αγίους». Οι πρωταγωνιστές τους συχνά ξεπέφτουν στις χειρότερες πράξεις και μετά έχουν να υποστούν τις συνέπειες αλλά και τις δικές τους τύψεις. Η ταινία δεν είναι δικαστήριο για να τους κρίνει, πρέπει να βρουν το δρόμο μόνοι τους. Στην «Υπόσχεση» ο νεαρός πρωταγωνιστής αγωνίζεται να ξεπλύνει τις επιπτώσεις από το σύγχρονο δουλεμπόριο που κάνει ο πατέρας του. Η «Ροζέτα» πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στη φιλία και μια θέση εργασίας, στο «Παιδί» ο πατέρας πουλάει το ίδιο του το μωρό. «Θέλουμε να οδηγούμε τους χαρακτήρες μας σε καταστάσεις που ανακαλύπτουν ότι, αντίθετα με την κυρίαρχη άποψη, η ζωή δεν αγοράζεται και πουλιέται, κι αυτό μπορεί να τους εξανθρωπίσει», αναφέρουν.
Στο «άγνωστο κορίτσι», η Τζέννι είναι αφοσιωμένη γιατρός μπροστά σε μια καριέρα σε ένα ανερχόμενο νοσοκομείο, αλλά θα αρνηθεί τη θέση, προκειμένου να μάθει τι συνέβη στο νεκρό κορίτσι. Δεν ξέρουμε και δεν μαθαίνουμε τίποτα για την προσωπική ζωή ή την οικογένειά της. Λόγω των γνωριμιών της με τη γειτονιά, θα βγάλει άκρη και θα βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες αλήθειες σε σχέση με «καθωσπρέπει» άτομα της τοπικής κοινωνίας, με στόχο την εξιλέωση αλλά και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης με τον ειδικευόμενο Ζυλιέν. Έτσι διεκδικεί την ανθρώπινη ιδιότητα που αφαιρεί καθημερινά ο καπιταλισμός από τον καθένα και την καθεμιά μας.
INFO: Στις αίθουσες από 16 Μάρτη