«Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε συνειδητά στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος σε μια περίοδο πλήρους χρεοκοπίας της σοσιαλδημοκρατίας. Σε κάθε μεγάλη κρίση του καπιταλισμού η σοσιαλδημοκρατία στρέφεται δεξιά και περνάει τεράστια κρίση…
Και δεν είναι μόνο το απάνθρωπο πρόσωπο του καπιταλισμού. Αυτή η κεντροαριστερά του Σημίτη και του Ντ’ Αλέμα είναι υπεύθυνη για τη δολοφονία 80 γυναικόπαιδων που πνίγηκαν στα νερά της Αδριατικής….
Η κυβέρνηση βάζει τα διλήμματα ότι η διεθνοποίηση μας αναγκάζει να προσαρμοστούμε, οι πολυεθνικές είναι πολύ δυνατές, η εργατική τάξη εξατομικοποιημένη. Ψέματα. Η διεθνοποίηση είναι πρόβλημα των ίδιων των καπιταλιστών που έχουν τρελαθεί με τους ανταγωνισμούς… Όμως η διεθνοποίηση συνδέει τους αγώνες των εργατών, αυτή είναι η πραγματική εικόνα, υπάρχει αντίσταση…
Αυτό βάζει υποχρεώσεις. Η αντίσταση αυτή πρέπει να οργανώνεται. Όχι με το σύνθημα της “αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων” από τα πάνω που βάζουν τα άλλα κόμματα, αλλά οργανώνοντας εκεί που είναι η δύναμη, από τα κάτω. Δύο πράγματα χρειάζονται. Πολλοί σοσιαλιστές σε κάθε εργατικό χώρο. Και το δεύτερο, ιδέες του σοσιαλισμού».
Πρόκειται για αποσπάσματα από την εισήγηση της Μαρίας Στύλλου στην πρώτη δημόσια εκδήλωση που οργάνωσε πριν ακριβώς είκοσι χρόνια το νεοσύστατο τότε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στις 31 Μάρτη του 1997 στο κατάμεστο θέατρο Διάνα. Πριν ακόμη υπάρξει, για την ακρίβεια τρία σχεδόν χρόνια πριν το Σιατλ, το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση –που τότε τη λέγανε ακόμα «διεθνοποίηση». Τότε που στα νερά της Μεσογείου πνίγονταν ακόμη οι μετανάστες από την Αλβανία που επιχειρούσαν να περάσουν στην Ιταλία.
Χαιρετισμοί
Συμμετείχαν εκατοντάδες καθηγητές, δάσκαλοι, εργαζόμενοι στους δήμους, στα αμαξοστάσια του ΟΑΣΑ, ναυτεργάτες, μετανάστες από την Αφρική και την Αλβανία, φοιτητές, ενώ αντίστοιχες εκδηλώσεις είχαν γίνει στη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, την Πάτρα, την Κομοτηνή και την Ζάκυνθο. Ανάμεσα στους χαιρετισμούς αυτός του Γιάννη Τσιβγούλη, προέδρου της ΕΤΕ ΔΕΗ, του Σωτήρη Δίμιζα, τεχνικού ΟΑΣΑ, του Σαμισντίν Ιντρίσου, πρόεδρου του Παναφρικανικού Σύνδεσμου Ελλάδας αλλά και ιστορικού Δημήτρη Λιβιεράτου που τόνισε στον χαιρετισμό του:
«Yπάρχει αντίσταση μεγάλη αλλά υπάρχει και ένα μεγάλο κενό: Το κενό της οργανωμένης πρωτοπορίας. Αυτό το κενό έρχεται να συμπληρώσει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Οι επόμενοι αγώνες να μην είναι ηρωικοί αλλά να νικούν και να βάζουν το μεγάλο σύνθημα για το Σοσιαλισμό».
Σε αυτό το δισέλιδο, παρουσιάζουμε συνοπτικά τους αγώνες και τις μάχες που σημάδεψε με την πολιτική του και τη δράση του το ίδιο το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα σε αυτά τα είκοσι χρόνια της ζωής του. Στο επόμενο φύλλο της ΕΑ θα παρουσιάσουμε την πορεία της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση (που το 1997 την διαδέχθηκε το ΣΕΚ) καθώς φέτος κλείνουν επίσης τα 45 χρόνια από την ίδρυσή της.
H ίδρυση του ΣΕΚ ήρθε μέσα στην περίοδο της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Tο Χρηματιστήριο Αθηνών ξεκινούσε την ανοδική του πορεία που θα μας έφτανε στο ιστορικό υψηλό της φούσκας του 1999. Στην αριστερά κυριαρχούσε η απογοήτευση και η αναμονή της «αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων». Με το Σημίτη να ελέγχει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η εργατική τάξη έμοιαζε παντελώς αδύναμη μέσα σε αυτήν τη γενικότερη «ευφορία».
Σε αντίθεση με όσους συνιστούσαν λίγο ως πολύ την «επιβίωση» μέσα από επιστροφή σε μαρξιστικούς ομίλους ή την επιβίωση μέσα από την αγκίστρωση στο ΠΑΣΟΚ (και αργότερα τον Συνασπισμό), η ΟΣΕ μπορούσε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να βλέπει ότι η φούσκα του «εκσυγχρονισμού» και της εισόδου στην ΟΝΕ που ετοίμαζε ο Σημίτης είχε κοντά ποδάρια. Και γιατί είχε την εκτίμηση ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει την καθοδική πορεία στην οποία είχε μπει από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 αντιμετωπίζοντας κάθε νέα κρίση με μια μεγαλύτερη φούσκα που με τη σειρά της οδηγεί σε μεγαλύτερη κρίση. Αλλά και γιατί είχε την εκτίμηση ότι η εργατική τάξη στην Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη να δώσει γη και ύδωρ στην ατζέντα Σημίτη που έβαζε το νεοφιλελευθερισμό από την πίσω πόρτα.
Για να μπορέσουν να ξεδιπλωθούν άμεσα αυτοί οι νέοι εργατικοί αγώνες, αλλά και για να μπορέσει μέσα σε αυτούς να αναδειχτεί η ανάγκη μιας άλλης προοπτικής, η ΟΣΕ αποφάσισε το Μάρτη του 1997 να προχωρήσει στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Στόχος, από την μαζική προπαγάνδα μιας επαναστατικής οργάνωσης, να προχωρήσει στο χτίσιμο ενός εργατικού κόμματος με ρίζες στους χώρους δουλειάς και ικανού να παρεμβαίνει στην εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Πραγματικά, η κυβέρνηση Σημίτη βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρότατες εργατικές αντιστάσεις. Αξίζει να θυμηθεί κανείς: Τις μεγάλες απεργίες των εργαζομένων στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά το 1995-96. Την απεργία των πέντε εβδομάδων των καθηγητών στα γυμνάσια και τα λύκεια αλλά και την μάχη των εξεταστικών ενάντια στον ΑΣΕΠ το 1998. Την ισόχρονη απεργία διαρκείας των εργαζομένων στην υπό ιδιωτικοποίηση Ιoνική Τράπεζα το 1998, μια απεργία που νέκρωσε τα καταστήματα, το μηχανογραφικό και κάθε είδους συναλλαγή της τράπεζας. Τις αλεπάλληλες απεργίες διαρκείας και επισχέσεις των νοσοκομειακών γιατρών την τριετία 1997-2000.
Οι σύντροφοι-ισσες του ΣΕΚ βρέθηκαν κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή των απεργιακών φρουρών και της υποστήριξης αυτών των μαχών. Μαχών, που άλλες μπορεί να χάθηκαν, άλλες να κατέληξαν σε συμβιβασμούς, αλλά που επιβράδυναν συνολικά την πολιτική των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων. Είναι ακριβώς αυτές οι αντιστάσεις που έκαναν το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα κόκκινο πανί για τα επιτελεία της ΕΕ και εξηγούν τη λύσσα με την οποία προσπαθούν ακόμη και 20 χρόνια μετά να το τσακίσουν.
Πρωτοστάτησαν επίσης σε ενιαία μέτωπα που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την πράσινη κάρτα και τη νομιμοποίηση των μεταναστών βοηθώντας στο να γίνει αίτημα και διεκδίκηση των συνδικάτων. Ενάντια στη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στη Σερβία και στο Κόσοβο το 1999, τότε που οι σιδηροδρομικοί μπλόκαραν στα σύνορα τα τρένα με το πολεμικό υλικό των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Μπήκαν ξανά και ξανά εμπόδιο στα σχέδια των ναζί της Χρυσής Αυγής στους δρόμους αλλά και στα δικαστήρια, όπου πέτυχαν να καταδικαστούν για πρώτη φορά επιτέλους οι υπαρχηγοί της, μετά τις επιθέσεις στην Κυψέλη το 1996.
Οι αδυναμίες της κυβέρνησης Σημίτη αποδείχτηκαν περίτρανα, στη μεγάλη πανεργατική απεργία το 2001, όταν αναγκάστηκε το ίδιο βράδυ να αποσύρει το ασφαλιστικό και να παραιτήσει τον υπουργό Γιαννίτση.
Είναι στη διάρκεια αυτής της απεργίας, που διαδηλώνει στην Αθήνα για πρώτη φορά η Πρωτοβουλία Γένοβα. Λίγους μόλις μήνες αργότερα, τον Ιούλη του 2001, 300.000 άνθρωποι από όλη την Ευρώπη και την Ιταλία θα διαδήλωναν στην ίδια τη Γένοβα εδραιώνοντας ένα κίνημα που για μια πενταετία όχι μόνο πολιόρκησε αλλεπάλληλες φορές τους ισχυρούς του πλανήτη, αλλά ριζοσπαστικοποίησε το κίνημα και την αριστερά πετυχαίνοντας να κάνει τον αντικαπιταλισμό μαζικό ρεύμα. Αυτό δεν έπεσε από τον ουρανό.
Πράγα
Στην Ελλάδα ήταν μια πρωτοβουλία του ΣΕΚ και στην Ευρώπη της Διεθνιστικής Σοσιαλιστικής Τάσης στην οποία ανήκει. Ήταν ένα χρόνο νωρίτερα, την άνοιξη του 2000, όταν με δικό του κάλεσμα ξεκίνησε η πρωτοβουλία για ελληνική συμμετοχή στην περικύκλωση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας με σύνθημα «να κάνουμε την Πράγα το Σιάτλ της Ευρώπης». Πλήθος αγωνιστών-τριων, σωματεία, οι Οικολόγοι Πράσινοι και ο Συνασπισμός, συμμετείχαν σε αυτήν την πρωτοβουλία. Κομμάτια της αυτονομίας και του αντιεξουσιαστικού χώρου, καθώς και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μπήκαν ορμητικά στο νέο κίνημα. Άλλοι πάλι, αντιμετώπισαν το σύνθημα του Σιάτλ, «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» ως «απολίτικο» και δεν έλειψαν οι λοιδορίες για «περιφερόμενο θίασο», «επαναστατικό τουρισμό» και άλλα τέτοια.
Για το ΣΕΚ, η στάση απέναντι στο νέο κίνημα ήταν στρατηγικής σημασίας. Όπως γράφαμε τότε στην απόφαση της Συνδιάσκεψης του Φλεβάρη του 2001, «η διαμόρφωση, η εμφάνιση, η δράση και η πίεση μιας αντικαπιταλιστικής μειοψηφίας μέσα σε συνθήκες χάσματος των ταξικών ανισοτήτων και αστάθειας του συστήματος έχει πολιτικές και ιδεολογικές επιπτώσεις». Πάνω ακριβώς σε αυτή την εκτίμηση, προχωρήσαμε στην ίδρυση της Πρωτοβουλίας Γένοβα 2001. Αυτές οι καθαρές επιλογές συνοδεύτηκαν και από την αποχώρηση ενός τμήματος που διαφωνούσε, από το ΣΕΚ, στη Συνδιάσκεψη το Φλεβάρη του 2001.
Τελικά στη Γένοβα διαδήλωσε όλη η Αριστερά: Το ΚΚΕ, που στις προσυνεδριακές του Θέσεις το 2001 είχε αναγκαστεί, μετά από αρκετή λάσπη, να παραδεχτεί ότι «εκδηλώσεις διαμαρτυρίας όπως στο Σιατλ είναι μια τάση που συμβάλλει έστω με θολό περιεχόμενο στην καταδίκη του ρόλου των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των διεθνών μονοπωλίων…» Ενώ ο ευρωπαΐζων «ΣΥΝασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου» στράφηκε προς το νέο κίνημα, βλέποντάς το σαν «φλέβα ανανέωσης» (όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο τότε πρό-εδρος του ΣΥΝ, Κωσταντόπουλος), θέτοντας από την αρχή και τα όριά του: «μήπως αντί να λέμε αντικαπιταλιστικό, καλύτερα να λέμε κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή το νεοφιλελευθερισμό;»
Η επιτυχία της Γένοβα πυροδότησε τις αντιστάσεις των εργαζόμενων και της νεολαίας κατά του πολέμου, του ρατσισμού, ενάντια στις επίθεσεις στις εργασιακές σχέσεις και στη διάλυση της παιδείας και της υγείας. Άνοιξε επίσης νέους δρόμους για το κίνημα και την αριστερά παγκόσμια. Στην Ελλάδα σήμανε αριστερή στροφή στο ΣΥΝ, που επεδίωξε να γίνει το κέντρο του νέου κινήματος - συγκολλώντας γύρω του πάνω σε μια «αντι-νεοφιλελεύθερη βάση» κομμάτια της αυτονομίας και μια σειρά οργανώσεις που αυτοποροσδιορίζονταν σαν «επαναστατικές». Στην άλλη όχθη, η ανήκουστη ως «προβοκατόρικη» μέχρι τα μέσα σου 2000 λέξη «αντικαπιταλισμός» άρχισε να μπαίνει για τα καλά στο λεξιλόγιο του ΚΚΕ και του Ριζοσπάστη.
Η εμπειρία της Γένοβας έδειξε στην πράξη τι σημαίνει βήματα για τη μετατροπή από μια οργάνωση μαζικής προπαγάνδας σε κόμμα που μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες, να διαμορφώνει κίνημα, να δίνει τη μάχη για να το καθορίσει πολιτικά, να αλλάζει την υπόλοιπη αριστερά. Οργανωτικά, η δημιουργία των Πρωτοβουλιών Γένοβα σε εργασιακούς χώρους και σχολές σήμανε για πρώτη φορά τη δυνατότητα μαις ευρύτερης συσπείρωσης των πιο μαχητικών κομματιών αγωνιστών-τριων, παλιών και νέων σε αιχμηρή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση χωρίς σεκταρισμούς και ελιτισμούς,.
Μετά το 2001 διαμορφώθηκαν μέσα στο νέο κίνημα δύο πολιτικές γραμμές που έπαιξαν ρόλο σε όλες τις κρίσιμες μάχες που ακολούθησαν. Ρεφορμιστές και επαναστάτες συγκρούστηκαν ξανά και ξανά πάνω στην προοπτική του αγώνα. Πρώτα και κύρια, παίρνοντας ξεκάθαρη αντιιμπεριαλιστική θέση στο ζήτημα του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» -όταν αμέσως μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το φθινόπωρο του 2001, ο ΣΥΝ καλούσε σε συγκέντρωση στο Σύνταγμα «ενάντια στον πόλεμο και την τρομοκρατία».
Λίγο αργότερα, το ΣΕΚ πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο. Η Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο στο τεράστιο αντιπολεμικό κίνημα που ξεσηκώθηκε ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ και στην ελληνική συμμετοχή. Ήταν δική της και της αντίστοιχης βρετανικής, η πρόταση που εγκρίθηκε στο 1ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ για πραγματοποίηση μεγάλων αντιπολεμικών συλλαλητηρίων στις 15 Φλεβάρη του 2003.
Εμπειρία
Στην πολύμηνη καμπάνια για τις 15 Φλεβάρη του 2003, αλλά και στα συλλαλητήρια του Μάρτη, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το ΣΕΚ βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία του τι σημαίνει μια δικιά του πρωτοβουλία να τρυπώνει μέσα σε κάθε σχολείο, σε κάθε σχολή, σε κάθε εργασιακό χώρο, σε κάθε γειτονιά. Πολλές χιλιάδες αγωνιστές-τριες κινητοποιήθηκαν ενεργά γύρω από τη Συμμαχία και δεκάδες χιλιάδες συμμετείχαν στις δράσεις αναδεικνύοντας για πρώτη φορά την επιτακτική ανάγκη για το περαιτέρω δυνάμωμα του κόμματος παράλληλα και σαν στήριγμα μιας τέτοιας μαζικής δράσης. Μέσα από αυτή τη δράση της Συμμαχίας έγινε δυνατό ολόκληρα κομμάτια μεταναστών, που μέχρι τότε μας ήξεραν για την χρόνια υποστήριξη στα αιτήματα της νομιμοποίησης, να κερδηθούν στην πρωτη γραμμή του αγώνα ενάντια στον πόλεμο και το ρατσισμό. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Πακιστανική Κοινότητα.
Από τις απεργίες μέχρι τη Γένοβα και το αντιπολεμικό κίνημα, η πρώτη πενταετία του 2000 μύριζε ριζοσπαστικοποίηση και Αριστερά. Όσοι πίστεψαν ότι η κυβέρνηση Καραμανλή θα μπορούσε να ανακόψει αυτήν την πορεία διαψεύσθηκαν οικτρά: Θυμίζουμε το 2005, τη μεγάλη απεργία διαρκείας των τραπεζοϋπαλλήλων, το 2006 την απεργία ναυτεργατών, τις απεργίες διαρκείας ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ και ΠΟΕ ΟΤΑ ενάντια στο Ασφαλιστικό. Το Δεκέμβρη του 2008, ήρθε η κορύφωση μιας πενταετίας σκληρών αγώνων, κορύφωση που είχε προαναγγείλει η απεργία στα σχολεία και οι διπλές φοιτητικές καταλήψεις το 2006-7. Ταυτόχρονα στις ΗΠΑ ξέσπαγε η κρίση, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά την ανάλυση ότι κάθε κερδοσκοπική φούσκα όταν σκάει βυθίζει τον καπιταλισμό σε βαθύτερα προβλήματα.
Ήταν μέσα σε αυτήν την περίοδο και αυτούς τους αγώνες που σφυρηλατήθηκε η ανάγκη αυτή η ριζοσπαστικοποίηση να μη χαραμιστεί, όπως ήδη διαφαινόταν, σε μια πολιτική όπως αυτή του Μπερτινότι και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία. Μια πολιτική που εγκλώβισε και χαράμισε το κίνημα της Γένοβας στις ρεφορμιστικές αυταπάτες. Ευτυχώς στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «κατάπιε» όλη την αντικαπιταλιστική αριστερά, όπως έκανε η Κομμουνιστική Επανίδρυση με ολέθρια αποτελέσματα για το εργατικό κίνημα και την αριστερά.
Το ΣΕΚ μπήκε σε αυτήν την προσπάθεια με όλες του τις δυνάμεις. Ξεκινώντας με τη συγκρότηση της ΕΝΑΝΤΙΑ το 2007, με το Σπόρτινγκ και τις ανταπιταλιστικές συνελεύσεις στη συνέχεια, που οδήγησαν το 2009 στη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενός υπαρκτού και ορατού μέσα στην κοινωνία αντικαπιταλιστικού μετώπου. Που έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις μεγάλες μάχες της μνημονιακής περιόδου. Που έχει βάλει με μαζικούς όρους μέσα στην αριστερά και το κίνημα την πρότασή του για τη διαγραφή του χρέους, τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, συνολικά την εναλλακτική του αντικαπιταλιστικού προγράμματος ρήξης και ανατροπής. Το πιο σημαντικό, ενός μετώπου που έχει αρχίσει σιγά-σιγά να αποκτά δυνατές ρίζες μέσα στους χώρους εργασίας.
Σε σύγκριση με οτιδήποτε έχει γίνει στο παρελθόν η μεγάλη δυνατότητα -της αντικαπιταλιστικής αριστεράς γενικότερα και του ΣΕΚ συγκεκριμένα- μετριέται σήμερα σε αυτή τη νέα ποιότητα, ότι μπορεί πλέον να παίζει αποφασιστικό ρόλο και να κινητοποιεί τους εργατικούς χώρους σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα μέχρι και να κερδίζει σωματεία ολόκληρα. Φτάνει να κινείται με ένα τρόπο πλατύ στη δράση, που να συσπειρώνει ευρύτερα κομμάτια που θέλουν να παλέψουν, αλλά ταυτόχρονα αιχμηρό στις διεκδικήσεις και τα αιτήματα. Ο Συντονισμός ενάντια στα Μνημόνια, το Συντονιστικό στα Νοσοκομεία είναι πρωτοβουλίες που βαδίζουν σε αυτό το δρόμο.
Αλλά σίγουρα το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η ΚΕΕΡΦΑ. Μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από το ΣΕΚ αλλά στο πέρασμα του χρόνου πλαισιώθηκε και έγινε πρωτοβουλία ενός μεγάλου κομματιού αγωνιστών-τριων, αναδεικνύοντας ήδη από το 2009 την ανάγκη οργάνωσης της δράσης πάνω σε μερικά πολύ βασικά ζητήματα, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στη συνέχεια: Την πάλη για ανοιχτά σύνορα, για ενότητα της εργατικής τάξης, για αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Και την αντιμετώπιση του κίνδυνου της φασιστικής απειλής, αρχικά του ΛΑΟΣ και μετά της Χρυσής Αυγής.
Καρποί αυτής της μακρόχρονης δράσης στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας και νεολαίας, αλλά και στα δικαστήρια και στα στρατόπεδα, είναι ότι σε λίγες μέρες κλείνουμε το 2ο χρόνο της δίκης της Χ.Α, μιας διαδικασίας που έχει καθηλώσει τους φασίστες, αλλά και η φετινή τεράστια 18 Μάρτη στη Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα, με την ιδιαίτερη παρουσία προσφύγων, μεταναστών και συνδικάτων.
Βαδίζοντας σταθερά πάνω σε αυτά τα βήματα, το ΣΕΚ μπαίνει αυτές τις μέρες στην τρίτη του δεκαετία, έχοντας απόλυτη συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης που του αναλογεί, των δύσκολων και επίπονων μαχών αλλά και των ευκαιριών και των δυνατοτήτων που αυτές κυοφορούν. Πατώντας πάνω στην επαναστατική παράδοση της εργατικής τάξης, του Μαρξ, του Λένιν, του Τρότσκι. Στην παράδοση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που έγραφε στην παμφλέτα Γιούνιους καταμεσής του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου μέσα από τη φυλακή, εξοργισμένη από την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας: «Δεν είμαστε χαμένοι και θα νικήσουμε, αν δεν ξεμάθουμε τον τρόπο να μαθαίνουμε».