Το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ ολοκλήρωσε τις εργασίες του το περασμένο Σαββατοκύριακο με την ομόφωνη έγκριση της Πολιτικής Απόφασης και την εκλογή της νέας Κ.Ε. του κόμματος. Με μια πρώτη ματιά λίγα πράγματα αλλάξανε στην πολιτική του. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν μια βιαστική και επιφανειακή εκτίμηση.
Ο Δ. Κουτσούμπας, που επανεκλέχτηκε γ.γ, είπε παρουσιάζοντας την εισήγηση της ΚΕ στην έναρξη του συνεδρίου ότι την περασμένη τετραετία το κόμμα «ανταποκρίθηκε με επιτυχία στην ιδεολογική-πολιτική πάλη ενάντια… στο στόχο περιθωριοποίησής του, αλλά και στην προσπάθεια κατάταξής του στα κόμματα του συστήματος… τις επιθέσεις ‘φιλίας’ - αρχικά εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και αργότερα εκ μέρους της ΛΑΕ και άλλων οπορτουνιστικών δυνάμεων - για να συρθεί στην ‘αντιμνημονιακή’ γραμμή, στην πολιτική της δήθεν ‘πιο δίκαιης διανομής σε συνθήκες θυσιών’ …Στην προβολή από τον οπορτουνισμό των λεγόμενων μεταβατικών προγραμμάτων…».
Όμως, η φόρμουλα ότι το «κόμμα άντεξε» γίνεται ολοένα και λιγότερο πειστική. Από το 2013 που έγινε το προηγούμενο συνέδριο, έχουν μεσολαβήσει κάμποσα γεγονότα. Οι αγώνες του κινήματος που οδήγησαν σε κρίση και κατόπιν σε κατάρρευση πρώτα την τρικομματική κυβέρνηση και μετά την κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, οι συμβιβασμοί και οι προδοσίες του, το δημοψήφισμα, η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, για να αναφερθούμε μόνο στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Το να δηλώνει ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως επαναστατικό ότι απ’ όλη αυτή την πορεία, αυτό που κατάφερε είναι ότι άντεξε στον «οπορτουνισμό των μεταβατικών προγραμμάτων» είναι μάλλον φτωχός απολογισμός.
Στην πραγματικότητα, το ΚΚΕ βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα, ένα σταυροδρόμι. Είναι αντιμέτωπο με μια συγκυρία όπου μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης όχι μόνο ζουν τη διάψευση των ελπίδων από την κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και παλεύουν και αναζητούν εναλλακτική λύση προς τ’ αριστερά. Παρά τις θριαμβολογίες των Παπαχελάδων στην Καθημερινή και αλλού, το «φιάσκο» του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βάλει ταφόπλακα ούτε στους αγώνες ούτε στις αναζητήσεις ενός κόσμου που έχει εμπειρίες από αγώνες, οικονομικούς και πολιτικούς, δεκαετιών. Όσο και να επαναλαμβάνει η ηγεσία του ΚΚΕ την εκτίμηση περί «αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων» («ζούμε σε περίοδο αντεπανάστασης» είπε ο Δ. Κουτσούμπας) αυτή η πραγματικότητα βοά.
Και γι’ αυτό η ηγεσία του κόμματος αναγκάζεται να κάνει ή να υπόσχεται βήματα προσαρμογής, για να επικοινωνήσει με αυτό τον κόσμο που κινείται προς τ’ αριστερά. Με άλλα λόγια να «ανοιχτεί». Αυτή η πίεση αντανακλάται χλωμά ακόμα και σε διατυπώσεις της εισήγησης της ΚΕ στο συνέδριο. Για παράδειγμα: «με βάση την έως τώρα δουλεμένη πείρα, βγαίνει το συμπέρασμα ότι θέλει προσοχή η σχηματοποίηση της Κοινωνικής Συμμαχίας ή ο περιορισμός της μόνο στις ήδη υπάρχουσες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, αντιμονοπωλιακές αντικαπιταλιστικές συσπειρώσεις, όπως είναι το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΕΒΕ, η ΠΑΣΥ, η ΟΓΕ, το ΜΑΣ».
Συμμαχία
Πολύ πλατύτερη (πιο «ευλύγιστη») η περίφημη κοινωνική συμμαχία λοιπόν κι όχι μόνο αυτό. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στη πιθανότητα συνεργασιών με άλλες δυνάμεις στην αριστερά, έστω και έμμεσα, υπαινικτικά:
«Στο βαθμό που άλλες πολιτικές δυνάμεις μικροαστικού χαρακτήρα δρουν με μέλη τους στις συσπειρώσεις της Κοινωνικής Συμμαχίας, θα συναντιούνται στην κοινή πάλη με τους κομμουνιστές με όρους κινήματος και εκεί θα διεξάγεται ιδεολογική - πολιτική διαπάλη. Η κοινή δράση του ΚΚΕ με τέτοιες πολιτικές δυνάμεις θα εκφράζεται στις γραμμές και στα όργανα πάλης της Κοινωνικής Συμμαχίας, η οποία θα θεμελιώνεται στον τόπο δουλειάς, τη Γενική Συνέλευση του σωματείου και του συλλόγου, τις Επιτροπές Αγώνα στη γειτονιά κ.λπ».
Στον προσυνεδριακό διάλογο που εκτυλίχτηκε στις σελίδες του Ριζοσπάστη, ακούστηκαν φωνές που έθιγαν την ανάγκη το κόμμα να ανοιχτεί και στο κίνημα και στις πολιτικές του θέσεις και πρωτοβουλίες. «Παρά τη διατήρηση της εκλογικής μας δύναμης σε αρκετές αρχαιρεσίες πρωτοβάθμιων σωματείων, η ενεργός συμμετοχή συναδέλφων εκτός της στενής κομματικής επιρροής στις επιτροπές του ΠΑΜΕ και τις Λαϊκές Επιτροπές φαίνεται μειωμένη συγκριτικά με ό,τι ίσχυε πριν από μερικά χρόνια» διαπίστωνε ένα μέλος και πρότεινε ότι «Στη συγκρότηση της Λαϊκής Συμμαχίας μπορεί να συμβάλει σημαντικά η προβολή διεκδικήσεων που θα λειτουργούν ως αιτήματα - «κρίκοι», συνδέοντας διαλεκτικά το ειδικό (ιδιαίτερο πρόβλημα) με το γενικό (ζήτημα εξουσίας)». «Ρ» 14/3).
Ένα άλλο έκανε αναφορά στην εμπειρία του δημοψηφίσματος (που απουσιάζει εκκωφαντικά στα κείμενα της ηγεσίας). Αναφέρει:
«Πάνω στο πρακτικό δίλημμα «μνημόνιο ή εκτός ΕΕ - Ευρώ» η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα (οι δυνάμεις της κοινωνικής συμμαχίας) διαχωρίστηκαν από την αστική τάξη και τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό...Το ‘άκυρο’ στο οικονομικό - πολιτικό πρόβλημα της χώρας, μας καταδικάζει στην αντίστοιχη εργατική πολιτική, στη σύγχυση για το ρόλο του ΠΑΜΕ, στην αδυναμία οργάνωσης μαζικών λαϊκών αγώνων, ενταγμένων στη στρατηγική μας. Ας μην ‘διυλίζουμε τον κώνωπα και καταπίνουμε την κάμηλο’. Ας αναρωτηθούμε αν θα βοηθούσε στην ‘ανασύνταξη’ του εργατικού κινήματος, το ΚΚΕ να πήγαινε στο δημοψήφισμα με την πρόταση που κατέθεσε στη Βουλή, επιχειρώντας να εκφράσει με το δικό του ΟΧΙ τις ‘τάσεις αμφισβήτησης της ΕΕ και της ΟΝΕ’;» («Ρ» 11/3).
Πολιτική
Η απάντηση της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι παρόλα αυτά η περιχαράκωση στην ίδια πολιτική που σε κάποια σημεία πάει ακόμα πιο πίσω. Το πιο χτυπητό παράδειγμα, που πήρε και κάμποση κάλυψη στο σχολιασμό των ΜΜΕ, είναι η θέση απέναντι στο ευρώ και την ΕΕ. Σε ένα σημείο η εισήγηση που παρουσίασε ο Δ. Κουτσούμπας δηλώνει ότι:
«Δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ο ελληνικός λαός μπορεί και πρέπει να επιλέξει ο ίδιος - με τη θέληση και τη δράση του - την έξοδο από την ΕΕ, να βάλει αυτόν το στόχο στην προμετωπίδα των συνθημάτων του, να οργανώσει την πάλη του με τέτοιον τρόπο ώστε να διεκδικήσει ταυτόχρονα τα ‘κλειδιά’ της οικονομίας και το πέρασμα της εξουσίας στα δικά του χέρια».
Θαυμάσια διατύπωση, αλλά αυτό που την ακολουθεί είναι ένα κατεβατό που λίγο-πολύ λέει ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι επικίνδυνο ενδεχόμενο: ακόμα και η διατύπωση –«αποπομπή της Ελλάδας» μιλάει από μόνη της. Την καλοβλέπουν τμήματα της άρχουσας τάξης και εδώ και σε άλλες χώρες (το «αστικό ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού»), λέει η ηγεσία του ΚΚΕ, οπότε: «Το μεγάλο κεφάλαιο είναι αυτό που θα βγει και σε αυτήν την περίπτωση κερδισμένο».
Τί θα κάνει το ΚΚΕ ώστε «ο λαός να οργανώσει την πάλη του με τέτοιον τρόπο» τώρα που η κρίση της ΕΕ -πτυχή της κρίσης του καπιταλισμού- οξύνεται και πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης εκφράζουν τη δυσαρέσκεια απέναντι σε αυτή τη λυκοσυμμαχία των καπιταλιστών; Η απάντηση ότι το κόμμα «έχει μελετήσει σχέδιο δράσης και πρότασης προς το εργατικό - λαϊκό κίνημα σε περίπτωση ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας» είναι κυριολεκτικά πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα.
Οι περιβόητοι «συσχετισμοί» διαμορφώνονται τώρα, όχι στο αόριστο μέλλον της -εκλογικής- «ισχυροποίησης». Κρίνονται στην οργάνωση και κλιμάκωση της πάλης της εργατικής τάξης και της νεολαίας ενάντια στο τέταρτο και σε όλα τα προηγούμενα μνημόνια. Αγώνες ξεσπάνε σήμερα και το ζήτημα είναι η πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά να τους οργανώσει, να τους εμπνεύσει και να τους δώσει προοπτική από τον πιο «μικρό» μέχρι τον πιο «μεγάλο». Κρίνονται στην οργάνωση της πάλης ενάντια στο ρατσισμό και τους φασίστες που είναι όρος για να μπορέσει το κίνημα να δώσει θαρρετά και νικηφόρα όλες τις άλλες μάχες.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ βρίσκονται σε αυτούς τους αγώνες. Στις απεργίες, στην πάλη για να μπουν τα προσφυγόπουλα στα σχολεία κόντρα στις προκλήσεις των φασιστών και της δεξιάς. Όμως, κάθε βήμα μπροστά το ακολουθούν βήματα πίσω.
Αυτή η στάση έχει πολιτικό υπόβαθρο. Παρά τις θορυβώδεις διακηρύξεις της ηγεσίας του για ρήξη με επιλογές του παρελθόντος και επιστροφής στη γνήσια επαναστατική στρατηγική της εργατικής εξουσίας, το ΚΚΕ αναπαράγει την στρατηγική των σταδίων. Το κάνει, νεκρανασταίνοντας τον απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στο «μίνιμουμ» και το «μάξιμουμ» πρόγραμμα που ήταν χαρακτηριστικό της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα διεκδικούμε τα πραγματοποιήσιμα και ο σοσιαλισμός θα έρθει στο μακρινό μέλλον όταν «ωριμάσουν οι συνθήκες» και «ισχυροποιηθεί το κόμμα» στη Βουλή. Εκατό χρόνια μετά την Ρώσικη Επανάσταση αξίζει να θυμηθούμε ότι η ρήξη των μπολσεβίκων και των άλλων επαναστατών με εκείνη τη σοσιαλδημοκρατία αφορούσε και αυτό το διαχωρισμό.