Πολιτισμός
Κινηματογράφος: “Η μεγάλη ουτοπία” του Φώτου Λαμπρινού - Μια μεγάλη αποτυχία

Η τελευταία ταινία - ντοκιμαντέρ του Φώτου Λαμπρινού καταπιάνεται με την Οκτωβριανή επανάσταση και συγκεκριμένα με τα πρώτα 17 της χρόνια, από το 1917 μέχρι τον λιμό του 1934. Στη χρονιά της εκατοστής επετείου του Οκτώβρη, θα μπορούσε να είναι μια θαυμάσια αφορμή για έναν φόρο τιμής στην επανάσταση και για συζήτηση πάνω στην πορεία και την έκβασή της. Δυστυχώς, αποτυγχάνει και οι λόγοι δεν είναι τεχνικοί. 

Το αρχειακό υλικό είναι πλούσιο, από κινηματογραφικά έργα, από τα «Επίκαιρα» της εποχής, φωτογραφίες και διάφορες πηγές και η παρουσίασή του επιμελής και τακτοποιημένη, με γραμμική αφήγηση σε 18 τιτλοφορημένα κεφάλαια. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στους καλλιτεχνικούς κανόνες αλλά στην ουσία, στην άποψη που εντέχνως προβάλλεται, η οποία συνιστά μια χοντροκομμένη υποτίμηση της επαναστατικής διαδικασίας του Οκτώβρη, ακυρώνοντας έτσι το στοίχημα που έχει βάλει σαν ταινία.

Διακρίναμε τα 18 κεφάλαια σε τρεις φάσεις: Άνοδος, Ουτοπία, Πτώση. Η ταινία αρχίζει ωραία, με τις γυναίκες της Πετρούπολης που ξεκίνησαν την επανάσταση τον Φλεβάρη του ‘17, απεργώντας για ψωμί και γάλα, μια απεργία που πράγματι κανένα πολιτικό κόμμα δεν είχε σχεδιάσει και μέσα σε λίγες μέρες μετατράπηκε σε γενικό ξεσηκωμό, ανέτρεψε το καθεστώς του τσάρου και έφερε μια διάδοχη κατάσταση με την προσωρινή κυβέρνηση. Σε ρυθμό fast forward παρακολουθούμε τις διαδηλώσεις και τους αγώνες της εργατικής τάξης, τις εξελίξεις του Απρίλη, την επιστροφή του Λένιν από την εξορία. 

Πολύ σύντομα όμως, οι μάζες του κόσμου αποσύρονται από την οθόνη και την αφήγηση και το ντοκιμαντέρ αλματωδώς βρίσκεται στον Οκτώβρη, όπου ταχυδακτυλουργικά το κόμμα των Μπολσεβίκων αν και δεύτερη δύναμη στις εκλογές για τη Νέα Βουλή, φέρεται να χειραγωγεί την κατάσταση και την αδυναμία των αντιπάλων του με τέτοιο τρόπο, που βγαίνει κυρίαρχο. Μέχρι τον Γενάρη του ’18 διαλύει τη συντακτική συνέλευση και ανακηρύσσει την εξουσία των Σοβιέτ (τα οποία ελέγχει το ίδιο, όπως μας θυμίζει η φωνή του αφηγητή, Φ.Λαμπρινού).

Φάουλ πρώτο: Ολόκληρη η φοβερή χρονιά του ’17 από τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη, με τις δοκιμασίες της επαναστατικής διαδικασίας και τις πολιτικές μάχες σε συνθήκες δυαδικής εξουσίας «ξεπετιέται» σε λίγα καρέ. Η καρδιά της επανάστασης, τα εργατικά συμβούλια, τα νέα κύτταρα δημιουργικότητας και της λήψης αποφάσεων μνημονεύονται μια ή δυο φορές και το μόνο που είναι σίγουρο γι’αυτά είναι ότι τα ελέγχουν οι Μπολσεβίκοι. Η κρίση και το πραξικόπημα Κορνίλοφ προσπερνιούνται και το βάρος πέφτει στο αποτέλεσμα: το ξήλωμα της αστικής δημοκρατίας από το «μονολιθικό κόμμα» που παίρνει το κράτος και την κοινωνία κάτω από τον έλεγχό του κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο. 

Φάουλ δεύτερο: Το κοινοβούλιο και ο πλουραλισμός αναγορεύονται εμμέσως πλην σαφώς σε τοποτηρητές της δημοκρατίας που καταπατήθηκαν και η επανάσταση μειώνεται σε πραξικόπημα. Προβάλλονται οι διαδηλώσεις των υπερασπιστών της συνταγματικής τάξης ενάντια στους νέους θεσμούς των Μπολσεβίκων (Κόκκινος στρατός, Τσε-κα). Αντίθετα με την εργατική τάξη που βρίσκεται στο περιθώριο του ντοκιμαντέρ με αιτιολογία το μικρό της αριθμητικό μέγεθος, η έμφαση δίνεται στους αγρότες, η καταπίεση των οποίων από την κατάργηση της ελεύθερης αγοράς οδηγεί στον εμφύλιο και την εισβολή των ξένων κρατών στη Ρωσία. 

Με ένα σύντομο πέρασμα στον διεθνή παράγοντα και την απώλεια της επανάστασης στην Ουγγαρία και τη Γερμανία (χωρίς δυστυχώς να αναφερθεί ο αποφασιστικός ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας σε αυτή), η Ρωσία βρίσκεται νικήτρια του πολέμου αλλά αποδεκατισμένη οικονομικά. Η Νέα Οικονομική Πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση παρουσιάζεται σαν σωστή στροφή προς την «ομαλοποίηση» της κατάστασης, παραλείποντας όμως κάτι ουσιαστικό: Για τους Μπολσεβίκους η ΝΕΠ και η ελεύθερη αγορά ήταν αναγκαίες τακτικές υποχωρήσεις για την επιβίωση του εργατικού κράτους και όχι απόλυτες αξίες διακυβέρνησης.

Τέχνη

Εδώ η ταινία περνά στο δεύτερο κομμάτι, που είναι και το πιο αξιόλογο, στο οποίο επιχειρεί να περιγράψει την «Μεγάλη Ουτοπία». Ο όρος αναφέρεται σε μια ιδέα του ζωγράφου Βασίλι Καντίνσκι για ένα συνέδριο με εκπροσώπους όλων των τεχνών κι όλων των χωρών, το οποίο θα οδηγούσε στην κατασκευή ενός παγκόσμιου οικοδομήματος τεχνών – που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και στον Πύργο του Τάτλιν, που ωστόσο έγινε σήμα κατατεθέν για ολόκληρη αυτή την περίοδο.  

Στα κεφάλαια αυτά περιγράφονται τα επιτεύγματα της επανάστασης με έμφαση τον τομέα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Από τον Κυβο-φουτουρισμό μέχρι τον Κονστρουκτιβισμό και τον Προγιεξιονισμό και από το επαναστατικό θέατρο και το κινηματογραφικό μοντάζ μέχρι τις ορχήστρες χωρίς μαέστρο, την σημειωτική και τη μορφολογία, η έκρηξη ήταν τεράστια, εμπνευσμένη από τις διακηρύξεις της πλήρους ελευθερίας στην τέχνη, όπως τις διατύπωσε ο τότε επίσκοπος πολιτισμού Ανατόλι Λουνατσάρσκι. Η δεκαετία του ’20 υπήρξε μια διαρκής αναταραχή ιδεών και εγχειρημάτων με αποτελέσματα μίλια μακρυά από ο,τιδήποτε είχε υπάρξει ως τότε. Το σινεμά του Αϊζενστάιν και των συντρόφων του Κουλεσόφ, Πουντόβκιν, Ντοβτζένκο, τα Κινο-νεντέλια -τα Σοβιετικά επίκαιρα του Τζίγκα Βερτόφ είναι πιο γνωστά. Ο θεατής έχει την ευκαιρία να μάθει για τη φόρμα που παράγει το νόημα (φορμαλισμός), καθώς και για την πρώτη ταινία με θέμα ένα ερωτικό τρίγωνο (Βίκτορ Σκλόφσκι, 1926), γέννημα των δικαιωμάτων που παραχωρήθηκαν στις γυναίκες και της βελτίωσης της θέσης τους στην κοινωνία. 

Οι εικόνες που περνάνε γοργά στην οθόνη παραπέμπουν σε μια σοβιετική «belle epoque», που όμως φαντάζει αίολη σε σχέση με ό,τι είχε περιγραφεί μέχρι τώρα. Το ερώτημα που εύλογα γεννιέται είναι πώς είναι δυνατόν αυτή η εντυπωσιακή εικόνα ελευθερίας και δημιουργικότητας να παράγεται από ένα αυταρχικό καθεστώς που στηρίζεται σε μια στροφή στην αγορά (ΝΕΠ); Σε ποιά βάση και σε ποιές παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις πάτησε η έκρηξη και η αναταραχή που εκθειάζονται; Ποιόν υπηρετούν και σε τι στοχεύουν;

Απαντήσεις στην ταινία δεν υπάρχουν. Ο κύκλος αυτός κλείνει με τον θάνατο του Λένιν και την μετατροπή του σε σύμβολο λατρείας από το καθεστώς και με ένα νέο fast forward, η διαδοχή στην ηγεσία μετατρέπεται σε καρικατούρα όπου δυο λευκοντυμένοι άντρες (ο Τρότσκι και ο Στάλιν) αντιπαρατίθενται με νικητή τον δεύτερο. Η σκληρή πολιτική μάχη που έδωσε η αριστερή αντιπολίτευση από το 1924 μέχρι το 1928 περνάει με δυο αράδες και το δόγμα του «Σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα» βγαίνει νικητής μιας μάχης που η ταινία αγνοεί. 

Από κει και πέρα, ο κατήφορος είναι γνωστός. Βίαιη κολλεκτιβοποίηση στην ύπαιθρο, πεντάχρονα πλάνα και σταχανοφισμός στα εργοστάσια, άγρια καταστολή και εξορία στη Σιβηρία για όποιους διαφωνούν. Η αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι κλείνει συμβολικά την περίοδο της πολιτιστικής άνθισης και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός μετατρέπει την τέχνη σε κρατική προπαγάνδα. Ο λιμός του 1934 σωστά παρουσιάζεται σαν τραγικό επακόλουθο της πολιτικής που είχε στόχο την συσσώρευση σε βάρος των ανθρώπινων αναγκών. Αλλά ακόμη κι εδώ, ο σχολιασμός του ντοκιμαντέρ πέφτει σε ένα ακόμη φάουλ. Υπερασπίζεται την επιστροφή στη ΝΕΠ, τη «δημοκρατία» της αγοράς και όχι τον εργατικό έλεγχο και την αναζωογόνηση των σοβιέτ, μάχη που δόθηκε (και χάθηκε) από τον Τρότσκι και την αριστερή αντιπολίτευση.

Ο Φώτος Λαμπρινός είναι ένας σημαντικός δημιουργός του θεάτρου και του κινηματογράφου τεκμηρίωσης. Έχει γυρίσει δεκάδες ντοκιμαντέρ, έχει ασχοληθεί με δύσκολα θέματα (δολοφονία Λαμπράκη, Άρης Βελουχιώτης), έχει γράψει, έχει διδάξει, έχει κάνει έρευνα. Η «Μεγάλη ουτοπία» αδικεί τον ίδιο, το φιλόδοξο στοίχημα που βάζει με τον εαυτό της και την ίδια τη Ρώσικη επανάσταση. Μετατρέποντάς την με υπερβατικό τρόπο σε πραξικόπημα και ουτοπία αδυνατεί να συμβάλει σοβαρά στην επίκαιρη, βαθιά και αναγκαία συζήτηση για την επανάσταση που άλλαξε τη ροή της ιστορίας, μια συζήτηση που σήμερα χρειαζόμαστε όσο ποτέ.