Διεθνή
Άλεξ Καλλίνικος: Πού βαδίζει η Βρετανία μετά το Brexit;

Στη Βρετανία η συζήτηση για το BREXIT διεξάγεται από δύο πτέρυγες της πολιτικής και μιντιακής ελίτ. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές – προς το χειρότερο, σύμφωνα με όσους είχαν υποστηρίξει την παραμονή, προς το καλύτερο, σύμφωνα με όσους από τους Συντηρητικούς και το UKIP είχαν υποστηρίξει την έξοδο.

Καμία από τις δύο ομάδες δεν εκπροσωπεί ιδιαίτερα τις μεγάλες επιχειρήσεις στη Βρετανία. Ο οικονομικός πυρήνας της άρχουσας τάξης δεν ήθελε την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ κι έτσι πιέζει ώστε το Brexit να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν λιγότερες αλλαγές.

Είναι αρκετά πιθανό ότι αυτό τελικά θα συμβεί. Αυτό που γίνεται σαφές είναι πόσο εγκλωβισμένη είναι η Βρετανία στις διαπραγματεύσεις για τους όρους του Brexit. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί σχολιαστές, επειδή η ενεργοποίηση του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας θέτει μία διετή χρονική περίοδο για την αποχώρηση της Βρετανίας, οι υπόλοιπες δυνάμεις της ΕΕ μπορούν απλά να περιμένουν στη γωνία.

Η Βρετανία χρειάζεται μια συμφωνία, πάνω απ' όλα οικονομική, για να διατηρήσει τους εμπορικούς και οικονομικούς δεσμούς της με την ΕΕ, που είναι ζωτικής σημασίας για τον βρετανικό καπιταλισμό. Έτσι, οι υπόλοιπες δυνάμεις της ΕΕ μπορούν να παρατείνουν τις συνομιλίες για να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη από τη Βρετανία. Γι' αυτό, το προσχέδιο των κατευθυντήριων γραμμών της διαπραγμάτευσης που εξέδωσε Ντόναλντ Τουσκ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μετατρέπει την “επαρκή πρόοδο” για τους όρους της βρετανικής αποχώρησης -πάνω απ' όλα, πόσα χρήματα θα πληρώσει το Λονδίνο- ως προϋπόθεση για την έναρξη των συνομιλιών σχετικά με το εμπόριο.

Η επιτυχία της Ισπανίας να εντάξει στις κατευθυντήριες γραμμές μια ακόμα προϋπόθεση, συνδέοντας τις συνομιλίες για το εμπόριο με μια συμφωνία μεταξύ Μαδρίτης και Λονδίνου για το Γιβραλτάρ, είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της ευάλωτης θέσης της Βρετανίας και άλλη μια απόδειξη της παρελκυστικής ταχτικής της ΕΕ.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι πόσο έχουν μαλακώσει οι θέσεις της Τερέζα Μέι και του υπουργού της για το Brexit, Ντέιβιντ Ντέιβις. Η άποψη ότι “η μη συμφωνία είναι καλύτερη από μια κακή συμφωνία” φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί, και υπάρχουν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να πληρώσει για εμπορική πρόσβαση στην ΕΕ.

Αυτή η προφανής μετατόπιση πιθανότατα αντανακλά δύο παράγοντες. Πρώτον, Μέι και Σία καταλαβαίνουν πόσο εγκλωβισμένοι είναι και προσαρμόζονται αναλόγως. Δεύτερον, είναι η πίεση από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το νομοσχέδιο που παρουσίασε ο Ντέιβις “Περί ανάκλησης των Ευρωπαϊκών Κανονισμών” έχει πλαστό τίτλο, αφού καθιερώνει ότι οι κανονισμοί θα είναι σε ισχύ και στην μετά το Brexit Βρετανία.

Σύμφωνα με τους Financial Times, “οι μεγαλύτερες εταιρείες της Βρετανίας έχουν προειδοποιήσει ενάντια στην περικοπή των εκτιμώμενων 19.000 κανονισμών της ΕΕ. Η αρμόδια ομάδα του βρετανικού ΣΕΒ (CBI) είπε σε μια έκθεση τον περασμένο χρόνο ότι, ενώ πολλοί τομείς, συμπεριλαμβανομένων των χημικών, των πλαστικών, των τροφίμων και των ποτών, καθώς και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, δυσανασχετούσαν με κάποιους κανόνες της ΕΕ, παρόλα αυτά δεν επιθυμούσαν την κατάργησή τους. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι το κόστος που επιβάλουν αυτοί οι κανονισμοί είναι ένα τίμημα που αξίζει να καταβληθεί για να υπάρχει ανεμπόδιστη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές”.

Ο μοναδικός τομέας όπου η Μέι έχει έντονα δεσμεύσει τους Συντηρητικούς ότι θα αλλάξει είναι το σταμάτημα της ελεύθερης μετακίνησης των ευρωπαίων εργαζομένων. Αλλά ακόμη και εδώ, όταν έδωσε συνέντευξη μετά την ανακοίνωση ενεργοποίησης του άρθρου 50, απέφυγε προσεκτικά να πει ότι η μετανάστευση θα είναι “σημαντικά χαμηλότερη” μετά το Brexit.

Αυτό υποδηλώνει ότι η προοπτική μετά το Brexit δεν θα είναι ούτε η τραγικά φτωχοποιημένη Μικρή Αγγλία που προβλέπουν οι υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ, ούτε η “παγκόσμια Βρετανία” του ελεύθερου εμπορίου που υπόσχονται η Μέι και οι υποστηρικτές της εξόδου από την ΕΕ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μπροστά μας απειλές για την εργατική τάξη.

Η πρώτη είναι ότι οι Συντηρητικοί και τα αφεντικά θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν το Brexit για να χτυπήσουν τα δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων. Οι συνδικαλιστές και οι σοσιαλιστές πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση γι' αυτό.

Επιπλέον, υπάρχει ο παράγοντας της καθαρά απρόβλεπτης παραφροσύνης. Την Κυριακή, ο πρώην ηγέτης των Συντηρητικών Μάικλ Χάουαρντ επικαλέστηκε το φάντασμα της Μάργκαρετ Θάτσερ και του πολέμου των Φόκλαντ ως απάντηση στην επιτυχία της Ισπανίας να συμπεριλάβει το Γιβραλτάρ στις συνομιλίες για το Brexit.

Αμφιβάλλω αν στους διαδρόμους της εξουσίας έχει ανοίξει σοβαρά η όρεξη για επανάληψη των πολέμων του 18ου αιώνα με την Ισπανία. Αλλά ο ερχομός του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο κάνει τον καθένα επιφυλακτικό στο να αποκλείσει τέτοιες τρέλες. Η παρακμή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού εκτρέφει όλα των ειδών τα τέρατα.