Ιστορία
Ποτέ ξανά φασισμός: 80 χρόνια από την Γκερνίκα

“Εκείνη η μοιραία μέρα, 26 του Απρίλη, ήταν μέρα παζαριού και η πόλη ήταν γεμάτη κόσμο. Είχαν έρθει στη Γκερνίκα χιλιάδες αγρότες από τα γειτονικά χωριά… Τα τέρατα που πιλοτάρανε εκείνα τα αεροσκάφη, κάθε φορά που έβλεπαν στους δρόμους ή έξω από την πόλη μια ανθρώπινη φιγούρα, έστρεφαν κατά ‘κεί τα πολυβόλα τους, σπέρνοντας τον τρόμο και δολοφονώντας όχι λίγους, μεταξύ αυτών γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Αυτή ήταν η τραγωδία της Γκερνίκα, μια αλήθεια που εγώ, ο δήμαρχος της Γκερνίκα, δηλώνω ενώπιον ολόκληρου του κόσμου.” 

Περιγραφές σαν αυτές του Χοσέ ντε Λαμπαουρία δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους στις εφημερίδες όλου του κόσμου, λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό της Γκερνίκα, μιας μικρής πόλης στη χώρα των Βάσκων, στην Ισπανία, πριν από 80 χρόνια. Ο Πικάσο είχε αναλάβει ήδη να δημιουργήσει μια τοιχογραφία για λογαριασμό της ισπανικής κυβέρνησης στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού που ετοιμαζόταν για τον Νοέμβρη, αλλά την Πρωτομαγιά άφησε στην άκρη τα προσχέδιά του και μέχρι τον Ιούνη είχε έτοιμο τον καμβά που έγινε παγκόσμιο σύμβολο της αντίστασης στον πόλεμο και τη φασιστική βία.

Η Γκερνίκα δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος βομβαρδισμός στη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου. Ήταν όμως η στιγμή που το φασιστικό στρατόπεδο έδειξε ότι δεν ήταν διατεθειμένο να βάλει το παραμικρό όριο. Βομβάρδισε και διέλυσε μια πόλη χωρίς το παραμικρό στρατιωτικό ενδιαφέρον, δολοφονώντας άμαχους εν ψυχρώ. Από τη μεριά του Φράνκο, που ήταν αυτός που έδωσε την εντολή, ήταν ένα μήνυμα τρομοκράτησης όσων αντιστέκονταν στο πραξικόπημά του. Από τη μεριά της Λουφτβάφε, της ναζιστικής αεροπορίας που κατά κύριο λόγο υλοποίησε την εντολή, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δοκιμάσει τα αεροσκάφη της και τις βόμβες όλων των τύπων με τις οποίες τα είχε εφοδιάσει.

Τον Απρίλη του ‘37 βρισκόταν σε εξέλιξη το Βόρειο μέτωπο του πολέμου. Οι φασίστες επιχειρούσαν να κατακτήσουν τις περιοχές που βρίσκονταν στον έλεγχο της δημοκρατικής βασκικής κυβέρνησης. Η Γκερνίκα βρισκόταν μόλις 23 χιλιόμετρα από το πολεμικό μέτωπο. Όμως δεν είχε την παραμικρή άμυνα. Ένα πολυβόλο ήταν όλος κι όλος ο οπλισμός της πόλης. Ο λόγος ήταν ότι ο ρόλος της Γκερνίκα ήταν κυρίως να υποδέχεται πρόσφυγες, αλλά και τραυματίες πολέμου. Στις περιοχές που έμπαινε ο φασιστικός στρατός δινόταν διορία μιας βδομάδας στους κατοίκους να έρθουν σε επικοινωνία με τους συγγενείς τους στη δημοκρατική πλευρά να τους πείσουν να γυρίσουν. Σε άλλη περίπτωση τους πετούσαν με το ζόρι στην άλλη πλευρά. Χιλιάδες γυναίκες και μικρά παιδιά που είχαν μείνει πίσω ενώ οι σύντροφοι και οι πατεράδες τους πολεμούσαν τους φασίστες ξεσπιτώθηκαν και έφυγαν με τα πόδια προς το Μπιλμπάο, τη μεγαλύτερη πόλη στα χέρια Δημοκρατικών. Το ίδιο έκαναν και οι ηλικιωμένοι. Η Γιουστίνα Μπερίντι ήταν 96 χρονών όταν αναγκάστηκε να διασχίσει περπατώντας το μέτωπο για να περάσει σε δημοκρατική περιοχή. Με ολόκληρο το Βορρά να βρίσκεται σε ναυτικό αποκλεισμό, το Μπιλμπάο δεν μπορούσε να τους θρέψει όλους. Υπολογίζεται ότι μέσα στους τρεις τελευταίους μήνες είχε μετακινηθεί 100 χιλιάδες κόσμος. Κάτοικοι της Γκερνίκα αλλά και άλλων πόλεων και χωριών άνοιξαν τα σπίτια τους για να υποδεχτούν τις οικογένειες των προσφύγων.

Βόμβες

Το παζάρι της Γκερνίκα τη Δευτέρα ήταν μια ευκαιρία για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους των γύρω χωριών να πουλήσουν τα προϊόντα τους, και για τον κόσμο των πόλεων να εξασφαλίσει τροφή. Η κυβέρνηση ναύλωνε ειδικά τρένα για να μεταφέρουν κόσμο από το Μπιλμπάο στη Γκερνίκα τη μέρα του παζαριού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, στις 4 το απόγευμα, όταν ο περισσότερος κόσμος βρισκόταν στο δρόμο, έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα αεροπλάνα που έριξαν τις πρώτες βόμβες.

Η δυσαναλογία μεταξύ στόχου και βίας ήταν απίστευτη. Ο Φράνκο είχε συγκεντρώσει στην περιοχή το 20% των καταδιωκτικών και βομβαρδιστικών αεροσκαφών που είχε στη διάθεσή του σε ολόκληρη τη χώρα.

Ήταν ήδη αποφασισμένοι να προκαλέσουν το μάξιμουμ του θανάτου. Ο στρατηγός Κέιπο ντε Γιάνο, που το όνομά του σημαίνει “επίπεδος”, αστειευόταν από τον ασύρματο πριν τους βομβαρδισμούς ότι η Γκερνίκα θα γινόταν πιο ίσια κι απ’΄το όνομά του. Ο ντε Γιάνο ήταν ήδη γνωστό κτήνος. Στο ξεκίνημα του πραξικοπήματος του Φράνκο, τον Ιούλη του ‘36, ανέλαβε την υλοποίησή του στη Σεβίλλη, εκτελώντας μέσα σε λίγες μέρες τρεις χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, με συνοπτικές διαδικασίες στις μάντρες και τα τείχη της παλιάς πόλης.

65 ώρες μετά το βομβαρδισμό, οι δυνάμεις του Φράνκο μπήκαν στη Γκερνίκα και απέκλεισαν την πρόσβαση για πέντε μέρες. Ο γερμανός αντισμήναρχος Ριχτχόφεν έφτασε μια μέρα αργότερα για να μελετήσει την αποτελεσματικότητα των βομβών. “Τα σπίτια, πολύ στενά, με τέσσερις πέντε ορόφους, μπαλκόνια ξύλινα που πάνε κλιμακωτά από κάτω προς τα πάνω και τείχους που είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό. Είναι φυσικό να αρπάζουν φωτιά λες κι είναι προσάναμμα. Με εξαίρεση ορισμένα σπίτια, το κέντρο της πόλης ήταν ολοκληρωτικά καμμένο. Η εκκίνηση της φωτιάς και η πτώση ορισμένων σπιτιών, ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον. Οι λίγοι πυροσβέστες που έφτασαν απ’ το Μπιλμπάο ήταν ανίκανοι να κάνουν το οτιδήποτε”.

Όταν γίνονταν οι πρώτοι φασιστικοί βομβαρδισμοί στην Ανδαλουσία την προηγούμενη χρονιά, οι γερμανοί “ειδικοί” παραπονιούνταν ότι τα σπίτια εκεί δεν έπαιρναν τόσο εύκολα φωτιά για να απλωθεί η πυρκαγιά. Ο λόγος ήταν ότι στην φτωχή Ανδαλουσία ο κόσμος δεν είχε ούτε τα πιο βασικά ξύλινα έπιπλα.

Στο πιο πρόσφατο σοβαρό έργο για το βομβαρδισμό της Γκερνίκα, το ομότιτλο βιβλίο του ιστορικού Χαβιέρ Ιρούχο που μόλις κυκλοφόρησε στα ισπανικά, γίνεται μια τεκμηριωμένη εκτίμηση για τον αριθμό των νεκρών. “Στο καταφύγιο της Άντρα Μάρι δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 450 άνθρωποι και στη Γκερνίκα περισσότεροι από 2000. Αυτό είναι αυτό που υποδεικνύουν, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, οι υλικές ενδείξεις που διαθέτουμε”. 2000 νεκροί σε μια πόλη που σε φυσιολογικές συνθήκες είχε περίπου 5.000 κατοίκους.

Προπαγάνδα

Αυτή η τεκμηρίωση γίνεται σε κόντρα 40 και πλέον χρόνων φρανκικής προπαγάνδας. Ο Φράνκο έδωσε εντολή το επόμενο πρωί κιόλας να κυκλοφορήσει η φήμη ότι η Γκερνίκα είχε πέσει θύμα των Δημοκρατικών που έκαιγαν τα πάντα καθώς έχαναν τον πόλεμο. Για να γίνει το ψέμα ακόμη πιο μπαρόκ, ισχυρίζονταν ότι την ανατίναξη των σπιτιών την είχαν κάνει δυναμιτιστές ανθρακωρύχοι από τις Αστούριας. Ο Φράνκο δεν ξεχνούσε πως την “καριέρα” του την είχε χτίσει καταστέλλοντας την εξέγερση των ανθρακωρύχων το 1934.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, αυτό το απίστευτο ψέμα έδωσε τη θέση του στην υποτίμηση της καταστροφής. Έφτασαν να λένε ότι στη Γκερνίκα υπήρξαν μόνο 12 νεκροί. Η επόμενη φάση, όταν η δικτατορία του Φράνκο έφτανε στο τέλος της ήταν να λένε πως το έγκλημα έγινε, αλλά το διέπραξαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί πίσω από την πλάτη του Φράνκο. Το 1937 δεν θα τολμούσε ο Φράνκο να παραδεχτεί ότι στην Ισπανία “του” αλώνιζαν οι στρατοί του Χίτλερ και του Μουσολίνι.

Η αλήθεια είναι ότι αν και ο Φράνκο είχε τον τελευταίο λόγο στις επιχειρήσεις, οι ξένοι φασίστες όντως αλώνιζαν, την ώρα που οι χώρες του “δημοκρατικού” τόξου έκαναν ότι δεν έβλεπαν. Η “Λεγεώνα Κόνδωρ” όπως ονομάστηκε το τμήμα της Λουφτβάφε υπό τον Ριχτχόφεν, είχε μεταφέρει εκατοντάδες αεροσκάφη και αναρίθμητες βόμβες. Μόνο στην πρώτη φάση της μεταφοράς των πραξικοπηματιών από το Μαρόκο στην ισπανική χερσόνησο, τα γερμανικά αεροσκάφη μετέφεραν 44 κανόνια, 90 βαριά πυροβόλα και 137 τόνους πυρομαχικών. Ο Μουσολίνι έκανε τις πρώτες συμφωνίες με το Φράνκο ήδη πριν από το πραξικόπημα. 40 χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες έφτασαν για να ενισχύσουν τους Ισπανούς φασίστες. Όλοι μαζί όμως, με τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας και άλλους, κάθονταν στο ίδιο τραπέζι της “Επιτροπής μη επέμβασης”. Η Γαλλία τηρούσε τη μη-επέμβαση μπλοκάροντας την τροφοδοσία της δημοκρατικής κυβέρνησης. Επισήμως, η φασιστική και η ναζιστική κυβέρνηση έκαναν το ίδιο. “Κατά τύχη” μόνο χιλιάδες “εθελοντές” με τα προσωπικά τους όπλα και αεροπλάνα πήγαιναν να βοηθήσουν τον Φράνκο για ιδεολογικούς λόγους.

Ο κάλπικος αντιφασισμός των Μεγάλων Δυνάμεων θα θρηνήσει τη Γκερνίκα με καθυστέρηση. Και από τη μεριά της η Δημοκρατική κυβέρνηση και οι ρεφορμιστές της Ισπανίας θα εκβιάσει το συμπέρασμα ότι σφαγές όπως της Γκερνίκα σήμαιναν ότι η επανάσταση έπρεπε να μπει στην άκρη, και να δοθεί προτεραιότητα στη διεθνή διπλωματία για τη νίκη στον πόλεμο. Από το Μάη του ‘37 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τις επαναστατικές κατακτήσεις στις ελεύθερες περιοχές, με πρώτη τη Βαρκελώνη. Ήταν όμως αυτά ακριβώς τα πισωγυρίσματα που έδωσαν την ευκαιρία στο Φράνκο να εδραιώσει την κυριαρχία του και να επιβάλει ένα καθεστώς τρόμου για 40 χρόνια.