Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 κατέρρευσαν και οι τρεις χούντες στη νότια Ευρώπη: η ελληνική, η ισπανική και η πορτογαλική. Η χούντα στην Ελλάδα είχε κλείσει εφταετία, στην Ισπανία ο Φράνκο είχε κάνει το πραξικόπημά του το 1936. Στην Πορτογαλία το καθεστώς έμοιαζε ακόμη πιο ακλόνητο, βρισκόταν στην εξουσία από το 1926, σχεδόν 50 χρόνια. Η επανάσταση του 1974-1976 έκανε θρύψαλλα αυτό το βαρύ κι ασήκωτο καθεστώς. Η Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 του Απρίλη 1974 και μέσα σε λίγες μέρες οι δρόμοι των μεγάλων πόλεων ήταν κόκκινοι, γεμάτοι με τις σημαίες της Αριστεράς και των συνδικάτων και από γαρίφαλα, που έγιναν το σύμβολο της Επανάστασης.
Ο σκληρός πυρήνας του καθεστώτος κατέρρευσε με ένα χτύπημα. Παρά τη στρατοκρατία, μόλις έξι νεκροί ήταν ο απολογισμός. Η Επανάσταση έγινε πανηγύρι των καταπιεσμένων με εκπληκτική ταχύτητα. Ήδη από τις 29 Απρίλη, οι τραπεζοϋπάλληλοι άρχισαν να ελέγχουν την έξοδο κεφαλαίων, σε χώρους που ελέγχονταν από καθεστωτικούς συνδικαλιστές ο κόσμος καταλαμβάνει τα γραφεία των συνδικάτων και εκλέγει καινούργια ηγεσία. Δέκα χιλιάδες φοιτητές συγκεντρώνονται για γενικές συνελεύσεις στο Πολυτεχνείο της Λισαβόνας. Στις παραγκουπόλεις στα περίχωρα της Λισαβόνας, εκατό οικογένειες καταλαμβάνουν άδειες κατοικίες που δεν τους είχε παραχωρήσει η κυβέρνηση. Μέσα σε δυο βδομάδες είχαν καταληφθεί δυο χιλιάδες κατοικίες σε όλη τη χώρα.
Το καθεστώς των Σαλαζάρ - Καετάνο αποφάσιζε ακόμη και για το είδος της εσωτερικής φόδρας που έπρεπε να έχει το μαγιό των γυναικών για να βγουν στην παραλία. Το 1974 οι γυναίκες δεν θα ρωτήσουν κανέναν και για τίποτα. Σε μια υφαντουργία στις αρχές του Μάη οι εργάτριες καλούν συνέλευση και ο χώρος γεμίζει με εφτά χιλιάδες γυναίκες. Κάποια είπε: “Πρέπει να απαιτήσουμε αύξηση 3000 εσκούδα”. Από το βάθος της αίθουσας η απάντηση ήταν “Όχι, 4000” και κάποια άλλη διαφώνησε “Όχι, 5000 εσκούδα”. Στο εργοστάσιο της ολλανδέζικης πολυεθνικής Timex που φτιάχνει ρολόγια, δούλευαν κατά κύριο λόγο γυναίκες, που βγήκαν σε απεργία όχι μόνο για αυξήσεις αλλά και για να διωχθούν οι έξι χαφιέδες της μυστικής αστυνομίας που όλες τους ήξεραν μέσα στο εργοστάσιο. Οι εργάτριες θα βγουν στο δρόμο πουλώντας ρολόγια από το εργοστάσιο για να ενισχύσουν το απεργιακό ταμείο. Οι εκδιδόμενες γυναίκες της Λισαβόνας βγαίνουν κι αυτές στον αγώνα. Μαζί με το τέλος του φόβου, είχε έρθει η ώρα για το τέλος των νταβατζήδων.
Όλη αυτή η διαδικασία είχε ξεπεταχτεί από ένα γεγονός που από μόνο του ήταν περισσότερο πραξικόπημα παρά επανάσταση. Είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα μπαίνοντας στις 25 Απρίλη, το Ράδιο Ρενασένσα, που ελεγχόταν από την Καθολική Εκκλησία, έπαιξε το τραγούδι “Γκράντολα, βίλα Μορένα” του Ζέκα Αφόνσο. Ο Ζέκα ήταν σύμβολο του αντιδικτατορικού τραγουδιού και οι εφημερίδες αναγκάζονταν να γράφουν το όνομά του ανάποδα για να μην το βλέπουν εύκολα οι λογοκριτές και κόβουν την έκδοση. Όμως στις 00.20 ακούστηκαν οι στίχοι “Ε, πόλη, μέσα σου είναι ο λαός αυτός που πρώτος κυβερνάει” και ήταν το σύνθημα για τις στρατιωτικές μονάδες που κατέλαβαν γρήγορα το αρχηγείο του στρατού, τα αεροδρόμια και τα μέσα ενημέρωσης.
Η επιχείρηση ήταν οργανωμένη από το MFA (Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων) μια οργάνωση χαμηλόβαθμων αξιωματικών με 300-400 μέλη που είχαν αποφασίσει ότι δεν πήγαινε άλλο. Η επιτυχία της επιχείρησης δεν οφειλόταν στην ιδιαίτερα καλή οργάνωση του MFA. Το καθεστώς του Καετάνο βρισκόταν σε τέτοια εσωτερική κρίση και με τόσες εσωτερικές διασπάσεις που κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να παίξει τη ζωή του κορώνα γράμματα για να το υπερασπίσει. Γι’ αυτό και εκείνο το πρωί της Πέμπτης, όταν ο κόσμος βγήκε να πάει στη δουλειά του και είδε τα τανκς και τα καμιόνια παραταγμένα σε κεντρικά σημεία αρχικά δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί.
Ανατροπή
Τα γαρίφαλα που μπήκαν στις κάννες των όπλων ήταν το σύμβολο ότι ο στρατός αποδέχτηκε την ανατροπή της χούντας και δεν θα χυνόταν αίμα. Παρά το αρχικό σάστισμα, ο απλός κόσμος μεταφέροντας τα νέα στόμα με στόμα κατάλαβε πιο γρήγορα από τους από πάνω τι τεράστιας κλίμακας ήταν η αλλαγή που ανοιγόταν. Οι πιο πολλοί άρχισαν να πανηγυρίζουν στις δουλειές και στα σχολεία τους και τελικά να βγαίνουν στους δρόμους -ποιο αφεντικό μπορούσε να κρατήσει τους εργάτες για δουλειά τέτοια μέρα.
Αντίθετα, αν γυρίσουμε στις μεγάλες εφημερίδες εκείνων των πρώτων ημερών αυτές οι εικόνες των από κάτω λείπουν. Αυτός που κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα είναι ένας στρατηγός με μονόκλ, ο Αντόνιο ντε Σπίνολα, ο οποίος οργάνωσε συνέντευξη Τύπου στις 26 του μήνα, ευχαριστώντας το λαό που παρέμεινε ήσυχος. Ο Σπίνολα ήταν φασίστας από τα νιάτα του, είχε πολεμήσει στο πλευρό του Φράνκο στην Ισπανία κατά των Δημοκρατικών, και ως “παρατηρητής” στην εκστρατεία του Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ. Όμως ήταν αυτός που είχε ηγηθεί της προσπάθειας να μπει τέλος στους πολέμους του πορτογαλικού στρατού στις αποικίες, προειδοποιώντας ότι το καθεστώς δεν θα άντεχε για πολύ οικονομικά και πολιτικά.
Οι πόλεμοι στην Αφρική είχαν φτάσει τον στρατό και την οικονομία στα όριά της. Η Πορτογαλία, μικρομεσαία χώρα του Νότου, συνέχιζε να προσπαθεί να ελέγξει τις αποικίες της: Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Γουϊνέα Μπισάου στην Αφρική, μέχρι το μακρινό Τιμόρ και το Μακάο στην Κίνα. Στην Αφρική βρίσκονταν σε ένα διαρκή πόλεμο από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Ο Καετάνο διηγήθηκε αργότερα ότι ένα μήνα πριν από την Επανάσταση όταν πήρε στα χέρια του το κείμενο του Σπίνολα “Η Πορτογαλία και το μέλλον” ήξερε ήδη ότι έρχεται πραξικόπημα. Η διαφορά είναι ότι ενώ όλοι περίμεναν ένα πραξικόπημα από τους στρατηγούς και τα ψηλά κλιμάκια, η κίνηση ήρθε από τους χαμηλόβαθμους του MFA, οι οποίοι έχρισαν πρόεδρο τον Σπίνολα.
Αυτό που άλλαξε όλους τους σχεδιασμούς ήταν ότι ο κόσμος δεν παρέμεινε “ήσυχος”, όπως νόμιζε ο Σπίνολα. Οι απεργίες για αυξήσεις μετατράπηκαν γρήγορα σε καταλήψεις. Εργοστάσια και μεγάλοι χώροι δουλειάς, με τα ναυπηγεία στην πρωτοπορία, άρχισαν να μετατρέπονται σε κέντρο οργάνωσης και συντονισμού των αγώνων. Το ραδιόφωνο Ρενασένσα από τα χέρια της Εκκλησίας θα περάσει στα χέρια των εργατών οι οποίοι το ελέγχουν και το μετατρέπουν σε φωνή όλης της αντίστασης.
Τα πολιτικά αιτήματα παίρνουν τη γενικευμένη μορφή του “σανεαμέντο” (του καθαρίσματος) που σήμαινε την απαίτηση να ξηλωθούν όλοι οι μηχανισμοί του χουντικού καθεστώτος όχι μόνο στα υπουργεία, αλλά και στα Πανεπιστήμια, στους χώρους δουλειάς, να διωχθούν οι χαφιέδες, να φυλακιστούν οι βασανιστές, να δημευθεί η περιουσία των αφεντικών που συνεργάζονταν με τη μυστική αστυνομία. Το καλοκαίρι του ‘74 οι αγώνες θα πάρουν φαλάγγι το νέο καθεστώς, το οποίο θα αρχίσει να παραχωρεί σχεδόν τα πάντα. Αντίθετα με τη γειτονική Ισπανία, όπου η διαδικασία θα γίνει πολύ πιο ελεγχόμενα και που οι άνθρωποι του Φράνκο δεν έχασαν ποτέ την πρόσβασή τους στο κράτος, στην Πορτογαλία η Επανάσταση θα τους σαρώσει.
Οδοφράγματα
Φυσικά, οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης δεν θα έμεναν με σταυρωμένα χέρια. Ιδιαίτερα καθώς έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να επιβάλουν το οτιδήποτε ακόμη και μέσα στο ίδιο τους το άντρο, τον στρατό. Όμως, οι δυο πιο σημαντικές τους προσπάθειες κατέληξαν σε φιάσκο. Το Σεπτέμβρη ο Σπίνολα κάλεσε τη “σιωπηλή πλειοψηφία” να βγει στους δρόμους για να βάλει τέλος στην ανομία και τις υπερβολές. Οι “σιωπηλοί” δεν θα καταφέρουν ποτέ να φτάσουν στο κέντρο της Λισαβόνας. Πώς να πάνε όταν έχει απεργία και οι κεντρικοί δρόμοι είναι αποκλεισμένοι με διαδηλώσεις και οδοφράγματα;
Ο Σπίνολα παραιτήθηκε και αντί για φρένο, η Επανάσταση πάτησε γκάζι. Το Μάρτη του 1975, ο Σπίνολα είχε βάλει πλώρη για ένα πιο οργανωμένο πραξικόπημα, στέλνοντας τους αλεξιπτωτιστές να βομβαρδίσουν ανυπάκουους στρατώνες. Όμως και η εργατική τάξη περίμενε πιο οργανωμένα ένα τέτοιο πραξικόπημα. Βγήκε με απεργίες, έστησε οδοφράγματα περιμένοντας επίθεση, και περικύκλωσε τα στρατόπεδα που βρίσκονταν κοντά σε μεγάλους εργατικούς χώρους. Οι στρατηγοί του Σπίνολα άρχισαν να το παίζουν ανήξεροι. Ο ίδιος ο Σπίνολα θα φύγει για τη Βραζιλία, όπου είχε ήδη βρει καταφύγιο ο Καετάνο.
Το φρένο στην πορτογαλική επανάσταση δεν μπήκε τελικά από καμιά επίθεση του στρατού, ούτε από πραξικόπημα. Μπήκε γιατί οι πολιτικές δυνάμεις τις οποίες είχε στη διάθεσή της η εργατική τάξη δεν είχαν στρατηγική που να ξεπερνούσε τα όρια των “δημοκρατικών κατακτήσεων”. Το Κομμουνιστικό Κόμμα καλούσε σε αυτοσυγκράτηση από την πρώτη μέρα. Οι ελπίδες της πρωτοπορίας, στράφηκαν στην αριστερή πτέρυγα του MFA, με ηγέτη τον Οτέλο ντε Καρβάλιο, οι οποίοι είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί στη διάρκεια της Επανάστασης και είχαν παίξει κρίσιμο ρόλο στο μπλοκάρισμα του πραξικοπήματος του Μάρτη.
Όμως μια συνωμοτική οργάνωση με ανύπαρκτη γείωση στους εργατικούς αγώνες δεν μπορούσε να καλύψει το κενό. Όταν η μάχη μετασχηματίστηκε σε μια εσωτερική αντιπαράθεση ανάμεσα στην αριστερή και τη δεξιά πτέρυγα του MFA, η εργατική τάξη μόνο ως θεατής μπορούσε να παρακολουθεί. Η ανάγκη για μια επαναστατική οργάνωση που θα γενίκευε τις εμπειρίες 18 μηνών καταλήψεων και αυτοδιαχείρισης που είχαν αναδείξει οι μεγάλοι εργατικοί χώροι έμεινε ο ανεκπλήρωτος κρίκος της πορτογαλικής επανάστασης.