Πολιτισμός
Documenta 14: Τα πραγματικά όρια μιας έκθεσης

Η Documenta 14, η σημαντική (δυτικο) γερμανική έκθεση σύγχρονης τέχνης έχει ήδη ανοίξει την αυλαία της σε πάνω από 40 χώρους στην Αθήνα, που για πρώτη φορά στην ιστορία της διοργάνωσης μοιράζεται τον χώρο φιλοξενίας μαζί με την πατρίδα της, το Κάσσελ. Πρόκειται για ένα τεράστιο καλλιτεχνικό εγχείρημα που περιλαμβάνει τις δουλειές πολλών και διαφορετικών εικαστικών, διαδραστικών, προβολών, θεατρικών, δρώμενων, διαλέξεων. Παρολ’ αυτά, μέχρι στιγμής τη δημόσια συζήτηση μονοπώλησε μια διαμάχη, όχι για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο του προγράμματος, αλλά για το ιδεολογικό και πολιτικό μήνυμα αυτής της ιδιαίτερης Ελληνο-γερμανικής συνεργασίας. 

Φανατικότεροι πολέμιοι του εγχειρήματος αναδεικνύονται τόσο ο αστικός τύπος που μίλησε για «Ζόμπι της Αριστεράς», «περιθωριακά σοσιαλιστικά απομεινάρια», «αριστερό ανορθολογικό λυρισμό», όσο και κομμάτια της αριστεράς, που δεν βλέπουν παρά «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό», «Γερμανοφασιστική επέλαση», «αντικομμουνιστική προπαγάνδα», συχνά χωρίς να έχουν δει τίποτα συγκεκριμένο από τα εκθέματα.

Από τη μεριά μας, αφετηρία για την ερμηνεία της τέχνης δεν είναι μια θεολογική – τελεολογική ερμηνεία, αλλά η Μαρξιστική θεωρία και η διάκριση βάσης (οικονομικού συστηματος) – εποικοδομήματος (θεσμοί, ιδεολογία), που συνδέουν έναν καλλιτεχνικό θεσμό όπως η Documenta με το καπιταλιστικό σύστημα της εποχής του ιμπεριαλισμού και των μνημονίων. Σαν τέτοια, ναι, η τέχνη αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία, σε συνεργασία με υπουργεία και δημάρχους και χέρι-χέρι με την ιδιωτική πρωτοβουλία των γκαλερί και των χορηγών.

 Η σχέση αυτή όμως δεν είναι αυτόματη και μηχανική, περιέχει αντιφάσεις, αντιθέσεις και αντιστάσεις στις αστικές πολιτικές, οι οποίες μπορούν να εκφραστούν από τους δημιουργούς και τα έργα τέχνης. Αυτό έχει συμβεί ιστορικά  στον ρόλο της τέχνης και των καλλιτεχνών. Από την εποχή της φεουδαρχίας και της αναγέννησης, των αστικών επαναστάσεων και των κομμουνιστικών κινημάτων, η τέχνη «φωτίζει την εποχή της». 

 Η κυριαρχούμενη τάξη, η σύγχρονη εργατική τάξη δεν είναι «άγραφο χαρτί», έχει να δει κριτικά και να πάρει από αυτή τη διαδικασία. Οι καταγγελίες που μιλάνε για «πλύση εγκεφάλου», στην πραγματικότητα υπονοούν ότι ο κόσμος είναι αδαής, δεν καταλαβαίνει και «τρώει» ό,τι του σερβίρουν. 

Για παράδειγμα, η ιστορία με τους πίνακες του Χίτλερ στο ΕΜΣΤ, που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου σαν «Γερμανοφασιστική προπαγάνδα» είναι άδικη και παραπλανητική. Το έργο αποτελεί κομμάτι της θεματικής «Ο Χίτλερ και οι ομοφυλόφιλοι», με πορτρέτα του φύρερ, πάνω στα οποία αναγράφεται κι από ένα όνομα ομοφυλόφιλου θύματος του Γ' Ράιχ με την ημερομηνία δολοφονίας του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στους πίνακες αντιπαραβάλλονται καρέ της προπαγαδιστικής ταινίας της Λένι Ρίφενσταλ «Olympia» και της δικής της «εξύμνησης της ομορφιάς». Πρόκειται για αντι-ομοφοβικό έκθεμα και όχι για «αισθητικοποίηση της πολιτικής του τέταρτου ράιχ»!

Στον ίδιο χώρο μπορεί κανείς να δει ένα ντοκιμαντέρ του Αϊζενστάιν, να ακούσει τέσσερις ηχητικές εκδοχές της «Διεθνούς», να δει το ντοκιμαντέρ της Φαρούχ Φαρουχζάντ για την αποικία λεπρών της Κασπίας (πρώτο έργο του Ιρανικού «νέου κύματος»), καθώς και μάσκες από τους αυτόχθονες του Καναδά. Όλα αυτά μεσα στις πρώτες μέρες που φιλοξενούσαν δρώμενα με θέμα την Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον πρωτοποριακό σκηνοθέτη-κριτικό Γιόνας Μέκας και μια εκδήλωση στο Κάσελ με θέμα τη δίκη της Χρυσής Αυγής, με παρουσία της Μάγδας Φύσσα και της πολιτικής αγωγής.  

Αυτό δεν είναι πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, ωστόσο δεν σημαίνει ότι η Documenta αποτελεί επαναστατικό μέσον αλλαγής της κοινωνίας. Ανατρέχοντας στα ίδια τα κείμενά της, η έκθεση φιλοδοξεί να απαντήσει στα αποτελέσματα της κρίσης και της ανισότητας, της αποικιακής σχέσης Ευρωπαϊκού Βορρά – Νότου, του ελλείμματος δημοκρατίας μέσα από την ατομική πολιτιστική «απο-αποικιοποίηση», με την ανάδειξη υποκειμένων μέσα στους καταπιεσμένους (queer, βιομηχανία πορνό, πρόσφυγες), με διαδικασίες όπως η «βουλή των σωμάτων» και με ιδεολογικό οπλοστάσιο από την παράδοση του μετα-στρουκτουραλισμού από τον Μισέλ Φουκό ως τον Τόνι Νέγκρι. Καθόλου παράξενο, μια και πολιτικά αποτελεί παιδί του ρεύματος της αυτονομίας που κυριάρχησε στην αριστερά της πρώην Δυτικής Γερμανίας και στους ιδρυτές της έκθεσης, Άρνολντ Μποντ και Γιόζεφ Μπόις. 

Όμως η βαρβαρότητα του συστήματος της κρίσης, των πολέμων και της προσφυγιάς δεν θα αλλάξει «μέσα μας», ούτε στο επίπεδο των ιδεών. Θα ανατραπεί με την εξέγερσή μας στην πραγματική ζωή, στους εργατικούς χώρους και την κοινωνία. Μια διοργάνωση που εξαπατά τους υπαλλήλους της με μισθούς πείνας και γραφεία ενοικιάσεως προσωπικού, που χρεώνει 8 ευρώ είσοδο στους μη δημόσιους χώρους και που στηρίζεται στους χορηγούς, από την Φολκσβάγκεν μέχρι την Aegean δεν είναι μέρος της λύσης αλλά του προβλήματος. Αυτές είναι οι πραγματικές αμαρτίες της Documenta, και όχι οι γενικόλογες αναφορές της στους κάθε είδους καταπιεσμένους, στις εκδιδόμενες γυναίκες, τους ΛΟΑΤΚΙ+ και τους αντάρτες της Ροτζάβα. Από αυτή την άποψη, κριτικές που εκφράστηκαν για προσβολή των εκθεσιακών χώρων από την παρουσία αυτών των ανθρώπων είναι εθνικιστικές, ομο-τρανσφοβικές και λανθασμένες, όπως επίσης και οι αφορισμοί ότι η Documenta γίνεται για να αποπροσανατολίσει τον κόσμο ή ότι αφορά ένα περιορισμένο ελίτ κοινό, που ξαναφέρνει το αξίωμα ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει τίποτα.


Καταγγελία εργαζόμενων

“Μία απαραίτητη δημοσιοποίηση της εργασιακής παράνοιας πίσω από το μανδύα της τέχνης, από εργαζόμενους/ες της Documenta”, είναι ο τίτλος της ανακοίνωσης που εξέδωσαν οι 200 εργαζόμενοι    στους δεκάδες χώρους που χρησιμοποιεί η Documenta στις δράσεις της στην Αθήνα.
 
“Φέτος η Documenta φεύγει για πρώτη φορά από το Κάσσελ και μετακομίζει για τρεις μήνες στην Αθήνα, για να μάθει, σύμφωνα με τον τίτλο της, από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα. Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν, δε χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μάθει, αλλά και να μιμηθεί στο έπακρο τους χειρότερους εγχώριους εργοδότες”.
 
“Είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που εργαζόμαστε στη Documenta (…) ως υπεύθυνοι για την επιτήρηση του χώρου αλλά και για τη βοήθεια του κοινού. Δυστυχώς η εμπειρία μας ξεκίνησε με κάποια γεγονότα που θεωρούμε απαραίτητο να δημοσιοποιήσουμε.
Πρώτον. Όταν δώσαμε τη συνέντευξη για να προσληφθούμε, μας είπαν ο μισθός θα είναι 9 ευρώ μεικτά την ώρα. Όταν όμως, δυο εβδομάδες μετά, μας επέλεξαν για να εργαστούμε, μας είπαν ότι η σύμβαση που θα υπογράφαμε θα είναι 5,62 μεικτά. (...) Μετά από πιέσεις από πλευράς εργαζόμενων που αρνήθηκαν να υπογράψουν σε κάτι που δε συμφώνησαν ποτέ, σε συνάντηση που έγινε με τη διοίκηση της Documenta και με την εταιρεία ενοικίασης εργαζομένων Man Power, ειπώθηκε ότι τα 9 ευρώ αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της συνάντησης ως το συνολικό κόστος της εταιρείας ανά εργαζόμενο και όχι ως η αμοιβή του. Η απάντηση τους ήταν: «Έγινε κάποιο misunderstanding»…
 
Συμβάσεις
 
Δεύτερον. Οι συμβάσεις μας αντί να συναφθούν απευθείας με την διοργάνωση της Documenta, καταρτίστηκαν – χωρίς τη συναίνεσή μας και απροειδοποίητα – με την εταιρεία μεσάζοντα, εργολάβο Man Power! Έτσι, η διοργάνωση της Documenta αποποιείται κάθε ευθύνης, αφού ως εργοδότης φέρεται ο εργολάβος. Οι δικοί μας μισθοί μειώθηκαν, προφανώς για να καλυφθεί το κόστος του μεσάζοντα… 
 
Τρίτον. Η σύμβαση που καλούμαστε να υπογράψουμε γράφει λιγότερες ημέρες και ώρες από αυτές που έχουμε συμφωνήσει. Όταν ρωτήσαμε η Man Power απάντησε: «Με τον καιρό μπορεί η Documenta να μην σας χρειάζεται τόσες πολλές μέρες, οπότε έτσι καλύπτεται με μία σύμβαση». Δηλαδή, εμείς θα πρέπει να δεσμεύσουμε τη ζωή μας και να απορρίψουμε άλλες τυχόν επιλογές για τους μήνες για τους οποίους διαρκεί η έκθεση, αλλά η Documenta μπορεί, ανάλογα με τις διαθέσεις της, να μας μειώσει τις ώρες εργασίας, ή ακόμα και να μας πετάξει ανά πάσα στιγμή στον δρόμο χωρίς καμιά εγγύηση ή αποζημίωση.
Αυτό που συνειδητοποιούμε ως εργαζόμενοι/ες στη Documenta είναι ότι ένα από τα μαθήματα που πήρε από την Ελλάδα είναι πως η κρίση και η οικονομική ανέχεια δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την περαιτέρω εκμετάλλευση των εργαζομένων και την ελαστικοποίηση της εργασίας. Η Documenta του μπάτζετ των 70 εκατομμυρίων, είναι χοντρές business.
 
Ευτυχώς, η απάντηση που συνάντησε η διοίκηση της μέγα-έκθεσης από ένα μεγάλο μέρος των εν λόγω εργαζομένων, ήταν η άρνηση να υπογράψουμε τη σύμβαση μέχρι να μας ξεκαθαριστούν γραπτώς οι ακριβείς όροι εργασίας μας.
Καταγγέλουμε τον τρόπο με τον οποίο η διοργάνωση εκμεταλλεύεται την ανεργία στην Ελλάδα προκειμένου να ρίξει το μισθό προς όφελος των κερδών της. 
 
Ας μάθει λοιπόν η Documenta και κάτι άλλο από την Αθήνα! Ότι ο συλλογικός αγώνας των εργαζομένων είναι πιο ισχυρός από οποιονδήποτε μέγα-θεσμό. Γιατί αυτοί μας έχουν περισσότερη ανάγκη απ’ ότι εμείς αυτούς”.

Η Documenta αξίζει την προσοχή μας, όχι γιατί μπορεί η ίδια ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά γιατί περιέχει έναν πλούτο συλλογικής γνώσης και εμπειρίας, που θέλουμε και διεκδικούμε να κατακτήσουμε στην προσπάθεια να τον αλλάξουμε.