Το Μάη του 1937 η επανάσταση στην ισπανική επικράτεια έμπαινε στην πιο κρίσιμη φάση. Τον Φλεβάρη του 1936 το Λαϊκό Μέτωπο, μια συμμαχία ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΚΚ και μικρότερα κόμματα της αριστεράς, κέρδιζε τις εκλογές. Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλη του '36, στρατεύματα υπό την ηγεσία του στρατηγού Φράνκο, ξεκινούσαν να ανατρέψουν πραξικοπηματικά την κυβέρνηση. Πίσω από τον Φράνκο συσπειρώθηκε η δεξιά, η εκκλησία και η φασιστική “Φάλαγγα”.
Αμέσως σήμανε συναγερμός για τους εργάτες και τους αγρότες της Ισπανίας. Σε πολλές πόλεις οι εργατικές οργανώσεις κινητοποιήθηκαν, εξοπλίστηκαν με όποιο τρόπο μπορούσαν, κέρδισαν φαντάρους με το μέρος τους, πήραν θέσεις μάχης. Το ίδιο και στην ύπαιθρο. Εκατομμύρια εργάτες γης και κολήγοι πήραν τα όπλα κι έδιωξαν χωροφυλακή και γαιοκτήμονες. Αλλά δεν σταματούσαν εκεί. Οι εργάτες και οι αγρότες την ίδια στιγμή που πολεμούσαν τα στρατεύματα του Φράνκο, άλλαζαν την ίδια την οργάνωση της κοινωνίας. Η άμυνα των από τα κάτω απέναντι στο πραξικόπημα του Φράνκο σήμανε την αρχή της ισπανικής επανάστασης.
Στην πρωτοπορία του κινήματος ήταν η Βαρκελώνη. Ο Τζώρτζ Όργουελ, ήταν ανάμεσα στους χιλιάδες αντιφασίστες, που έτρεξαν να πολεμήσουν στην ιβηρική χερσόνησο. Η περιγραφή του από τη Βαρκελώνη είναι χαρακτηριστική: “Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα σε μια πόλη όπου τα ηνία κρατούσε η εργατική τάξη. Ουσιαστικά κάθε σημαντικό κτίριο οποιουδήποτε μεγέθους είχε καταληφθεί από τους εργάτες και ήταν ντυμένο στις κόκκινες σημαίες ή στις μαυροκόκκινες των αναρχικών… Κάθε μαγαζί και καφενείο είχε μια επιγραφή που δήλωνε ότι είχε κοινωνικοποιηθεί... ακόμα και οι λούστροι στο δρόμο είχαν κάνει την κολεκτιβοποίηση και τα κασελάκια τους ήταν μαυροκόκκινα”. Η επιρροή των επαναστατικών οργανώσεων, της αναρχοσυνδικαλιστικής CNT και του μαρξιστικού POUM, ήταν μαζική.
Συμμαχία
Ο Φράνκο και οι στρατηγοί του, είχαν την απεριόριστη υλική υποστήριξη του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Από την άλλη μεριά, η ΕΣΣΔ έστειλε όπλα στην Ισπανία. Η Κομιντέρν οργάνωσε την αποστολή χιλιάδων αντιφασιστών για να πολεμήσουν. Όμως, για τον Στάλιν η βοήθεια στην Ισπανική Δημοκρατία ήταν κομμάτι της προσπάθειάς του να συγκροτήσει μια συμμαχία με τη Γαλλία και την Αγγλία. Η προσπάθεια προσεταιρισμού των “δημοκρατικών” ιμπεριαλιστικών χωρών, είχε ολέθριες επιπτώσεις στην ίδια την ισπανική επανάσταση. Ο Στάλιν και το πιστό στη γραμμή του, Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας (PCE), δεν ήθελαν επαναστατικά πειράματα που θα τρόμαζαν τους συμμάχους. Υποστήριζαν ότι ήταν αναγκαίο να υπάρξει αυστηρός περιορισμός των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που έφερνε η επαναστατική κίνηση των εργατών και των αγροτών, ώστε να μην “τρομάξουν” η ντόπια δημοκρατική αστική τάξη και οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας, από τις οποίες περίμεναν να εξασφαλίσουν βοήθεια. Στην πραγματικότητα, η ελπίδα ότι οι ιμπεριαλιστές της Βρετανίας και της Γαλλίας θα πείθονταν να στείλουν βοήθεια αποδείχτηκε αβάσιμη.
Η γραμμή αυτή όμως σήμαινε ότι το PCE και η επίσημη Δημοκρατική κυβέρνηση έκαναν τα πάντα για να διαλύσουν όλα τα έμβρυα επαναστατικής εξουσίας που είχαν χτίσει οι εργάτες και οι αγρότες μετά τον Ιούλη του 1936. Τα εργοστάσια έπρεπε να επιστρέψουν στους παλιούς ιδιοκτήτες. Στην ύπαιθρο έπρεπε να διαλυθούν οι συνεταιρισμοί κι οι κολεκτίβες.
Το Μάη του '37 αυτή η προσπάθεια έφτασε στο αποκορύφωμά της μέσα στην ίδια τη Βαρκελώνη με την απόπειρα ελέγχου του τηλεφωνικού κέντρου από την αστυνομία. Η τηλεφωνική εταιρία ήταν ένα σύμβολο εργατικού ελέγχου. Τον Ιούλη του 1936, τα μέλη της CNT το είχαν καταλάβει διώχνοντας τους φασίστες που το είχαν στον έλεγχό τους αρχικά. Από τότε, το κτίριο της τηλεφωνίας, είχε παραμείνει κατειλημμένο και υπό τη διαχείριση μιας κοινής επιτροπής της CNT και της UGT, της σοσιαλιστικής Ένωσης Εργατών.
Στις 3 Μάη τρία φορτηγά γεμάτα άντρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, των Ασάλτος, υπό τις διαταγές του Ροντρίκεθ Σάλας, διοικητή της αστυνομίας και μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Καταλωνίας (PSUC), προσπάθησαν να καταλάβουν το κτίριο. Οι αναρχικοί τηλεφωνητές αρνήθηκαν να το παραδώσουν και ξέσπασε μια άγρια ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στη φρουρά του κτιρίου και τους Ασάλτος. Μόλις άκουσαν τα νέα, οι εργάτες της Βαρκελώνης εξεγέρθηκαν άμεσα. H γενική απεργία παρέλυσε την πόλη. Από την αυγή της 4ης Μάη υψώθηκαν παντού οδοφράγματα. Μέσα σε λίγες ώρες το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης είχε βρεθεί στα χέρια των επαναστατών εργατών. Οι ένοπλοι εργάτες, στην πλειοψηφία τους μέλη της CNT και του POUM, είχαν επικρατήσει σχεδόν στο σύνολο της πόλης.
Ο ρόλος όμως των ηγεσιών της επαναστατικής αριστεράς αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων. Παρότι η αντίσταση στη Βαρκελώνη οργανώθηκε από τις Επιτροπές Άμυνας της CNT που είχαν μεγάλη δύναμη στις εργατογειτονιές της πόλης, η ηγεσία της “συνέστησε ψυχραιμία”. Οι δύο αναρχικοί υπουργοί Γκαρθία Ολιβέρ και Φεντερίκα Μοντσένι βγήκαν στο ραδιόφωνο χαρακτηρίζοντας την εξέγερση ως “κύμα παραλογισμού” και προσθέτοντας ότι “η κυβέρνηση θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα”. Την επόμενη, στις 5 Μάη, κι ενώ οι εργάτες βρίσκονταν ακόμη στα οδοφράγματα, το ραδιόφωνο μετέδωσε τη συμφωνία που είχε υπογράψει η ηγεσία της CNT με την κυβέρνηση και η οποία μίλαγε για “κατάπαυση του πυρός και στρατιωτικό status quo, ταυτόχρονη απόσυρση της αστυνομίας και των ένοπλων πολιτών”. Δυο μέρες μετά, η εφημερίδα της CNT κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο “Η CNT και η UGT επαναλαμβάνουν την εντολή της επιστροφής στην εργασία”.
Αντίσταση
Το POUM, που οι μαχητές του ενώθηκαν με τους αναρχικούς στα οδοφράγματα, πίστευε ότι η εξέγερση στη Βαρκελώνη έπρεπε να υπερασπίσει τις κατακτήσεις της επανάστασης. Αλλά οι ηγεσίες της CNT και της αναρχικής ομοσπονδίας FAI συνέχισαν να αρνούνται την πρόταση του POUM να πάρουν τον πλήρη έλεγχο της πόλης, φοβούμενες ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα επιδείνωνε την κατάσταση περισσότερο. Παρά την αρχική μαχητική του στάση και η ηγεσία του POUM ακολούθησε την υποχώρηση της CNT, ζητώντας από τα μέλη του την τέταρτη μέρα να εγκαταλείψουν τα οδοφράγματα. Τα καλέσματα των αναρχικών υπουργών για κατάπαυση του πυρός, οδήγησαν στη διάλυση των οδοφραγμάτων.
Υπήρξαν φωνές από τα αριστερά που αντιστάθηκαν στο συμβιβασμό. Η ομάδα “Φίλοι του Ντουρούτι”, κομμάτι της CNT που διαγράφηκε στην πορεία, από τις πιο μαχητικές τις μέρες του Μάη, έκανε κάλεσμα για δημιουργία Επαναστατικών Επιτροπών βασισμένων στη CNT, στη FAI και στο POUM, οι οποίες θα έπρεπε να “πάρουν την εξουσία”. “Αφοπλίστε όλες τις αστικές δυνάμεις. Κοινωνικοποίηση της οικονομίας. Διάλυση των πολιτικών κομμάτων που είναι αντίπαλοι της εργατικής τάξης. Δεν θα παραδώσουμε τους δρόμους. Η επανάσταση πάνω απ’ όλα. Χαιρετίζουμε τους συντρόφους μας του POUM που συναδελφώθηκαν μαζί μας στους δρόμους. Για την Κοινωνική Επανάσταση. Κάτω η Αντεπανάσταση” έλεγε η προκήρυξή τους στις 5 Μάη.
Το ίδιο και η μικρή τροτσκιστική οργάνωση των Μπολσεβίκων Λενινιστών καλούσε “Κανένας συμβιβασμός... Τη στρατιωτική νίκη μπορεί να την εξασφαλίσει μόνο η προλεταριακή εξουσία. Πλήρης εξοπλισμός της εργατικής τάξης. Ζήτω η ενότητα CNT-FAI και του POUM. Ζήτω η ενότητα του Επαναστατικού Ενιαίου Μετώπου. Επιτροπές επαναστατικής άμυνας σε επιχειρήσεις, εργοστάσια, στρατώνες”. Τα καλέσματα αυτά κατόρθωσαν να ξαναφέρουν αρκετούς εργάτες στα οδοφράγματα την Πέμπτη και τη νύχτα της Παρασκευής, αλλά οι ομάδες αυτές ήταν μικρές και όχι αρκετά ριζωμένες μέσα στις μάζες, ώστε να ηγηθούν και να φτάσουν τη μάχη μέχρι το τέλος.
Το τέλος των μαχών ακολούθησε η κλιμάκωση της καταστολής ενάντια στην επαναστατική αριστερά και την αρχή του τέλους για την Επανάσταση στην Ισπανία. 5000 βαριά οπλισμένοι Ασάλτος από τη Βαλένθια, εισέβαλαν το βράδυ της Παρασκευής στη Βαρκελώνη. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να καταλάβουν τα τυπογραφεία και να συλλάβουν την ηγεσία των Φίλων του Ντουρούτι. Ακολούθησαν περιπολίες στους δρόμους, μαζικές συλλήψεις, τρομοκρατία στους εργάτες. Τέλος του Μάη το POUM κηρύχθηκε παράνομο και λίγο αργότερα συνελήφθη όλη η ηγεσία του. Ο ηγέτης του Αντρές Νιν, απήχθη και δολοφονήθηκε. Στα τέλη του Ιούνη, στήθηκαν Ειδικά Δικαστήρια με την κατηγορία “φασιστικής – τροτσκιστικής συνωμοσίας”. Πάνω από 4.000 αντιφασίστες κλείστηκαν στη φυλακή. Τα αφεντικά και οι γαιοκτήμονες άρχισαν να επιστρέφουν στη θέση τους και στις παλιές τους ιδιοκτησίες.
Η αντεπανάσταση στη Βαρκελώνη αποδείχτηκε ολέθρια και στην ίδια την έκβαση του πολέμου ενάντια στον Φράνκο. Η δύναμή της της Ισπανικής Επανάστασης, έλεγε ο Τρότσκι από τον Ιούλη του '36, “έγκειται στην ικανότητά της να ξεσηκώσει στη δράση τις μεγάλες μάζες. Μπορεί ακόμα και να στερήσει τους αντιδραστικούς αξιωματικούς από το στρατό τους. Για να το κατορθώσει, το μόνο που χρειάζεται είναι να εφαρμόσει θαρρετά και με σοβαρό τρόπο το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Είναι αναγκαίο να διακηρυχτεί ότι από δω και πέρα, όλη η γη, τα εργοστάσια, τα καταστήματα, περνάνε από τα χέρια των καπιταλιστών στα χέρια του λαού. Είναι αναγκαίο να προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή αυτού του προγράμματος στις επαρχίες όπου την εξουσία την κατέχουν οι εργάτες. Ο φασιστικός στρατός δεν θα μπορούσε να αντισταθεί ούτε επί ένα εικοσιτετράωρο στην επιρροή αυτού του προγράμματος: οι στρατιώτες του θα δένανε χειροπόδαρα τους αξιωματικούς και θα τους παρέδιδαν στο πιο κοντινό αρχηγείο της εργατικής πολιτοφυλακής”.
Αποκομμένος από την επαναστατική δράση των μαζών, ο δημοκρατικός στρατός αποδείχθηκε ευάλωτος στις φασιστικές επιθέσεις. Το χτύπημα της επανάστασης από το σταλινισμό άνοιξε το δρόμο στην νίκη των στρατευμάτων του Φράνκο και την επιβολή μια στυγνής δικτατορίας για τα επόμενα σαράντα χρόνια.