Είναι δύσκολο να καθορίσει κανείς πόσο σοβαρή είναι η κόντρα για τον πόλεμο στο Ιράκ ανάμεσα στον Μπους και τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσσο. Ο νόμος που πέρασε κι από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και από την Γερουσία την περασμένη βδομάδα είναι σίγουρα μια μεγάλη αμφισβήτηση στο κύρος του προέδρου να συνεχίζει τη διεξαγωγή του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία.»
Ακόμα και η Γερουσία, όπου η πλειοψηφία των Δημοκρατικών κρέμεται σε μια κλωστή, ενέκρινε τη χρηματοδότηση του πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν –με περίπου 95 δις δολάρια- με την προϋπόθεση ότι τα αμερικάνικα στρατεύματα θα έχουν αποσυρθείν από το Ιράκ από την 1 Οκτώβρη. Η απόσυρση, σύμφωνα με την απόφαση της Γερουσίας, μπορεί να ξεκινήσει και νωρίτερα αν το καθεστώς-μαριονέτα του Ιράκ δεν εκπληρώσει κάποιους όρους που τίθονται από το Κονγκρέσσο.
Ο Λευκός Οίκος αποκήρυξε αυτό που ονόμασε «ηττοπαθή νομοθεσία η οποία ορίζει την ημερομηνία της συνθηκολόγησης». Ο Μπους έχει κάνει σαφές ότι θα ασκήσει βέτο. Για να αρθεί ένα τέτοιο βέτο, απαιτούνται πλειοψηφίες των 2/3 σε Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων, πλειοψηφίες που δεν διαθέτουν οι Δημοκρατικοί.
Αυτή η σύγκρουση είναι ακόμα ένα στάδιο στην πιο μακρόχρονη πολιτική διαμάχη ανάμεσα στον Μπους και τους Δημοκρατικούς. Αλλά αυτό που κρίνεται δεν είναι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ή η βελτίωση της κατάστασης για τον δυστυχισμένο λαό του Ιράκ. Το πραγματικό ζήτημα για τους πολιτικούς είναι ποιος θα κερδίσει τον Λευκό Οίκο στις προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη 2008.
Με τους Ρεπουμπλικάνους αποδιοργανωμένους, οι Δημοκρατικοί πιστεύουν ότι έχουν μια πραγματική ευκαιρία να κερδίσουν αυτές τις εκλογές. Γνωρίζουν επίσης, ότι θα παίρνουν την κοινή γνώμη με τη μεριά τους όσο κρατάνε μια αντιπολεμική στάση. Σε μια δημοσκόπηση των New York Times/CBS την περασμένη βδομάδα, το 64% των ερωτηθέντων –έναντι του 32%- υποστήριξε τον ορισμό ενός «χρονοδιαγράμματος» αποχώρησης των ΗΠΑ από το Ιράκ μέσα στο 2008.
Αυτός είναι κι ο λόγος που οι οχτώ διεκδικητές του χρίσματος των Δημοκρατικών, στο πρώτο ντημπέητ τους την περασμένη βδομάδα, στο Ορανμπεργκ της Νότιας Καρολίνας, εμφανίστηκαν ενωμένοι στην απόρριψη του πολέμου και στη στήριξη στο Κογκρέσσο. Ακόμα κι η Χίλαρι Κλίντον, που είχε τηρήσει μια έντονα πολεμοκάπηλη στάση, είπε ότι: «αν τότε γνώριζα όσα γνωρίζω τώρα δεν θα ψήφιζα υπέρ» της εισβολής στο Ιράκ.
Ομως, αυτή η επιφανειακή ενότητα κρύβει πολλές διαφορές. Ο Χάρυ Ρέηντ, ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Γερουσία, προκάλεσε την οργή του Λευκού Οίκου όταν μερικές βδομάδες πριν είπε ότι ο πόλεμος στο Ιράκ έχει χαθεί. Αντιμετώπισε περιφρονητικά τις καταγγελίες του αντιπροέδρου Ντικ Τσένι, λέγοντας: «δεν πρόκειται να εμπλακώ σε λεκτικές αντιπαραθέσεις με κάποιον που η δημοτικότητά του είναι στο 9%».
Η στάση του Ρέηντ δείχνει και την απελπισία στο εσωτερικό της αμερικάνικης άρχουσας τάξης για το φιάσκο του Ιράκ και το πόσο έχει μειωθεί η δυνατότητα των Ρεπουμπλικάνων να τρομοκρατούν τους αντιπάλους τους.
Ομως, αυτά δεν αλλάζουν το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί παραμένουν το δεύτερο κόμμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Για να διατηρήσουν την υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων, πρέπει να αποδείξουν την ικανότητά τους να υπερασπίζουν τα συμφέροντα του αμερικάνικου καπιταλισμού, κάτι που σημαίνει την διατήρηση της παγκόσμιας ισχύος της Αμερικής.
Η Χίλαρι Κλίντον, για παράδειγμα, δεν ζητάει την πλήρη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Ιράκ. Αντίθετα, όπως εξήγησε σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στους New York Times, είναι υπέρ της διατήρησης μιας μικρότερης στρατιωτικής δύναμης σε βάσεις έξω από τις μεγάλες πόλεις. Αυτό θα επέτρεπε στο Πεντάγωνο να διατηρήσει την επιρροή και την παρουσία του σε μια περιοχή μεγάλης οικονομικής και στρατηγικής σημασίας, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στο Ιράκ.
Οι πραγματικές διαιρέσεις στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών έγιναν σαφείς στο ντημπέητ της προηγούμενης βδομάδας. Μόνο τρεις, οι πιο αδύνατοι, υποψήφιοι ο γερουσιαστής Κρίστοφερ Ντοντ, ο βουλευτής Ντένις Κούτσινιτς κι ο πρώην γερουσιαστής Μάικ Γκρέηβελ δήλωσαν ότι είναι υπέρ της πλήρους διακοπής της χρηματοδότησης του πολέμου.
Ο Μπάρακ Ομπάμα είναι ο νεαρός μαύρος Γερουσιαστής από το Ιλινόι που έχει αναδειχτεί ως η κυριότερη απειλή για τη Χίλαρι Κλίντον στη κούρσα για την προεδρική υποψηφιότητα. Διαθέτει το μεγάλο πλεονέκτημα, στις σημερινές συνθήκες, ότι είχε αντιταχθεί στην εισβολή στο Ιράκ το 2002-3.
Ομως, ο Ομπάμα δεν είναι κανένας ριζοσπάστης. Την περασμένη βδομάδα οι Financial Crimes ανέφεραν ότι παίρνει μεγάλα ποσά για την καμπάνιά του από τα hedge funds τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που τα έχουν καταφέρει τόσο καλά τα προηγούμενα χρόνια στη διάρκεια του «μπουμ» των χρηματο-οικονομικών αγορών της Αμερικής.
Ο Κούτσινιτς κι ο Γκρέηβελ τον προκάλεσαν να αποκλείσει κάθε προοπτική πολέμου στο ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. «Πες μου, Μπάρακ, ποιον θες να χτυπήσεις με πυρηνικά;» τον ρώτησε ο Γκρέηβελ. Ο Ομπάμα γέλασε και απέφυγε να απαντήσει. Ομως, η ερώτηση ήταν καλή. Οι Δημοκρατικοί θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να εξασφαλίσουν ότι η Αμερικάνικη Αυτοκρατορία θα βρίσκεται σε καλά χέρια.