Το κλίμα που επικρατεί στις άρχουσες τάξεις της Ευρώπης έκανε μερικά βήματα βελτίωσης. Ελπίζουν ότι η νίκη του Νικολά Σαρκοζί στις γαλλικές προεδρικές εκλογές σηματοδοτεί μια συνολικότερη στροφή προς τα δεξιά στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σύντομα, ο κυρίαρχος πολιτικός άξονας της ΕΕ θα φέρει τη μια δίπλα στην άλλη τη Γερμανία με την Ανγκελα Μέρκελ, την Γαλλία με τον Σαρκοζί και την Βρετανία με τον Γκόρντον Μπράουν –όλοι τους στενά δεμένοι με τις ΗΠΑ και ένθερμοι υποστηρικτές των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών.
Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί σχεδιάζουν την αναβίωση του Ευρωσυντάγματος το οποίο απορρίφθηκε στα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία πριν δυο χρόνια. Ελπίζουν ότι θα περάσουν μια πιο «νερωμένη» εκδοχή του χωρίς να χρειαστεί να το θέσουν πουθενά υπό την έγκριση της λαϊκής ψήφου.
Στο μυαλό των αρχουσών τάξεων φαίνεται να έχει εξαφανιστεί το εφιαλτικό σενάριο που είχαν ζωντανέψει τα δημοψηφίσματα –μια Ευρώπη διαιρεμένη ανάμεσα στις ελίτ που προσπαθούν να εφαρμόσουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές και πληθυσμούς που εξεγείρονται εναντίον τους.
Ομως, τέτοιες προσδοκίες είναι υπερβολικές. Είναι αλήθεια ότι η δεξιά της ελεύθερης αγοράς βρίσκεται καλά εδραιωμένη στο επίπεδο της «επίσημης» πολιτικής. Ομως, στην ηπειρωτική Ευρώπη η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της κοινωνίας που ξεκίνησε από την Μάργκαρετ Θάτσερ και συνεχίστηκε από τον Τόνι Μπλερ στην Βρετανία δεν έχει ακόμα περάσει.
Το 2005 οι ομοσπονδιακές εκλογές στην Γερμανία έφεραν στην επιφάνεια την έλλειψη λαϊκής υποστήριξης και για τα δυο μεγάλα κόμματα, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Χριστιανοδημοκράτες, τα οποία είναι εξίσου ταυτισμένα με τον νεοφιλελευθερισμό. Υποχρεώθηκαν να σχηματίσουν μια κυβέρνηση συνεργασίας η οποία βρίσκει μεγάλη δυσκολία ακόμα και να συννενοηθεί στο εσωτερικό της, πολύ περισσότερο να εφαρμόσει σημαντικές νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις».
Στην Ιταλία η άρχουσα τάξη έλπιζε ότι η κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι, η οποία εκλέχτηκε πριν ένα χρόνο περίπου, θα μπορούσε να προωθήσει πιο αποτελεσματικά την οικονομική αναδιάρθρωση από την άρρυθμη κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι. Ομως, η κυβέρνηση Πρόντι ταλαιπωρείται από την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της και τις εσωτερικές διαιρέσεις της.
Η τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις στην Γαλλία θα έχουν αποφασιστικές συνέπειες για το αν θα ξεπεραστεί αυτό το αδιέξοδο σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Οι απεργίες στο δημόσιο τομέα το 1995-1996 στην Γαλλία, ήταν η πρώτη μιας σειράς κοινωνικών εκρήξεων που προκάλεσαν οι απόπειρες να εφαρμοστούν νεοφιλελεύθερα μέτρα –με ξεχωριστές στιγμές τις απεργίες των εκπαιδευτικών ενάντια στην επίθεση στις συντάξεις τον Μάη-Ιούνη του 2003 και τη φοιτητική εξέγερση τον Μάρτη-Απρίλη 2006 ενάντια στο Νόμο για τη Σύμβαση Πρώτης Απασχόλησης που πετσόκοβε τα δικαιώματα των νέων εργαζόμενων.
Aντίσταση
Αν ο Σαρκοζί κατορθώσει να καταβάλει αυτή την αντίσταση και να εφαρμόσει το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων της ελεύθερης αγοράς, αυτή η νίκη θα έχει αντηχήσεις πολύ μακρύτερα από τα σύνορα της Γαλλίας. Αλλά ο Σαρκοζί δεν ξεκινάει έχοντας εξασφαλίσει μια ισχυρή λαϊκή βάση.
Στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών δυο βδομάδες πριν νίκησε με το 53.06% των ψήφων την υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος την Σεγκολέν Ρουαγιάλ η οποία πήρε το 46.94%. Η γενική εικόνα είναι η ίδια με όλων των εκλογών από το 1974 –μια χώρα οριακά διαιρεμένη ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά όπου μια σχετικά μικρή μετατόπιση της κοινής γνώμης μπορεί να ανατρέψει τις ισορροπίες και να δώσει τη νίκη στη μια ή στην άλλη πλευρά.
Αυτή τη φορά η υποτονικότητα της προεκλογικής εκστρατείας της Ρουαγιάλ και το χάος που επικράτησε στην ισχυρή ριζοσπαστική αριστερά της Γαλλίας ήταν αρκετά για να δώσει τη νίκη στον Σαρκοζί, που έκανε μια καλοζυγισμένη και αποτελεσματική προεκλογική εκστρατεία. Το γεγονός ότι ο κεντροδεξιός υποψήφιος Φρανσουά Μπαϊρού, που κατάφερε να παρουσιαστεί ως το «αουτσάϊντερ» του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, πήρε 18% των ψήφων στο πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, είναι η απόδειξη της δυσαρέσκειας πολλών ψηφοφόρων και με τους δυο βασικούς υποψήφιους.
Ομως, όπως επεσήμανε η δεξιά εφημερίδα Le Figaro:
«Παρά τις προσπάθειές του να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο, την οποία κολάκευε ιδιαίτερα στην διάρκεια της προεκλογικής κούρσας, ο Σαρκοζί δεν κατάφερε να κερδίσει νέο έδαφος πέρα από την κλασσική ταξική επιρροή του. Το κοινωνιολογικό προφίλ της ψήφου του ήταν ακόμα πιο περιορισμένο από αυτό του Ζακ Σιράκ το 1995 (όταν εκλέχτηκε πρώτη φορά πρόεδρος).
Αποσπώντας μόλις το 40% στις ηλικίες ανάμεσα σε 18 και 24, ο Σαρκοζί πήρε 15 μονάδες λιγότερες από ότι ο Σιράκ σε αυτή την ηλικιακή ομάδα...Αντίθετα...ενίσχυσε το προβάδισμά του στους γηραιότερους ψηφοφόρους που έφτασε το 64% στους ψηφοφόρους πάνω από 65 χρονών. Σημειωτέον ότι οι ψηφοφόροι πάνω από 50 ετών αποτέλεσαν το 52% των ψηφοφόρων του σε σύγκριση με το 37% της Ρουαγιάλ...
Ο Σαρκοζί επίσης έχασε έδαφος, σε σύγκριση με τον Σιράκ ανάμεσα στους υπάλληλους και στους χειρονάκτες εργάτες –η αριστερά κέρδισε το 57% και το 59% των ψήφων τους αντίστοιχα. Η Ρουαγιάλ κατόρθωσε να διατηρήσει την υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων τα οποία είχαν ψηφίσει μαζικά υπέρ της στις περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές του 2004.»
Γι’ αυτό το λόγο, η ιδέα, που είναι της μόδας ανάμεσα σε κάποιους κύκλους της αριστεράς, ότι ο Σαρκοζί, όπως η Θάτσερ πριν, έχει πετύχει να κερδίσει την υποστήριξη της εργατικής τάξης σε ένα πρόγραμμα «αυταρχικού λαϊκισμού» δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Παρά την αντιμεταναστευτική ρητορεία του, μόνο το 28% του γαλλικού λαού συμφωνεί ότι «υπάρχουν πάρα πολλοί μετανάστες στην Γαλλία» σε σύγκριση με ένα 50% το 1993 και ένα 31% το 1997.
Θητεία
Ο Σαρκοζί θα ξεκινήσει την προεδρική θητεία του σε μια κοινωνία όπου η αριστερά διαθέτει πολύ βαθιές ρίζες και όπου η εχθρότητα στον νεοφιλελευθερισμό είναι μαζικό φαινόμενο. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησε να προσαρμόσει τη προεκλογική του εκστρατεία ανάλογα, με επιθέσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γιατί κρατάει υψηλά τα επιτόκια και με καλέσματα για «προστασία» και «προτίμηση της κοινότητας» δηλαδή υπέρ των ευρωπαϊκών προϊόντων. Ο Σαρκοζί, όταν ήταν υπουργός Οικονομικών του Σιράκ είχε οργανώσει μια ‘επιχείρηση διάσωσης» -ύψους 3.2 δισεκατομμυρίων της χρεοκοπημένης γαλλικής επιχείρησης Αλστομ.
Πράγματι, ο αρθρογράφος της εφημερίδας Financial Times ο Μάρτιν Γουλφ προβλέπει ότι «ο Σαρκοζί προμηνύει διαμάχη στην Ευρώπη.» Φοβάται ότι ο Σαρκοζί είναι περισσότερο «ένας λαϊκιστής παρεμβατιστής» παρά ένας «οικονομικός φιλελελεύθερος». Υπό την ηγεσία του η Γαλλία το πιο πιθανό είναι να «βρεθεί διαιρεμένη εσωτερικά και αδιάλλακτη στην εξωτερική πολιτική της», μπλοκάροντας την παραπέρα ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Ο Γουλφ δεν είναι ο μοναδικός αντιπρόσωπος των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης που ανησυχεί ότι ο Σαρκοζί μπορεί να αποτελέσει μειονέκτημα. Λίγες μέρες μετά την εκλογή του οι Financial Times ανέφεραν «οι ευρωπαίοι υπουργοί οικονομικών...σε μια αποφασιστική παρέμβαση υπέρ της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, έκαναν μια συντονισμένη προειδοποίηση στο Νικολά Σαρκοζί να σταματήσει να κατηγορεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τα οικονομικά προβλήματα.»
Τα όρια της νίκης του Σαρκοζί και η αμφισημία της πολιτικής του δεν σημαίνουν ότι πρέπει να υποτιμάμε την σημασία της εκλογής του. Μετά τη διάλυση και της 12ετίας του Σιράκ, ο Σαρκοζί κατάφερε να συσπειρώσει τη γαλλική δεξιά υπό μια ισχυρή, αποφασισμένη ηγεσία.
Υιοθετώντας, ιδιαίτερα, ένα τμήμα της ρατσιστικής και αυταρχικής δημαγωγίας του φασίστα Λεπέν, μπόρεσε να ανασχέσει την αμφισβήτηση της επίσημης δεξιάς από το Εθνικό Μέτωπο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Φρανσουά Μιτεράν (1981-95) έχει χρησιμοποιήσει κυνικά τον Λεπέν για να διαιρέσει και να αδυνατίσει τη δεξιά.
Ομως, η δεξιά φρασεολογία του Σαρκοζί δεν είναι απλά λόγια του αέρα. Μπορούμε να περιμένουμε πιο έντονη έμφαση στα ζητήματα «νόμου και τάξης» και περισσότερη προθυμία να επιστρατεύσει την κρατική καταστολή ενάντια στα κοινωνικά κινήματα.
Εδώ ταιριάζει η σύγκριση του Σαρκοζί με την Θάτσερ. Εδωσε στους Συντηρητικούς μια ισχυρή ηγεσία, με αυτοπεποίθηση και χρησιμοποίησε χωρίς δισταγμό την κρατική μηχανή για να επιτεθεί και να νικήσει βασικά κομμάτια των εργατών –μεταλλεργάτες, ανθρακωρύχους, τυπογράφους, λιμενεργάτες- και με αυτό το τρόπο να θέσει τις πολιτικές βάσεις για το θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού.
Είναι πιθανό ότι ο Σαρκοζί θα μπορέσει να πετύχει κάτι αντίστοιχο στην Γαλλία. Κάτι τέτοιο θα έσπαγε την ευρωπαϊκή «ισοπαλία» υπέρ της δεξιάς. Ομως, η νίκη σε μια εκλογική μάχη δεν αρκεί για να επιφέρει μια τέτοια μετατόπιση στους συσχετισμούς ταξικής δύναμης. Στη Θάτσερ χρειάστηκε το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας των κυβερνήσεών της (1979-87) για να φέρει αυτές τις αλλαγές στην Βρετανία.
Και το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι τίποτα δεν ήταν αναπόφευκτο στην νίκη της Θάτσερ. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του Σαρκοζί. Είναι αντιμέτωπος με τα πιο μαχητικά κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη που έχουν διώξει κυβερνήσεις δεξιές κι «αριστερές». Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, η πραγματική δοκιμασία θα είναι το αν αυτά τα κινήματα μπορούν να βρουν την δύναμη της αντίστασης, και μια συνεπή και ισχυρή πολιτική ηγεσία για να νικήσουν τον Σαρκοζί. Πάρα πολλά κρίνονται από την έκβαση αυτής της δοκιμασίας όχι μόνο στην Γαλλία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.