Στις 23 Αυγούστου του 1927 πλήθη διαδηλωτών γέμισαν τις κεντρικές λεωφόρους των μεγάλων πόλεων στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο. Από το Λονδίνο μέχρι τη Σαγκάη και από το Βερολίνο μέχρι το Ταμπίκο του Μεξικού και το Γιοχάνεσμπεργκ της Ν. Αφρικής, κατευθύνθηκαν στις αμερικάνικες πρεσβείες και προξενεία, έκαψαν αμερικάνικες σημαίες, συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Λίγες ώρες πριν, μόλις 19 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο Νικολό Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι είχαν οδηγηθεί στην ηλεκτρική καρέκλα στις κεντρικές φυλακές της Βοστόνης.
Η υπόθεσή τους είναι μια από τις μεγαλύτερες σκευωρίες στην ιστορία της «δικαιοσύνης» στις ΗΠΑ. Είχαν καταδικαστεί -για ένοπλη ληστεία και ανθρωποκτονία- με ανύπαρκτα αποδεικτικά στοιχεία και το κατηγορητήριο είχε γίνει σκόνη στη διάρκεια της δίκης τους και μετά. Ο Σάκο κι ο Βαντσέτι δολοφονήθηκαν γιατί ήταν «ριζοσπάστες», αναρχικοί και μετανάστες.Το κίνημα αλληλεγγύης στους δυο αγωνιστές που απλώθηκε σε όλες τις ΗΠΑ και στον κόσμο ολόκληρο ήταν μια από τις πιο συγκινητικές σελίδες της ιστορίας του κινήματος της εργατικής τάξης.
Το πλαίσιο
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν διέφεραν από τα εκατομμύρια μετανάστες που έφταναν στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1908 έκαναν κι οι δυο το ταξίδι από την Ιταλία για να φτάσουν στη χώρα που υποσχόταν πολλά: ελευθερία, ανταμοιβή της σκληρής δουλειάς, τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνικής. Βρέθηκαν να δουλεύουν σε κτηνώδεις συνθήκες για πενταροδεκάρες, στη μια δουλειά του ποδαριού μετά την άλλη. Κατέληξαν στη Βοστόνη και στις πόλεις που την περιτριγύριζαν με τα εργοστάσια και τους μετανάστες εργάτες και εργάτριες.
Κι όπως χιλιάδες ακόμα μετανάστες και ντόπιοι εργάτες ριζοσπαστικοποιήθηκαν πολιτικά. Ήταν η εποχή των μεγάλων απεργιών που οργάνωναν οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW) και της ακμής του Σοσιαλιστικού Κόμματος που το 1912 πήρε 1 εκατομμύριο ψήφους στις προεδρικές εκλογές.
Οι δυο αγωνιστές ακολούθησαν παράλληλες πορείες που συναντήθηκαν. Έγιναν αναρχικοί, και έπαιξαν δυναμικό ρόλο σε εργατικούς αγώνες. Ο Βαντσέτι πρωταγωνίστησε στην απεργία στο μεγαλύτερο εργοστάσιο του Πλίμουθ της Μασαχουσέτης το 1916 και μετά τα αφεντικά τον έβαλαν στη «μαύρη λίστα» ώστε να μην μπορεί να δουλέψει πουθενά πια. Έγινε πλανόδιος πωλητής ψαριών για να ζήσει. Ο Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης. Είχε πρωταγωνιστήσει στην οργάνωση της συμπαράστασης σε μεγάλες απεργίες από το 1912 μέχρι το 1916 και είχε συλληφθεί για αυτή τη δράση.
Το 1917 οι ΗΠΑ μπήκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στην Γερμανία. Ο Σάκο κι ο Βαντσέτι ήταν διεθνιστές, ενάντια στον πόλεμο και αρνήθηκαν να καταταγούν στο στρατό. Πήγαν στο Μεξικό για να αποφύγουν την επιστράτευση -σε αυτό το ταξίδι πρωτογνωρίστηκαν και έγιναν στενοί φίλοι.
Το αμερικάνικο κράτος εξαπέλυσε ένα κύμα καταστολής ενάντια στην αντιπολεμική αριστερά και την αναρχία. Δεκάδες αγωνιστές των IWW σύρθηκαν σε μια δίκη παρωδία με βαριές καταδίκες. Ο Γιουτζήν Ντεμπς, ένας παλιός συνδικαλιστής και ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος φυλακίστηκε κι αυτός επειδή, ανάμεσα στα άλλα, είχε δηλώσει ότι: «οι άρχουσες τάξεις κηρύττουν τους πολέμους τους και οι κατώτερες τάξεις πολεμάνε στις μάχες τους».
Το 1919 και 1920 η υστερία ενάντια στους «κόκκινους» και η καταστολή έφτασαν σε νέα ύψη. Η Ρώσικη Επανάσταση είχε τρομοκρατήσει την άρχουσα τάξη. Μεγάλες απεργίες στο κλάδο του χάλυβα και τους σιδηροδρόμους είχαν ξεσπάσει και ηττηθεί. Στα τέλη του 1919 και τις αρχές του 1920 οι «επιδρομές Πάλμερ» -από το όνομα του Γενικού Εισαγγελέα- κατέληξαν σε εκατοντάδες συλλήψεις αγωνιστών, καταστροφές γραφείων επαναστατικών οργανώσεων και συνδικάτων. Στη Βοστόνη 500 «κόκκινοι» οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στη φυλακή μέσα από τις κεντρικές λεωφόρους της πόλης.
Ένας από τους συλληφθέντες σε αυτές τις επιδρομές ήταν ο Αντρέα Σαλσέντο, ένας ακόμα αναρχικός εργάτης στη Νέα Υόρκη. Οι σύντροφοί του από τη Μασαχουσέτη έστειλαν τον Βαντσέτι για να μάθει νέα του. Γύρισε με πολύ ανησυχητικές πληροφορίες. Στις 3 Μάη οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν. Το πτώμα του Σαλσέντο βρέθηκε έξω από τα κεντρικά γραφεία του FBI. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση «είχε αποπειραθεί να δραπετεύσει» πηδώντας από τον 14ο όροφο.
Σκευωρία
Ο Βαντσέτι θα ήταν ομιλητής σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Σαλσέντο στις 9 Μάη του 1920. Εκείνη τη μέρα η αστυνομία συνέλαβε τον ίδιο και τον Σάκο. Η κατηγορία ήταν ότι είχαν πάρει μέρος σε δυο ένοπλες ληστείες. Η δεύτερη είχε καταλήξει στη δολοφονία δυο φρουρών της χρηματαποστολής.
Αρχικά ο Βαντσέτι καταδικάστηκε για συμμετοχή στην πρώτη ληστεία. Το υπουργείο Δικαιοσύνης και ο δικαστής Γουέμπστερ Τάιλερ που ανέλαβε την υπόθεση αντιμετώπιζαν το πρόβλημα ότι οι δυο αγωνιστές είχαν πεντακάθαρο ποινικό μητρώο. Για να τους δικάσουν για φόνο, έπρεπε να τους παρουσιάσουν σαν σκληραγωγημένους ληστές. Ήταν μια δίκη παρωδία. Για παράδειγμα το κατηγορητήριο στηριζόταν στη μαρτυρία ενός μικρού εφημεριδοπώλη που είδε έναν από τους δράστες της ληστείας «και από τον τρόπο που έτρεχε κατάλαβα ότι ήταν ξένος». Ο Βαντσέτι ήταν «ξένος» άρα ο δράστης… Δεκαοχτώ μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο Βαντσέτι πουλούσε ψάρια την ώρα της ληστείας. Αυτές οι «λεπτομέρειες» δεν είχαν σημασία για τους ενόρκους (όλοι ευκατάστατοι συντηρητικοί λευκοί) ούτε για τον δικαστή Γουέμπστερ που δήλωσε «ότι οι ιδέες του κατηγορούμενου συνάδουν με το έγκλημα». Ο Βαντσέτι καταδικάστηκε.
Τον Σεπτέμβρη ξεκίνησε η δεύτερη δίκη, με τους Σάκο και Βαντσέτι στο εδώλιο. Κράτησε εφτά μήνες και ήταν μια παρωδία σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα από την προηγούμενη. Αναξιόπιστοι μάρτυρες που οι μαρτυρίες τους ανατρέπονταν εύκολα, ένα σωρό παρατυπίες στη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων, δεκάδες μαρτυρίες που έδιναν άλλοθι στους δυο κατηγορούμενους. Παρόλα αυτά οι ένορκοι, μετά τις παραινέσεις του δικαστή και του εισαγγελέα καταδίκασαν τους δυο αγωνιστές. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια, ο πρόεδρος των ενόρκων ήταν συνταξιούχος αξιωματικός της αστυνομίας που κάθε μέρα έμπαινε στην αίθουσα και χαιρετούσε τη σημαία.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ακόμα μεγαλύτερο αίσχος. Η υπεράσπιση έφερνε το ένα στοιχείο μετά το άλλο ζητώντας να ακυρωθεί η πρώτη δίκη. Έφερε ένορκες καταθέσεις από μάρτυρες κατηγορίας που ανακαλούσαν τις καταθέσεις τους. Υποτίθεται ότι στη δίκη είχε «αποδειχτεί» ότι η σφαίρα που σκότωσε το ένα θύμα της ληστείας προερχόταν από το πιστόλι του Σάκο. Ο ειδικός της αστυνομίας που είχε καταθέσει υπέγραψε δήλωση ότι ποτέ δεν είχε πει κάτι τέτοιο.
Παρόλα αυτά, ο δικαστής Τάιλερ αρνιόταν συστηματικά να δεχτεί τα αιτήματα για νέα δίκη. Το ίδιο και το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης. Τον Νοέμβρη του 1925 ήρθε η πιο τρανταχτή απόδειξη της αθωότητας των δυο αγωνιστών. Ένας φυλακισμένος γκάνγκστερ, ο Μαντέιρο, κατέθεσε ότι συμμετείχε στην ληστεία κι ότι οι Σάκο και Βαντσέτι ήταν αθώοι. Παρόλο που ήταν θανατοποινίτης και αυτή η κίνηση θα ζημίωνε την αίτηση χάριτος που είχε υποβάλλει, δήλωσε ότι συγκινήθηκε βλέποντας τη σύντροφο του Σάκο με το μικρό παιδί τους στο επισκεπτήριο. Ο γκάνγκστερ είχε φιλότιμο, το κράτος, οι δικαστές, οι εφημερίδες όχι. Ήθελαν αίμα αναρχικών «βρωμοϊταλιάνων».
Κίνημα
Όμως πλέον η υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι γινόταν υπόθεση όλου του εργατικού κινήματος. Συνδικάτα, ακόμα και της συντηρητικής Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας (AFL), κόμματα, οργανώσεις, κινήσεις για την προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων, «υιοθετούσαν» τους δυο καταδικασμένους αγωνιστές και απαιτούσαν να αθωωθούν και να αφεθούν ελεύθεροι. Αυτό το κίνημα αλληλεγγύης απλώθηκε σε όλη την Αμερική και σε όλο τον κόσμο.
Δεκάδες συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συχνά με συγκρούσεις με την αστυνομία που τις απαγόρευσαν, οργανώθηκαν από τη μια ακτή των ΗΠΑ στην άλλη. Μια βδομάδα πριν τη δολοφονία τους οι ανθρακωρύχοι του Κολοράντο κατέβηκαν σε απεργία με αίτημα να αθωωθούν οι Σάκο και Βαντσέτι. Τις ίδιες μέρες κατέβηκαν σε απεργία οι σωφέρ στο Παρίσι με το ίδιο αίτημα. Στις ΗΠΑ 600 χιλιάδες άνθρωποι είχαν υπογράψει το κείμενο συμπαράστασης.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στις ΗΠΑ έπαιξε η Διεθνής Εργατική Άμυνα, μια ενιαιομετωπική οργάνωση στην οποία πρωταγωνιστούσαν αγωνιστές του Κομμουνιστικού Κόμματος, με επικεφαλής τον Τζέημς Κάνον που αργότερα θα γινόταν ο «ιδρυτής» του αμερικάνικου τροτσκισμού. Εγραφε το 1927:
«Η πολιτική μας είναι αυτή της ταξικής πάλης. Κέντρο της έχει το κίνημα διαμαρτυρίας των εργατών στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο. Παρόλο που αξιοποιεί όλες τις δυνατές νομικές ενέργειες, ταυτόχρονα καλεί σε κινητοποίηση, δημοσιότητα, διαδηλώσεις, οργανωμένες διαμαρτυρίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Καλεί σε ενότητα και αλληλεγγύη όλων των εργατών πάνω σε αυτό το καυτό ζήτημα, άσχετα από τις διαφορετικές απόψεις τους σε άλλα ζητήματα».
Το κίνημα δεν κατάφερε να σώσει τους Σάκο και Βαντσέτι. Η άρχουσα τάξη τους δολοφόνησε, αλλά δεν κατάφερε να θάψει τη μνήμη τους όσο κι αν προσπάθησε: ακόμα και το φιλμ από την κηδεία καταστράφηκε ύστερα από εντολή του προέδρου της ένωσης των εταιρειών του Χόλιγουντ. Στη κηδεία τους συμμετείχαν 200 χιλιάδες άνθρωποι. «Η στιγμή της αγωνίας μας, είναι η στιγμή του θριάμβου μας» είχε πει ο Βαντσέτι μπροστά στο δικαστή όταν ανακοίνωνε τη θανατική ποινή.