Τα ξημερώματα της Κυριακής 23 Ιούλη 1967 η αστυνομία εισέβαλε στο «Τυφλό γουρούνι», ένα ξενυχτάδικο χωρίς άδεια όπου σύχναζαν μαύροι στο Ντιτρόιτ. Εκείνη τη μέρα οι θαμώνες γιόρταζαν την επιστροφή δυο στρατιωτών από το Βιετνάμ. Την προσπάθεια των μπάτσων να κάνουν συλλήψεις ακολούθησαν συμπλοκές. Άρχισαν να σπάνε βιτρίνες και λίγο αργότερα ξεκίνησε πλιάτσικο.
Το Ντιτρόιτ τότε ήταν ένα τεράστιο βιομηχανικό κέντρο με το προσωνύμιο «Motor city»: δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι δούλευαν στα εργοστάσια αυτοκινήτων της πόλης, τα δε σαββατοκύριακα ξόδευαν έξω ό,τι έμενε από τους μισθούς τους για να ξεχάσουν τη βρώμα και τον κίνδυνο απ’ τα χυτήρια και τις πρέσες.
Το μίσος για την αστυνομία ήταν τεράστιο στους φτωχούς πληθυσμούς, ειδικά των μαύρων. Ήταν λογικό να υπάρχει τέτοια αποστροφή. Η συντριπτική πλειονότητα των μπάτσων ήταν λευκοί και ο μηχανισμός είχε μεγάλο ταλέντο στο να προσλαμβάνει και να αναδεικνύει τους πιο ρατσιστές. Οι αστυνομικοί φέρονταν στους μαύρους με πλήρη αυθαιρεσία. Οι αναίτιοι σωματικοί έλεγχοι, για παράδειγμα, ήταν καθημερινότητα. Και βέβαια δε δίσταζαν καθόλου να «ξεφύγουν» αν κάποιος φαινόταν να μη γνωρίζει τη θέση του.
Μικρής έκτασης περιστατικά ήταν λοιπόν συνηθισμένο φαινόμενο και έτσι οι αξιωματικοί περίμεναν τα πράγματα μετά την εισβολή στο Τυφλό Γουρούνι να ηρεμήσουν καθώς θα ερχόταν το πρωί. Αλλά το απόγευμα της ίδιας μέρας κτίρια φλέγονταν και ο καπνός κάλυπτε όλη την πόλη.
Εξέγερση
Προς το βράδυ είχε ξεσπάσει εξέγερση. Η αστυνομία του Ντιτρόιτ, ανίκανη να αντιδράσει, ζήτησε ενισχύσεις από την πολιτεία του Μίσιγκαν και την κομητεία του Ούεην. Εκατοντάδες λευκοί αστυνομικοί, φορτωμένοι με πολυβόλα και χρόνιο μίσος ενάντια στους μαύρους φτωχούς, ξαμολύθυκαν. Στρίμωχναν κόσμο, ανεξαρτήτως από το αν έβλεπαν να διαπράττεται κάποιο αδίκημα, μόνο και μόνο επειδή αρνούνταν να μείνουν σπίτι. Οι συλληφθέντες έβγαιναν στις φωτογραφίες αρχείου της αστυνομίας γεμάτοι μελανιές και πληγές που είχαν αποκτήσει κατά τη συνάντησή τους με το νόμο. Έδιναν ψεύτικα ονόματα και διευθύνσεις δημιουργώντας χάος την επόμενη μέρα στα δικαστήρια.
Η ανυπακοή γρήγορα ξεχύθηκε σε πολλές από τις φτωχότερες γειτονιές μαύρων. Η ζωή στα γκέτο συνεπαγόταν φρικτή στέγαση, συχνά χωρίς θέρμανση και τρεχούμενο νερό. Σήμαινε επίσης ψηλά νοίκια και καμία διέξοδο, μιας και οι ιδιοκτήτες ακινήτων σε άλλες γειτονιές δε νοίκιαζαν σε μαύρους. Η δυσαρέσκεια πολλών χρόνων είχε εκραγεί. Οι Αφροαμερικανοί ήταν το 65% του πληθυσμού του Ντιτρόιτ αλλά απείχαν ολοκληρωτικά από τις υψηλόβαθμες θέσεις και κατείχαν μόλις το 38% των μαγαζιών. Αλλά δεν εξεγέρθηκαν μόνο αυτοί. Τους ακολούθησαν και λευκοί νέοι και νέες από τα φτωχότερα προάστια.
Άνδρες και γυναίκες, νέοι/νέες και μεγαλύτεροι/ες, έμπαιναν στα μαγαζιά και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν. Εκατοντάδες ληστεύθηκαν και κάηκαν. Τα περισσότερα μαγαζιά τα είχαν άνθρωποι που είχαν μετακομίσει από καιρό στα προάστια, εκεί που δεν επιτρέπονταν μαύροι. Τη γλίτωσαν μόνο οι επιχειρήσεις που άνηκαν σε μαύρους ή ήταν γνωστές για το ότι μεταχειρίζονταν τους μαύρους πελάτες με σεβασμό. Ένα συνθηματικό που λεγόταν μεταξύ μαύρων, γραμμένο πάνω στο τζάμι, συχνά αρκούσε για να προσπεραστεί το κατάστημα από τους εξεγερμένους.
Το Motown, η δισκογραφική μαύρης μουσικής που δικαίως ήταν ήδη γνωστή ως «ήχος της νεολαίας της Αμερικής», είχε καθορίσει το Ντιτρόιτ της δεκαετίας του ‘60. Τα αφεντικά της δισκογραφικής καταδίκασαν την εξέγερση. Αλλά οι εξεγερμένοι υιοθέτησαν για σάουντρακ τους ένα από τα χιτ της σουπερσταρ της σόουλ, Μάρθα Ρηβς (το «Dancing in the streets»). Γιόρταζαν ως πράξη απελευθέρωσης το ότι είχαν τον έλεγχο της πόλης.
Πολλοί μάλιστα από όσους δε συμμετείχαν στην εξέγερση ενεργά θεωρούσαν ότι είχε έρθει η ώρα να μάθουν και οι αρχές το μάθημά τους. Ότι ο αγώνας ήταν δίκαιος.
Βιετνάμ
Τις ημέρες που ακολούθησαν η μάχη γινόταν όλο και πιο βίαιη. Ο πρόεδρος εκμεταλλεύτηκε το νόμο του 1807 που προβλέπει χρήση του στρατού ενάντια σε εξεγέρσεις και γενικευμένη ανυπακοή. Η 82η και η διαβόητη 101η μεραρχία του αμερικάνικου στρατού, ειδικευμένη σε επιχειρήσεις από αέρος, ήταν από αυτές που μόλις είχαν επιστρέψει από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Τώρα, βρίσκονταν στους δρόμους μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ. Τανκς και τεθωρακισμένα πήραν θέση, περιστασιακά ρίχνοντας σε σπίτια για τα οποία υπήρχε υποψία ότι τα χρησιμοποιούσαν εξεγερμένοι για να πυροβολούν. Ωστόσο, σε σύγκριση με την αστυνομία, οι στρατιώτες είχαν σχετική αυτοσυγκράτηση.
Ανάμεσα στους εξεγερμένους ήταν και βετεράνοι του Βιετνάμ. Πήραν θέσεις σε ταράτσες για να ρίχνουν ομοβροντία πυρών στους αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί βρήκαν την αφορμή που έψαχναν για να μπουκάρουν σε εκατοντάδες σπίτια μαύρων. Οποιοσδήποτε ήταν ύποπτος για πλιάτσικο κινδύνευε να δεχτεί τα πυρά της αστυνομίας ή των καταστηματαρχών. Σε πολλές περιπτώσεις η αστυνομία πυροβολούσε στο ψαχνό μέσα σε κτίρια. Το εξαντλημένο προσωπικό του γενικού νοσοκομείου του Ντιτρόιτ λύγιζε κάτω από την πίεση των ανεπαρκών προμηθειών και του αποδιοργανωμένου συστήματος υποδοχής. Μέσα στο χάος, ενημερώνονταν λάθος συγγενείς για τραυματίες και νεκρούς.
Με τόσους τραυματίες και συλληφθέντες, όσοι συνέχιζαν ξέμεναν από προμήθειες και από κουράγιο. Τέτοιας κλίμακας κρατική καταστολή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με οδομαχίες επ’ άπειρον. Ωστόσο, χρειάστηκε να πάει Πέμπτη για να σταματήσουν οι συρράξεις. Το περιοδικό Τάιμ έγραφε ότι το Ντιτρόιτ έγινε πόλη-φάντασμα: «Ήταν σκεπασμένο από βρωμερό καπνό, οι εθνικές οδοί ήταν σχεδόν ερημωμένες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που εργάζονταν σε γραφεία και εργοστάσια δεν πήγαν για δουλειά». Ο απολογισμός των πέντε ημερών της εξέγερσης ήταν 43 νεκροί, εκ των οποίων οι 33 μαύροι. Οι 30 δολοφονήθηκαν από πυρά μπάτσων, εθνοφρουρών και καταστηματαρχών. Έγιναν πάνω από 7 χιλιάδες συλλήψεις, σε εύρος ηλικίας από 4 ετών μέχρι 82.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά, η ανεργία στους μαύρους πληθυσμούς στις ΗΠΑ εκτοξεύθηκε στο διπλάσιο. Χιλιάδες οικογένειες ζούσαν σε μόνιμη φτώχια, επιβιώνοντας μόνο από τα κοινωνικά επιδόματα. Πολύ μετά την κατάργηση των νόμων που διαχώριζαν μαύρους και λευκούς, οι μαύροι στις πόλεις του Βορρά εξακολουθούσαν να έρχονται αντιμέτωποι με το ρατσισμό των Αρχών που τις στελέχωναν λευκοί: στα σχολεία, στην κοινωνική πρόνοια και κυρίως στην αστυνομία.
Πολλοί από τους ακτιβιστές του κινήματος των Κοινωνικών Δικαιωμάτων έβλεπαν, παρά τα μπερδέματά τους, ότι η αλλαγή ερχόταν πολύ αργά και το πολιτικό σύστημα των λευκών Δημοκρατικών ήταν μέσα στην υποκρισία σε ό,τι αφορούσε τα δικαιώματα των μαύρων. Πώς ήταν δυνατόν οι πολιτικοί του Δημοκρατικού κόμματος, που κυβερνούσε, να υποστήριζαν τα δικαιώματα των μαύρων στο Νότο αλλά να κάνουν ότι δε βλέπουν τη ρατσιστική αντιμετώπιση, τις προκαταλήψεις στην αγορά εργασίας, τις απαράδεκτες συνθήκες στέγασης στα γκέτο του Βορρά;
Σύγκρουση
Η απάντηση απαιτούσε σύγκρουση με το ρατσιστικό κράτος. Οι Δημοκρατικοί στον Βορρά όμως δεν μπορούσαν να στηρίξουν την πάλη ενάντια στο ρατσισμό στις περιοχές τους χωρίς αυτό να οδηγεί στην υπονόμευση της δύναμής τους. Κι έτσι, όσο οι φιλελεύθεροι λευκοί τους γύριζαν την πλάτη, οι μαύροι τόσο ριζοσπαστικοποιούνταν. Τα γκέτο όπου ζούσαν οι μαύροι σε όλες τις ΗΠΑ συνταράσσονταν από εξεγέρσεις κάθε καλοκαίρι από το 1964 μέχρι το τέλος της δεκαετίας, δείχνοντας ότι ο ρατσισμός δεν ήταν μόνο πρόβλημα του Νότου.
Ο Ιούλης του ’67 στο Ντιτρόιτ ήταν μια εξέγερση με βαθιά επιρροή, ένα σημείο καμπής στην ανάπτυξη του κινήματος Black Power που συγκλόνισε την κοινωνία των ΗΠΑ. Ενέπνευσε μουσικά κομμάτια όπως το «Motorcity is burning» των MC5 και «Panic in Detroit» του David Bowie. Κυρίως, το παράδειγμά της ενέπνευσε το κύμα των εξεγέρσεων του 1968.
Η διεκδίκηση για πλήρη χειραφέτηση των μαύρων με τη μορφή του κινήματος Black Power σύντομα ξεπέρασε το κίνημα Κοινωνικών Δικαιωμάτων που ηγείτο ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Οι Μαύροι που μπήκαν στους αγώνες αυτούς ανακάλυψαν ότι είχαν συμμάχους. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, εκατομμύρια λευκοί νέοι και νέες απέρριψαν με τη σειρά τους το «αμερικάνικο όνειρο» και ήθελαν το τέλος του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού.