Στις 13 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο) του 1922 ο στρατός του Κεμάλ Ατατούρκ εξαπέλυσε μια καλά σχεδιασμένη επίθεση στην «εξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ», μια στρατηγική τοποθεσία 260 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Άγκυρας. Το Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχίρ, κέντρα του σιδηροδρομικού δικτύου, ήταν η γραμμή που είχε υποχωρήσει το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα το καλοκαίρι του 1921 όταν απέτυχε η επίθεση στο Σαγγάριο ποταμό με στόχο την Άγκυρα.
Η αντεπίθεση του Κεμάλ ήταν αναμενόμενη και δεν αιφνιδίασε στρατηγικά κανέναν. Όμως, στη διάρκεια κυριολεκτικά μερικών 24ωρων το μέτωπο κατέρρευσε, οι μεγάλες μονάδες διαλύθηκαν και κάμποσες αιχμαλωτίστηκαν. Οι υπόλοιπες μετατράπηκαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία σε μπουλούκια που υποχωρούσαν άτακτα προς τα παράλια, καίγοντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα τους.
Τα τελευταία στρατιωτικά τμήματα έφυγαν από τη Σμύρνη στις 24 Αυγούστου. Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας είχαν συρρεύσει τις προηγούμενες μέρες στην πόλη διωγμένοι από τις επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης του τουρκικού στρατού και των ατάκτων. Μαζί με το ελληνικό στοιχείο της πόλης, περίμεναν ότι εκεί θα βρουν ασφαλές καταφύγιο. Την επόμενη μέρα χιλιάδες στοιβαγμένοι στη προκυμαία μάταια περίμεναν τα ελληνικά πλοία να τους πάρουν.
Τα διαθέσιμα πλοία που επιτάχτηκαν είχαν εντολή να δίνουν προτεραιότητα στους αξιωματικούς, όσες μονάδες έφταναν σε αυτά, τους δημόσιους υπάλληλους που στελέχωναν την ελληνική ζώνη κατοχής από το 1919, τα αρχεία τους, τις οικοσκευές τους. Ο άμαχος πληθυσμός αφέθηκε στη τύχη του.
Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση της Αθήνας είχε περάσει ένα νόμο ένα μήνα πριν την κατάρρευση του μετώπου ο οποίος απαγόρευε κάθε «αποβίβασιν» στην Ελλάδα «προσώπων ομαδόν αφικνούμενων εκ της αλλοδαπής… εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων» (Ν. 2870, 16/7/1922). Με άλλα λόγια, οι «αδελφοί Έλληνες» της Μικρασίας, που υποτίθεται λευτέρωνε ο ελληνικός στρατός, ήταν για το ελληνικό κράτος «λαθρομετανάστες».
Δυο μέρες πριν ξεκινήσει η καταστροφή της Σμύρνης το θωρηκτό Κιλκίς που είχε βάση τη Σμύρνη έφυγε για τη Σάμο, για να στηρίξει το «κίνημα» των αξιωματικών που ανέτρεψαν το βασιλιά και την κυβέρνησή του. Το ίδιο έκανε όλος ο στόλος και τα επιταγμένα πλοία. Ο τουρκικός στρατός είχε μπει στην πόλη στις 28 Αυγούστου και στις 30-31 του μηνός ένα κύμα εμπρησμών, ληστειών, δολοφονιών και βιασμών σάρωσε την πόλη.
Οι φλόγες κι οι καπνοί ήταν ορατοί από τη Σάμο. Μετά το τριήμερο της σφαγής, ένας βιαστικά συγκροτημένος στολίσκος από ξένα πλοία μετέφερε 240 χιλιάδες πρόσφυγες από τη Σμύρνη. Ήταν μόνο ένα τμήμα από το 1.500.000 εκατομμύριο πρόσφυγες που θα έρχονταν διωγμένοι τους επόμενους μήνες στην Ελλάδα.
Ιμπεριαλισμός
Ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη το Μάη του 1919. Λίγο πριν την απόβαση, σε μια μεγάλη συγκέντρωση της ελληνικής ελίτ της πόλης υπό την προεδρία του μητροπολίτη Χρυσόστομου, ο ναύαρχος Μαυρουδής είχε διαβάσει το μήνυμα του πρωθυπουργού Βενιζέλου:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη τη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος».
Στην πραγματικότητα, το «Συνέδριο της Ειρήνης» δηλαδή οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τσακώνονταν για τη μοιρασιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ανήκε στο στρατόπεδο των ηττημένων. Οι Βρετανοί και Γάλλοι ιμπεριαλιστές είχαν ήδη μοιράσει μεταξύ τους τη Μέση Ανατολή με τη διαβόητη πλέον αλλά μυστική τότε συμφωνία Σάικς-Πικό το 1916.
Τη Μικρά Ασία τη διεκδικούσαν η Ελλάδα κι η Ιταλία. Η έγκριση της απόβασης στη Σμύρνη είχε περισσότερο να κάνει με την επιλογή της Βρετανίας και της Γαλλίας να αποτρέψουν μια μονομερή ενέργεια της Ιταλίας, παρά με την «ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων του ελληνισμού».
Πιο μακροπρόθεσμα, ο βρετανικός ιμπεριαλισμός χρειαζόταν το ελληνικό κράτος και τον στρατό του ως ένα σχετικά φτηνό υποκατάστατο της δύναμης που θα απαιτούνταν για τη φρούρηση των προσβάσεων στο Σουέζ και τα πετρέλαια του Ιράκ.
Ο Βενιζέλος και πίσω του ολόκληρη η άρχουσα τάξη παρουσίαζε την εκστρατεία σαν απελευθέρωση ελληνικών πληθυσμών, της Ιωνίας «της προαιώνιας κοιτίδας του ελληνισμού». Στατιστικές και απογραφές παρουσιάζονταν για να αποδείξουν ότι εκεί στα παράλια της Μικράς Ασίας και σε ακόμα μεγαλύτερες περιοχές, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε. Στην πραγματικότητα, ακόμα και στα παράλια ήταν μια σημαντική μειοψηφία, όχι πάνω από 40%. Στην ενδοχώρα οι συσχετισμοί γίνονταν ακόμα πιο συντριπτικοί.
Οι έλληνες καπιταλιστές είχαν υλικά συμφέροντα από το ρόλο του «αντιπροσώπου». Η Ρώσικη Επανάσταση είχε δώσει τη χαριστική βολή στην επιρροή του παροικιακού κεφαλαίου στην Ουκρανία και τη νότια Ρωσία. Κι όπως έχει εξηγήσει ο Νίκος Ψυρούκης στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Καταστροφή»:
«Η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του στην Εγγύς Ανατολή γινόταν καθημερινά όλο και πιο μεγάλη. Όσο φαινόταν πιο καθαρά ότι η σοβιετική Ρωσία ήταν βιώσιμο φαινόμενο, τόσο μεγάλωνε και η τάση αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων με νέες στην Εγγύς Ανατολή».
Το παροικιακό κεφάλαιο έλεγχε, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδυμένου στη βιομηχανία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούσαν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Το 1914 το 46% από τους εκεί τραπεζίτες ήταν Έλληνες. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες.
Οι φιλοδοξίες έμοιασαν να υλοποιούνται όταν ο Βενιζέλος γύρισε θριαμβευτής από το Παρίσι σείοντας την Συνθήκη των Σεβρών. Οι Σύμμαχοι έδιναν στην Ελλάδα μια τεράστια περιοχή στη Μικρά Ασία. Η Ελλάδα των «δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» γινόταν πραγματικότητα.
Τραγωδία
Επρόκειτο για ψευδαίσθηση. Η ισχύς θα έκρινε την τύχη των διπλωματικών συμφωνιών. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα του ελληνικού στρατού να τις επιβάλλει. Το «πρόβλημα» ήταν ότι ο τουρκικός λαός δεν είχε καμιά διάθεση να αποδεχτεί ως «τετελεσμένο» τις κυνικές μοιρασιές των ιμπεριαλιστών. Από το 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ, πρώην ανώτερος αξιωματικός του οθωμανικού στρατού, είχε γίνει ο ηγέτης αυτού που στη Τουρκία ονομάζεται Πόλεμος της Ανεξαρτησίας.
Το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν μ’ αυτή την έννοια αντιμπεριαλιστικό, που οδήγησε στη συγκρότηση ενός σύγχρονου αστικού κράτους στην Τουρκία στα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν αριστερό, για την ακρίβεια, παρόλη τη βοήθεια που πήρε από την σοβιετική Ρωσία για να αντισταθεί στους αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές, ο Κεμάλ έσφαξε την τουρκική αριστερά και τις πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες των ανταρτών που αντιστέκονταν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Το κίνημα του Κεμάλ φούντωνε το 1920. Κι όσο ο ελληνικός στρατός προωθούνταν πιο βαθιά στην «Ανατολία» για να το συντρίψει, τόσο περισσότερο η βαρβαρότητα των «αντιαντάρτικων επιχειρήσεων» κλιμακωνόταν. Τα ημερολόγια των ελλήνων φαντάρων που έζησαν αυτή τη φρίκη είναι αδιάψευστος μάρτυρας.
Ο Τάσος Κωστόπουλος έχει συγκεντρώσει κάποιες απ’ αυτές τις μαρτυρίες στο βιβλίο Πόλεμος και Εθνοκάθαρση 1912-1922. Για παράδειγμα: «Εις όλα τα χωριά που διαβαίνομεν βάζομεν φωτιά και τα καταστρέφομεν τελείως… Σιτάρια εκατομμύρια οκάδες, εις τα αλώνια καίγονται μέχρι οκάς. Τα γυναικόπαιδα έξω των χωρίων οδύρονται προ το θλιβερού θεάματος (Τούτον εστί ελευθερία!!!)».
Ενας τσολιάς από τη Βοιωτία έγραφε: «Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα ακόμα καίγεται. Οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ ένα αρχαίο φρούριο που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ο,τι βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουν τούρκους χωρικούς για αντίποινα, άλλοι ατιμάζουν κορίτσια και γυναίκες».
Στην υποχώρηση από τον Σαγγάριο ένας άλλος φαντάρος γράφει: «Όλα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν γιουνάν-ασκέρ το οποίο μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα… του πολιτισμού».
Τον Νοέμβρη του 1920 έγιναν εκλογές. Ο Βενιζέλος περίμενε ότι θα τις κερδίσει μετά το «θρίαμβο» των Σεβρών. Τις έχασε, γιατί οι εργάτες κι οι αγρότες είχαν μισήσει τον πόλεμο. Είχαν ζήσει δέκα χρόνια θυσιών σε αίμα και φτώχεια για να κερδίζουν οι πλούσιοι από τις «εθνικές επιτυχίες». Το πρόβλημα ήταν ότι τις εκλογές τις κέρδισε το άλλο κόμμα της άρχουσας τάξης, οι μοναρχικοί της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως». Υποσχόταν ότι θα σταματήσει τον πόλεμο προεκλογικά, και στη συνέχεια τον κλιμάκωσε.
Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς το 1921 υπήρχαν περίπου 100.000 ανυπότακτοι και λιποτάκτες. Στο μέτωπο οι φαντάροι υποδέχονταν τον βασιλιά Κωνσταντίνο με φωνές «Απόλυσιν! Απόλυσιν!». Οι αντιπολεμικοί όμιλοι όπως του Π. Πουλιόπουλου ξεφύτρωναν σε διάφορες μονάδες.
Η άρχουσα τάξη επέμενε μέχρι το τέλος στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μικρά Ασία. Το αποτέλεσμα ήταν μια τραγωδία βιβλικών διαστάσεων για τους λαούς και στις δυο πλευρές του Αιγαίου.