Το καταλανικό ζήτημα δεν είναι καινούργιο. Όμως δεν εξηγείται σαν μια προαιώνια κόντρα μεταξύ Ισπανών και Καταλανών. Όπως όλοι οι εθνικισμοί έχουν την μυθολογία τους, έτσι και στην καταλανική περίπτωση, ο μύθος θέλει τους Καταλανούς να πέφτουν όμηροι των καστιλιάνων (Ισπανών) βασιλιάδων το 1714 και να μετατρέπονται σε καταπιεσμένο έθνος εδώ και 300 χρόνια. Όμως αυτή η ρομαντική ανάγνωση του παρελθόντος κατασκευάστηκε πολύ αργότερα. Στην πραγματικότητα τα κομμάτια του ισπανο-καταλανικού παζλ διαμορφώνονται πολύ πιο συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο το καθεστώς του Φράνκο, αφού τσάκισε την επανάσταση, θεώρησε ότι μπορούσε να επιβάλει την “τάξη” και τον έλεγχό του από το 1939 μέχρι το θάνατο του δικτάτορα το 1975.
Το ισπανικό κράτος για ιστορικούς λόγους είχε στο εσωτερικό του μεγάλες και ενεργητικές μειονότητες που μιλάνε διαφορετική γλώσσα από αυτό που αποκαλείται “Ισπανικά”, τα οποία ήταν αρχικά η γλώσσα που μιλούσαν μόνο στην περιοχή της Καστίλλης. Όμως για τους Ισπανούς φασίστες το κράτος ήταν ένα, η πατρίδα μία και το έθνος ένα. Η Καταλωνία, με έναν καπιταλισμό πιο ανεπτυγμένο συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα είχε γεννήσει και ένα εργατικό κίνημα και μια αριστερά δυνατή και μεγάλη αυτοπεποίθηση που μπήκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων ενάντια στους βασιλιάδες και τους καπιταλιστές από τη δεκαετία του ‘20, με κορύφωση την επανάσταση του ‘36. Μέσα σε αυτούς τους αγώνες η Καταλωνία βρέθηκε να κερδίζει το δικαίωμα στην αυτοκυβέρνηση. Το φρανκικό καθεστώς διέλυσε τους τοπικούς θεσμούς, όπως διέλυσε όλες τις κατακτήσεις της επανάστασης. Η καταλανική κυβέρνηση διέφυγε όπως όπως στο εξωτερικό και ο επικεφαλής της Λιουίς Κομπάνις βρέθηκε στο Παρίσι, όπου όταν μπήκαν οι ναζί το καλοκαίρι του ‘40 τον παρέδωσαν πίσω στον Φράνκο που τον εκτέλεσε.
Επί φρανκισμού, η καταλανική γλώσσα απαγορεύτηκε στο δημόσιο χώρο. Δεν είναι πρώτος ο Ραχόι που στέλνει τις δυνάμεις καταστολής στα τυπογραφεία, ήταν ο Φράνκο που απαγόρευσε την έκδοση εντύπων στα καταλανικά. Οποιοδήποτε σύμβολο έκανε αναφορά στην ιδιαιτερότητα της καταλανικής γλώσσας, κουλτούρας, ιστορίας ήταν απαγορευμένο. Οι Καταλανοί καπιταλιστές συνέχιζαν να είναι οργανικό μέρος της καπιταλιστικής τάξης της Ισπανίας, αλλά έπρεπε να βάλουν στην άκρη την εθνική τους καταγωγή και να “ισπανοποιηθούν”. Αυτή η παράλογη κατάσταση έκανε την ίδια την αντίσταση στη δικτατορία να παίρνει και εθνικά χαρακτηριστικά, ακόμη κι αν δεν υπήρχε εθνικιστικό περιεχόμενο, ιδιαίτερα όταν έσπασε η πρώτη περίοδος του τρόμου. Ο κόσμος συνέχιζε να βάζει λουλούδια στα άδεια βάθρα αγαλμάτων Καταλανών ποιητών που είχαν γκρεμιστεί, να τραγουδάει καταλανικά τραγούδια ακόμη και μπροστά σε αξιωματούχους του καθεστώτος, άρχισαν οι παράνομες εκδόσεις. Η ίδια η μελέτη της καταλανικής γλώσσας ήταν μια πράξη αντίστασης, τα Πανεπιστήμια για ευνόητους λόγους έγιναν το κέντρο αυτής της προσπάθειας.
Όταν το καθεστώς έπεσε, ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό, με την εξαίρεση της επαναστατικής αριστεράς που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, στήριξε την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, χωρίς καμιά τιμωρία των χουντικών και καμιά κάθαρση στον κρατικό μηχανισμό. Το Σύνταγμα του 1978 γράφτηκε από τους διαδόχους του Φράνκο και πήρε την υπογραφή ακόμη και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δεν είναι τυχαίο που τις τελευταίες μέρες ακούστηκαν στελέχη της Δεξιάς να νοσταλγούν τον Καρίγιο, τον τότε ηγέτη του ΚΚ, που όπως λένε “είχε ξεκάθαρη την ενότητα της Ισπανίας”.
Οι μαζικές διαδηλώσεις (ένα εκατομμύριο το Σεπτέμβρη του ‘77) στα χρόνια της μεταπολίτευσης επέβαλαν ότι σε αυτό το αντιδημοκρατικό Σύνταγμα, η Καταλωνία κέρδιζε την αυτονομία της, επανερχόταν η Τζενεραλιτάτ (η καταλανική κυβέρνηση) και φυσικά έβγαινε από την παρανομία η καταλανική κουλτούρα. Για την καταλανική άρχουσα τάξη, όσο “πατριωτική” κι αν ήταν, το ισπανικό κράτος της πρόσφερε μια ασφάλεια, τόσο όσον αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική, στην οποία ήταν προσανατολισμένη ακόμη περισσότερο από τη Μαδρίτη, αλλά ακόμη περισσότερο απέναντι στο εργατικό κίνημα το οποίο έβγαινε με όρεξη να τα πάρει όλα πίσω μετά την πτώση του φασισμού.
Δικαίωμα
Έτσι η “Αυτονομία” της Καταλωνίας μετατράπηκε απλώς σε έναν τρόπο διοίκησης, και οι διαφορές λύνονταν με πάρε-δώσε στους προϋπολογισμούς. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν δόθηκε, μέσα από περίπλοκες διατυπώσεις στο Σύνταγμα, όπου αναγνωρίζονται “εθνότητες”, οι οποίες όμως αποτελούν το Έθνος, και το περίφημο άρθρο 155 με το οποίο η Μαδρίτη έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την Αυτονομία της Βαρκελώνης, αν η τοπική κυβέρνηση προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα.
Ήταν η κρίση και η μαζική εμφάνιση του κινήματος σε ολόκληρη την Ισπανία μετά το 2011 που διέλυσε αυτές τις ισορροπίες. Οι κόντρες Μαδρίτης - Βαρκελώνης διευρύνθηκαν, την ίδια στιγμή που ο κόσμος διεκδικούσε περισσότερη δημοκρατία και έλεγχο στο “πού πάνε τα λεφτά” σε ολόκληρη τη χώρα. Το σοσιαλδημοκρατικό PSOE που ήταν μια από τις δυο κύριες δυνάμεις στην Καταλωνία για 40 σχεδόν χρόνια, έπεσε από 45% στο 16%. Οι παραδοσιακές καταλανικές διαδηλώσεις του Σεπτέμβρη ξανάφτασαν να μετράνε εκατομμύρια. Οι δυο μεγαλύτερες οργανώσεις υπέρ της ανεξαρτησίας, η “Καταλανική Εθνοσυνέλευση” και ο “Όμνιουμ Κουλτουράλ” μαζικοποιήθηκαν ταχύτατα. Το μεγαλύτερο καταλανικό αστικό κόμμα, η Convergencia, άρχισε να ταλανίζεται, ανάμεσα σε άλλα για το πώς θα ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, φτάνοντας τελικά στη διάσπαση και στην μετονομοσία. Ο πρόεδρος Αρτούρ Μας έφτασε να οργανώσει ένα μαζικό αλλά συμβολικό δημοψήφισμα το 2014 και βρίσκεται υπό δίωξη από τότε. Αναγκάστηκε να παραδώσει την σκυτάλη στον Πουτζντεμόν, λόγω της καταστολής. Η Μαδρίτη είχε ήδη διαλέξει ως μοναδικό δρόμο τη βία, ενώ στην Καταλωνία γινόταν πλειοψηφικό το ρεύμα που έβγαζε συμπέρασμα πως η περίοδος της συνεννόησης έχει φτάσει στο τέλος της.