Ιστορία
50 χρόνια από το θάνατό του: Τα διδάγματα από τη θυσία του Τσε Γκεβάρα

Στις 9 Οκτώβρη του 1967 ο αιχμάλωτος Τσε Γκεβάρα, ήδη τραυματισμένος και βαριά άρρωστος, δολοφονήθηκε από το στρατό της Βολιβίας και τους Αμερικάνους «συμβούλους» που τον συνόδευαν. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς σε μια φημισμένη διακήρυξή του είχε θέσει το ρητορικό ερώτημα: «Πόσο πιο κοντινό θα γινόταν το φωτεινό μέλλον αν υπήρχαν δυο, τρία, πολλά Βιετνάμ”.

Ο Τσε ήταν ήδη θρύλος πολύ πριν τον θάνατό του. Λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του, ο Χιλιανός τραγουδοποιός Βίκτορ Χάρα είχε κυκλοφορήσει ένα τραγούδι με το τίτλο Ελ Απαρασίδο. Ήταν μια έμμεση αναφορά στον Τσε και σε μια στροφή του λέει «τα κοράκια με τα χρυσά νύχια ξέσκισαν το κεφάλι του, σταυρώθηκε από τη μανία των ισχυρών». Έξι χρόνια μετά ο Βίκτορ Χάρα βρέθηκε με χιλιάδες άλλους αριστερούς αγωνιστές στο διαβόητο Στάδιο του Σαντιάγκο, αμέσως μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Οι χουντικοί του έσπασαν τα χέρια και μετά τον γάζωσαν με σφαίρες. 

O Τσε Γκεβάρα ήταν σύμβολο για μια ολόκληρη γενιά που ξεσηκωνόταν στην Λατινική Αμερική και σε ολόκληρο τον κόσμο στη δεκαετία του ’60, σύμβολο της εξέγερσης, της επαναστατικής ανιδιοτέλειας και θυσίας και παραμένει και σήμερα.

Το όνομα του Τσε Γκεβάρα είναι σχεδόν ταυτισμένο με την Κουβανική Επανάσταση, αλλά ο ίδιος ήταν Αργεντίνος. Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (το «τσε» ήταν ένα παρατσούκλι που σημαίνει κάτι σαν «φιλαράκι») γεννήθηκε το 1928. Σπούδασε γιατρός και παρόλο που η Αργεντινή ζούσε σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής αναταραχής δεν έγινε μέλος κάποιας πολιτικής οργάνωσης. Ωστόσο οι πολιτικές του συμπάθειες ήταν προς τ’ αριστερά και συγκεκριμένα στη Ρωσία που για εκατομμύρια ανθρώπους εκείνη την εποχή ήταν το αντίπαλο δέος στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. 

Η εμπειρία που ριζοσπαστικοποίησε πιο άμεσα τον Γκεβάρα ήταν τα γεγονότα στην Γουατεμάλα, μια μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής, το 1954. Η προοδευτική κυβέρνηση του Χακόβο Αρμπένζ στην οποία συμμετείχε και το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας «τόλμησε» να εθνικοποιήσει τις μεγάλες φυτείες μιας αμερικάνικης πολυεθνικής, της United Fruit, της σημερινής Chiquita. Η CIA οργάνωσε πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση και έσφαξε την Αριστερά και τις μαζικές οργανώσεις των εργατών και των αγροτών. H χούντα επέστρεψε τις φυτείες στην United Fruit και τη γη στους γαιοκτήμονες. Δυο από τα μέλη του ΔΣ της πολυεθνικής ήταν τα αδέλφια Ντάλες: ο ένας ήταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κι ο άλλος διευθυντής της CIA. 

Ο νεαρός Γκεβάρα έζησε από κοντά το πραξικόπημα και την αποτυχία της Αριστεράς να το αποκρούσει. Η εμπειρία έκανε τον Γκεβάρα ακόμα πιο κριτικό απέναντι στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Λατινικής Αμερικής για την πολιτική των συμβιβασμών. Για τον Γκεβάρα, κι όχι μόνο, η απάντηση στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στα διεφθαρμένα καθεστώτα που στήριζε και στην κοινωνική αδικία περνούσε από άλλους δρόμους. Ήταν η εποχή των μεγάλων εθνικοαπελευθερωτικών ένοπλων κινημάτων από το Βιετνάμ μέχρι την Αλγερία. Ο Γκεβάρα βρήκε έναν πολύ πιο κοντινό, γεωγραφικά και πολιτικά, αγώνα.

Ένοπλο

Το 1955 στη Πόλη του Μεξικού συνάντησε τον Φιντέλ Κάστρο και τους συντρόφους του. Ο Κάστρο ήταν ήδη γνωστός. Στις 26 Ιούλη του 1953 είχε ηγηθεί μιας επίθεσης στο στρατόπεδο Μονκάδα στο Σαντιάγκο της Κούβας με σκοπό να πυροδοτήσει την ανατροπή του δικτάτορα Μπατίστα. Μετά την αποφυλάκισή του πήγε στο Μεξικό και οργάνωσε το Κίνημα της 26ης Ιούλη. Το σχέδιο ήταν η επιστροφή στην Κούβα και ο ένοπλος αγώνας για την ανατροπή της δικτατορίας. Ο Γκεβάρα έγινε μέλος της ομάδας και γιατρός του σώματος που θα αποβιβαζόταν στην Κούβα. 

Η απόβαση των 80 περίπου ανταρτών τον Δεκέμβρη του 1956 παραλίγο να αποτύχει ολοκληρωτικά. Περίπου 20 γλύτωσαν από τις επιθέσεις και τις ενέδρες του στρατού. Βρήκαν καταφύγιο στην οροσειρά της Σιέρα Μάδρε, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα του νησιού και τις μεγάλες φυτείες που δούλευαν οι εργάτες γης. Όμως, το αντάρτικο άντεξε τους πρώτους σκληρούς μήνες, άρχισε να αναπτύσσεται και να γίνεται το κέντρο αναφοράς όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων. Σε αυτή ο Γκεβάρα μετατρέπεται από άσημο αγωνιστή σε «κομαντάτε» (διοικητή) του αντάρτικου και κομμάτι του στενού κύκλου γύρω από τον Φιντέλ Κάστρο. 

Τον ξεχώριζαν μια σειρά χαρακτηριστικά. Η αποφασιστικότητα, η ικανότητά του να ηγείται με το παράδειγμα -ήταν ασθματικός αλλά δεν απέφευγε καμιά από τις δυσκολίες του αντάρτικου- και η αυτοθυσία. Η απόλυτη προσωπική εντιμότητα που έφτανε στον ασκητισμό. Κι η ιδεολογική του αναφορά στο μαρξισμό και το σοσιαλισμό που θεωρούσε ότι πραγματωνόταν στην ΕΣΣΔ. 

Το αντάρτικο νίκησε μετά από σχεδόν δυο χρόνια αγώνα κι ο «Τσε» έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις τελευταίες μεγάλες μάχες που πυροδότησαν την κατάρρευση της δικτατορίας. Την 1η Γενάρη του 1959 ο αντάρτικος στρατός του Κάστρο έκανε τη θριαμβευτική είσοδό του στην Αβάνα. Η Κουβανέζικη Επανάσταση είχε νικήσει, όχι ως αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης των εργατών, αλλά γιατί καμιά κοινωνική δύναμη δεν ήθελε να υπερασπιστεί μέχρι τέλους τον Μπατίστα.

Η επαναστατική κυβέρνηση του Φ. Κάστρο -ο Γκεβάρα έγινε αρχικά διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και κατόπιν υπουργός Βιομηχανίας- είχε συντριπτική λαϊκή υποστήριξη, που έγινε ακόμα μεγαλύτερη όσο προχωρούσε σε ριζοσπαστικά μέτρα όπως οι εθνικοποιήσεις και η αγροτική μεταρρύθμιση. Το όραμα τους ήταν μια Κούβα ανεξάρτητη, ανεπτυγμένη οικονομικά που θα έπαυε να είναι συμπλήρωμα της οικονομίας των ΗΠΑ κυρίως μέσω της εξάρτησής της από την παραγωγή ζάχαρης. Όμως, οι ΗΠΑ δεν είχαν καμιά διάθεση να επιτρέψουν τη σταθεροποίηση ενός τέτοιου ριζοσπαστικού καθεστώτος λίγα χιλιόμετρα από τις ακτές τους. Επέβαλαν εμπάργκο και προσπάθησαν να ανατρέψουν την επαναστατική κυβέρνηση. 

Η απάντηση της κουβανικής ηγεσίας ήταν η στροφή στο «αντίπαλο δέος», στην ΕΣΣΔ και -αρχικά- στην Κίνα. Το 1962 ο Κάστρο δήλωσε ότι η «επανάστασή μας είναι σοσιαλιστική» και το Κίνημα της 26ης Ιούλη συγχωνεύτηκε υπό την ηγεσία του με το Λαϊκό Σοσιαλιστικό (δηλαδή το κομμουνιστικό) Κόμμα για να φτιάξει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας. 

Κριτική

Για τον Γκεβάρα αυτή η στροφή ήταν όχι μόνο καλοδεχούμενη αλλά και επιβεβλημένη σύμφωνα με τις ιδεολογικές αναφορές του. Όμως, σύντομα ανακάλυψε -κι όχι μόνο αυτός- ότι η ΕΣΣΔ δεν έδινε «ανιδιοτελή διεθνιστική βοήθεια». Σε μια ομιλία που προκάλεσε αίσθηση το Φλεβάρη του 1965 στο Αλγέρι, άσκησε κριτική στις «σοσιαλιστικές χώρες» για τους ανισότιμους όρους εμπορίου που επέβαλαν σε αντιμπεριαλιστικά καθεστώτα. Μ’ αυτό το τρόπο γίνονταν «συνεργοί, ως ένα βαθμό, στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση». 

Αυτό που χρειαζόταν, υποστήριζε με όλο και μεγαλύτερη ένταση ο Τσε Γκεβάρα ήταν η εξάπλωση της επανάστασης. Αυτό ήταν σωστό. Όμως, η στρατηγική που επέλεξε ήταν τραγικά λάθος. Στην ουσία, θεώρησε ότι το «μοντέλο» της Κουβανικής Επανάστασης μπορούσε να βρει εφαρμογή σε όλη τη Λατινική Αμερική κι όχι μόνο. Μια αντάρτικη «εστία» (το foco) στην ύπαιθρο ανάμεσα στους αγρότες, θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια επαναστατική κατάσταση. Αυτό που χρειαζόταν ήταν θέληση, τόλμη και πειθαρχία. Για χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που ασκούσαν κριτική στα «επίσημα» ΚΚ για τους συμβιβασμούς που σκέπαζαν με δικαιολογίες για τις «συνθήκες που δεν είναι ώριμες», αυτό το κάλεσμα ασκούσε μια έντονη έλξη. Χιλιάδες πήραν το δρόμο που πρότεινε ο Τσε. 

Ο Τσε δοκίμασε προσωπικά τη στρατηγική του, αρχικά όχι στη Λατινική Αμερική αλλά στο Κονγκό. Βρέθηκε εκεί την άνοιξη του 1965 επικεφαλής μιας φάλαγγας Κουβανών μαχητών για να στηρίξει τον αγώνα ενάντια στο καθεστώς μαριονέτα που είχε επιβάλλει η Δύση το 1960. Ήταν μια απογοητευτική εμπειρία. Το «Εθνικό Επαναστατικό Συμβούλιο» κι ο στρατός του ήταν περισσότερο πολέμαρχοι-κομματάρχες παρά αντάρτες. Δεν πολεμούσαν, απλά παρασιτούσαν κατατρώγοντας τη βοήθεια που έπαιρναν κυρίως απ’ την Κίνα. 

Το δίδαγμα που έβγαλε ο Τσε από αυτό το φιάσκο ήταν ότι για να προχωρήσει η «εργατο-αγροτική συμμαχία» αυτό που χρειαζόταν ήταν το κέρδισμα της αγροτιάς στην «ιδεολογία του προλεταριάτου» από μια «αποφασιστική ηγεσία». Όχι από το ίδιο το προλεταριάτο που ο Τσε το θεωρούσε «προνομιούχο μέσα στην εκμετάλλευσή του». 

Ένα περίπου χρόνο μετά την αποχώρησή του από το Κονγκό ο Τσε έφτασε στη Βολιβία, για να τεθεί επικεφαλής της αντάρτικης εστίας. Η Βολιβία ήταν μια χώρα με πολύ ισχυρό εργατικό κίνημα και Αριστερά. Το 1952 μια επανάσταση με επικεφαλής τους μεταλλωρύχους είχε ανατρέψει τη δικτατορία και είχε επιβάλλει την εθνικοποίηση των ορυχείων. Όμως, η βάση του Τσε βρισκόταν στα νοτιονατολικά της χώρας, στις ζούγκλες και τα δάση μακριά από τα κέντρα της εργατικής τάξης.

Όταν ο στρατός κατέσφαξε απεργούς μεταλλωρύχους, ο Τσε έβγαλε μια ανακοίνωση στην οποία τους καλούσε να ενταχθούν στην αντάρτικη φάλαγγά του. Η οποία ποτέ δεν ξεπέρασε τους 50 μαχητές. Ποτέ δεν συνδέθηκε με το εργατικό κίνημα αλλά ούτε και με τους αγρότες της Βολιβίας. Σύντομα αποδεκατίστηκαν από καταδιωκτικά αποσπάσματα των «ρέηντζερς» που είχαν εκπαιδεύσει οι Αμερικάνοι. 

Σήμερα η στρατηγική του αντάρτικου όπως τη διατύπωσε και την εφάρμοσε ο Τσε Γκεβάρα, δεν έχει επιρροή. Όμως, οι ιδέες της υποκατάστασης της εργατικής τάξης από μια «ενεργητική μειοψηφία» που θα την αφυπνίσει ή και θα την απελευθερώσει, συνεχίζουν να υπάρχουν. Η μνήμη του Τσε είναι ζωντανή γιατί ενσαρκώνει την ανειρήνευτη πάλη με τον ιμπεριαλισμό, την κοινωνική αδικία. Όμως, η απελευθέρωση από τα δεσμά του καπιταλισμού μπορεί να έρθει μόνο με τη συνειδητή δράση της εργατικής τάξης, η απελευθέρωσή της θα είναι έργο της ίδιας. Τίποτα δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σε αυτό το καθήκον και αυτή είναι μια πολύτιμη κληρονομιά που κρατάμε από τη θυσία του Τσε.