Μετά το εξαιρετικό «Λιμάνι της Χάβρης», ο Άκι Καουρισμάκι συνεχίζει να ρίχνει ακάθεκτος τα πυρά του ενάντια στην Ευρώπη – φρούριο με μια ταινία που χειροκροτήθηκε, προκάλεσε και δίκαια βραβεύτηκε στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου. Η «Άλλη όψη της ελπίδας» συμβαίνει σε ένα άλλο Ευρωπαϊκό λιμάνι, στη γενέτειρά του, το Ελσίνκι και μιλάει για πρόσφυγες και Ευρωπαίους με το ίδιο ξεχωριστό ύφος που διακρίνει μια ζωή το σινεμά του δημιουργού: Μινιμαλιστικό ντεκόρ, παράδοξο χιούμορ, rock’n roll μουσική υπόκρουση, δυσλειτουργικοί ήρωες που μιλούν ελάχιστα, αλλά τελικά έχουν να πουν πολλά.
Ο Χάλεντ είναι ένας Σύριος πρόσφυγας που αναζητά άσυλο και την χαμένη αδελφή του, μοναδική επιζήσασα από την οικογένεια που ξεκληρίστηκε στον εμφύλιο. Τον βλέπουμε στα πρώτα πλάνα της ταινίας να ξεπροβάλλει μέσα από ένα βουνό από κάρβουνο στο αμπάρι του πλοίου όπου κρυβόταν στο μεγάλο ταξίδι του. Σηκώνεται, παίρνει το δισάκι του και παρουσιάζεται στη Φινλανδική αστυνομία για να ακολουθήσει υπομονετικά τον ρατσιστικό Γολγοθά που περιμένει κάθε πρόσφυγα στην Ευρώπη. Στο στρατόπεδο θα τον δασκαλέψουν ότι όταν παρουσιαστεί στην επιτροπή ασύλου καλό είναι να χαμογελά. «Γιατί θελήσατε να ρθείτε στη Φινλανδία;», ρωτά η υπάλληλος στη συνέντευξη. «Δεν θέλησα, με έφερε το πλοίο όπου κρύφτηκα όταν με κυνήγησαν νεο-ναζί στο Γκντανσκ», απαντά. Όμως δεν έχει να περιμένει τίποτα από την κρατική γραφειοκρατία, παρά απόρριψη και απέλαση και βέβαια μετατρέπεται σε εύκολο στόχο για τις ρατσιστικές συμμορίες της περιοχής, που –όπως κι αλλού ονειρεύονται να «καθαρίσουν» τον τόπο.
Ευτυχώς γι’αυτόν, θα πέσει πάνω στον Βίκστρομ, μεσήλικα πλασιέ υποκαμίσων που μόλις έχει αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή του: Ξεφορτώνεται το στοκ από πουκάμισα, εγκαταλείπει την αποξενωμένη σύντροφό του και μετά από μια χρυσοφόρα παρτίδα πόκερ, αγοράζει ένα παρακμιακό εστιατόριο. Όλα τα χαρακτηριστικά του κινηματογράφου του Καουρισμάκι βρίσκονται εδώ: Άνθρωποι μίζεροι, μοναχικοί, μονίμως δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στον κοινό νου που τους περιβάλλει. Αυτό όμως τους κάνει τόσο ξεχωριστούς. Ο Βίκστρομ μαζί με το παλιακό ρεστοράν «υιοθετεί» μια τριπλέτα από εξίσου «τελειωμένους» υπαλλήλους, που δεν ξεσκονίζουν την πελατεία και σερβίρουν τα πιο μπανάλ φαγητά (ψάρι κονσέρβα με βραστές πατάτες) με ανεπιτήδευτο τρόπο (μέσα στην κονσέρβα). Χωρίς δισταγμό όλοι θα περιθάλψουν και τον Χάλεντ, όταν αυτός γίνεται φυγάς για να αποφύγει την απέλαση. Δεν μπορούν όμως να τον προστατέψουν από τον κάθε φασίστα που γεννούν οι πολιτικές των κλειστών συνόρων.
Ο Καουρισμάκι υπηρετεί εδώ και τριάντα περίπου χρόνια το ίδιο σινεμά της αποστασιοποίησης. Η λιτή, σχεδόν γυμνή κινηματογραφική αφήγηση μπορεί να ξενίζει αν συγκριθεί με την θεατρικότητα και την ένταση που συναντάμε στις περισσότερες ταινίες (όπως επίσης η πλήρης απουσία από οπτικο-ακουστικά εφέ). Όμως αυτό ακριβώς επιδιώκει: Μέσα από την απλότητα και την κάθαρση αναζητά να προβάλει μια άλλη πραγματικότητα. Για τους προκατόχους αυτού του είδους (όπως ο Όζου, ο Μπρεσόν και ο Ντράγερ) αυτό συχνά καταλήγει σε μια θρησκευτική – υπερβατική ερμηνεία του κόσμου. Όμως ο Καουρισμάκι είναι αριστερός. Όταν στο Φεστιβάλ Βερολίνου ρωτήθηκε τι πιστεύει για τον «κίνδυνο ισλαμοποίησης της Ευρώπης», απάντησε ότι αυτός έχει παρέλθει από την εποχή της ισπανικής επανάκτησης τον 15ο αιώνα. Οι ήρωές του είναι ζωντανές αντιφάσεις στην γυαλιστερή πρόσοψη της Ευρώπης κι ακόμη κι όταν δεν του βγαίνει το κινηματογραφικό «happy end», πάντα τους δικαιώνει ηθικά και πολιτικά.