Δύο κόσμοι, ένας πόλεμος. Δύο κόσμοι καθόλου εξωπραγματικοί, μυθικοί ή από άλλο πλανήτη. Δύο κόσμοι που δεν έχουν καμία σχέση με το βιβλίο του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς του 1898, την ραδιοφωνική αφήγηση του Όρσον Γουέλς στις 30 Οκτωβρίου του 1938 που κατατρόμαξε τους αμερικανούς, ή τις σχετικές κινηματογραφικές ταινίες που ακολούθησαν.
Δύο κόσμοι υπαρκτοί, πέρα-πέρα γήινοι και απόλυτα καθορισμένοι, ως προς τα μεταξύ τους όρια, τη μεταξύ τους σχέση, αλλά και τις αντιθέσεις. Μιας σχέσης εκμετάλλευσης από τη μία και επιβίωσης από την άλλη. Ζωής και θανάτου. Όπου ο ένας φιλοδοξεί να δικαιώσει τον ρόλο του ως νεκροθάφτης του άλλου.
Κι ένας πόλεμος που σε ιστορικό χρόνο, είναι κυριολεκτικά, μόλις …χθεσινός.
Ένας πόλεμος στις φυλακές Χαϊδαρίου το 1944. Μια μάχη από τις χιλιάδες κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ. Μια πράξη αντίστασης, μια σύγκρουση ταξική, ένας αγώνας στο τέλος-τέλος επιβίωσης, με έπαθλο όμως την αλληλεγγύη ως στάση ζωής και την αξιοπρέπεια, απέναντι στο χειρότερο πρόσωπο του καπιταλισμού. Τον φασισμό και τον ναζισμό.
Αυτή είναι σε «τίτλους» η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη -13η τον αριθμό- «Το Τελευταίο Σημείωμα». Είναι η ταινία που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες την περασμένη Πέμπτη, αλλά που την συζήτηση γύρω από το θέμα με το οποίο αυτή καταπιάνεται την έχει προκαλέσει ήδη από τα γυρίσματά της. Για να μην πούμε από τις πρόσφατες επισκέψεις στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Με πρωταγωνιστή τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη (Ανδρέας Κωνσταντίνου), «Τo Τελευταίο Σημείωμα», αφηγείται την ιστορία της εκτέλεσης από τους ναζί, 200 κομμουνιστών από τις φυλακές Χαϊδαρίου στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ‘44.
Το σενάριο που υπογράφει η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη («Νύφες», «Μικρά Αγγλία»), ακολουθεί τον Κρητικό -μικρασιατικής καταγωγής- «Ακροναυπλιώτη» κομμουνιστή, συνδικαλιστή και πολύγλωσσο Ναπολέοντα Σουκατζίδη, την περίοδο της κράτησής του στο Χαϊδάρι, όπου και εκτελούσε χρέη διερμηνέα του Γερμανού διοικητή του στρατοπέδου, -αξιωματικού των SS- Καρλ Φίσερ (Αντρέ Χένικε).
Οι «200 της Καισαριανής» εκτελέστηκαν σε αντίποινα για την δολοφονία του γερμανού υποστράτηγου Φράντς Κρεχ, διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και τριών ακόμη Γερμανών της συνοδείας του, στους Μολάους την 27η Απριλίου του 1944, από αντάρτες του 8ου συντάγματος του ΕΛΑΣ Λακωνίας.
Με το «μέτρο» του 50:1 (50 Έλληνες για κάθε νεκρό Γερμανό), ήταν η μαζικότερη εκτέλεση. Οι εκτελεσμένοι ήταν στην πλειοψηφία τους μέλη του ΚΚΕ, πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία από το ‘36 και εξόριστοι της Ανάφης, τους οποίους είχε παραδώσει η δικτατορία του Μεταξά στις κατοχικές δυνάμεις, αποδεικνύοντας από τότε με έργα, την συνέχεια και τον διαχρονικό ρόλο του ελληνικού κράτους.
Η ταινία
«Το Τελευταίο Σημείωμα» παρακολουθεί με ένταση, αλλά χωρίς μελοδραματισμούς τη ζωή και τις σχέσεις -όπως αυτές αναπτύσσονται- τόσο μεταξύ των φυλακισμένων, των φίλων και συγγενών τους, όσο και με τους δεσμοφύλακες και βασανιστές τους, στο στρατόπεδο (συγκέντρωσης κατά πολλούς) Χαϊδαρίου, με τις δύο πλευρές να έχουν αμφότερες, πλήρη επίγνωση, τόσο του ρόλου τους, όσο και των καθηκόντων που απορρέουν από αυτούς.
Με σύμμαχο τη φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή («Νοτιάς», «Μικρά Αγγλία») που υπογράφει την διεύθυνσή της και τα πολλά «κοντινά» που αναδεικνύουν την ένταση των προσώπων, η ταινία καταφέρνει να φέρει σε επαφή τον θεατή με όλους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Όχι με την ίδια ένταση πάντα, μιας και έως την αναγγελία της εκτέλεσης -στα μισά της περίπου- η ταινία είναι λίγο άνιση.
Αναπόφευκτα όμως, από την αναγγελία και μετά, εξαιτίας του ειδικού βάρους των ίδιων των γεγονότων, η ταινία συμπυκνώνεται δραματικά.
Με αποκορύφωμα, το μεγαλειώδες στην τραγικότητά του στιγμιότυπο, όταν λίγο πριν την μεταφορά τους, ο Γερμανός διοικητής προτείνει στον Σουκατζίδη να βάλει άλλον στην θέση του να εκτελεστεί και βέβαια, στο τέλος, με την ίδια την σκηνή της εκτέλεσης στον τοίχο, που αν δεν τα «μπήξετε» στα σκοτάδια της αίθουσας, μάλλον βλέπετε άλλη ταινία (όπως ο Νίκος Παππάς μετά την επίσημη πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής) ή σας έχει πάρει ο ύπνος.
Θα ήταν λάθος εδώ, να παραλείψουμε την συμβολή σε αυτό και των ερμηνειών όλων των ηθοποιών, με αυτές βέβαια, των Κωνσταντίνου και Χένικε αναπόφευκτα -λόγω και της ιδιαίτερης μεταξύ τους σχέσης- να πρωταγωνιστούν.
Ο Κωνσταντίνου («Ουζερί Τσιτσάνης») να βγάζει μια βουβή ένταση και να σε πείθει με το γνωστό από την «Μικρά Αγγλία», λιτό κι απέριττο παίξιμό του και τον καταπληκτικό Γερμανό ηθοποιό Χένικε («Μια Επικίνδυνη Μέθοδος», «Pandorum», «Η Πτώση») να υποδύεται πειστικότατα τον (πιο ναζί πεθαίνεις) διοικητή, χωρίς όμως τις υπερβολές εκείνες που μετατρέπουν σχεδόν πάντα τέτοιους ρόλους σε καρικατούρες (μέρες που’ ναι).
Με μεγάλη προσοχή στις σκηνογραφικές και ενδυματολογικές λεπτομέρειες, η ταινία γυρίστηκε στο οθωμανικό φρούριο Ιτζεδίν -στο ύψωμα Καλάμι στη Σούδα- 15 χλμ ανατολικά της πόλης των Χανίων (επίσης φυλακή πολιτικών κρατουμένων), μιας και το συγκρότημα φυλακών στο Χαϊδάρι δεν υπάρχει πλέον, εκτός από το «Μπλοκ 15» (χώρο αυστηρής απομόνωσης, στον οποίο οδηγούνταν μελλοθάνατοι και Εβραίοι) που όμως σήμερα βρίσκεται μέσα στα όρια του στρατοπέδου του Πεζικού και των Διαβιβάσεων.
Αντίσταση λοιπόν και μέσα στη φυλακή; Αντίσταση ακόμη και ως μελλοθάνατοι; Αντίσταση ακόμη και όταν «οι συσχετισμοί είναι εις βάρος μας»;
Οι «200 της Καισαριανής» και χιλιάδες ακόμη «200» σαν και αυτούς -για να μην τους ξεχνάμε- έχουν δώσει οργανωμένα την απάντηση. Δεν χρειάζεται εμείς σήμερα να «ξανά-ανακαλύψουμε τον τροχό».
Κι αυτό γιατί ο πόλεμος των δύο κόσμων δεν έχει τελειώσει. Όπως και η Ιστορία άλλωστε. Και «Τo Τελευταίο Σημείωμα» ως άλλο τελευταίο σημείωμα αυτών που οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα και τα πέταγαν έξω από τα φορτηγά που τους μετέφεραν -με την ελπίδα να τα βρούνε κάποιοι αργότερα και να τα παραδώσουν στους δικούς τους- φιλοδοξεί απλά να κοινωνήσει το παράδειγμά τους στο κοινό του σήμερα. Και του αύριο.
Και για όσο χρειαστεί.